ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κάλλος και πενία στη δημοσιογραφία

Η απαγωγή των δύο μαθητών στη Λάρνακα δοκίμασε τα αντανακλαστικά όλων μας. Αρχών, ΜΜΕ και κοινωνίας. Το στοίχημα σίγουρα κέρδισε η κοινωνία, η οποία ενώπιον ενός πρωτόγνωρου συμβάντος, αντέδρασε κατακλυσμιαία σαν ενιαία δύναμη που δεχόταν πλήγμα. Φυσικά και είναι άξιοι επαίνου εκείνοι που συνθέτοντας στοιχεία και εικόνες οδήγησαν με τις πληροφορίες τους την αστυνομία στον εντοπισμό των δύο μαθητών και είμαστε όλοι ευγνώμονες γι’ αυτό. Ωστόσο, το αξιοπρόσεχτο ήταν η «συννεφιά» που σκέπασε όλο τον κόσμο εκείνο το πρωί και η αγωνία που ήταν διάχυτη παντού. Οι δουλειές μπήκαν σχεδόν σε παύση ή όλοι δούλευαν έχοντας την προσοχή τους στραμμένη στα ΜΜΕ. Ο απαγωγέας, χωρίς να το θέλει προφανώς, δοκίμασε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, η οποία και απάντησε παρούσα. Και οι αρχές απάντησαν παρούσες μόνο που και πάλι τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν αποκάλυψαν μικρές ή μεγάλες ανεπάρκειες. Ανεπάρκειες που μάλλον προέκυπταν από το γεγονός ότι, όπως κανείς από μας τους πολίτες δεν ανέμενε ότι μπορεί στην Κύπρο να μπει κάποιος σε ένα δημοτικό σχολείο και να απαγάγει δύο μαθητές, ούτε και οι αρχές προφανώς είχαν επεξεργασμένο ένα σχετικό σενάριο αντίδρασης. Η αγωνία των αρχών δεν είναι όμως ίδια με της κοινωνίας, διότι ακριβώς η κοινωνία σε ώρες κρίσεων βασίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη των αρχών. Το δεδομένο ότι αρχές, κυβέρνηση και αστυνομία δεν είχαν έλεγχο της κατάστασης, διότι ήταν στο σκοτάδι για πολλή ώρα, έφτανε στον πολίτη μέσω των ΜΜΕ. Το καθένα έδινε τη δική του εκδοχή, όπως αυτή διαμορφωνόταν –από σκόρπιες κουβέντες, πληροφορίες κι αντιδράσεις– παραποιημένη είτε κατευθυνόμενη προς κάποια σενάρια, διότι προφανώς έτσι έκοβε στον κάθε δημοσιογράφο που ήταν στη σκηνή και μετέδιδε πληροφορίες. Κι εδώ είναι που αναδύεται το κάλλος ή η πενία της δημοσιογραφίας. Την ώρα τη δύσκολη, την ώρα της κρίσεως, που η μόνη συνταγή στην οποία μπορεί να προστρέξει ο δημοσιογράφος είναι η παιδεία με την οποία είναι περιβεβλημένος. «Αυτοί που ξέρουν πώς να σκέφτονται δεν χρειάζονται δασκάλους», είχε πει ο σοφός Γκάντι. Διότι άμα δεν ξέρεις να σκέφτεσαι, μπορεί σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές να χάσεις το μέτρο. Κι αντί του μοναδικού σου στόχου που πρέπει να είναι η κατά το μέτρο του δυνατού αντικειμενική ενημέρωση αλλά και η προστασία ταυτόχρονα στη συγκεκριμένη περίπτωση των δύο παιδιών που είχαν απαχθεί εσύ «απαγγέλεις» σενάρια. Αντί να λαμβάνει υπόψη ότι λήπτες των πληροφοριών σου ενδέχεται να είναι επίσης και ανήλικοι, εσύ να μεταδίδεις ότι …πιάνεις στο φτερό. Αποτέλεσμα να καταλήγεις, στον λαϊκισμό, το κουτσομπολιό, τον κιτρινισμό, απελευθερώνοντας από μέσα σου ένα κτήνος που ούτε εσύ ο ίδιος ήξερες ότι υπάρχει. «Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και απ’ όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται», είπε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1993, ένα χρόνο δηλαδή πριν πεθάνει. Η παιδεία λοιπόν είναι απόλυτα αναγκαία για να μπορείς να σκέφτεσαι. Είναι αυτή που αναδεικνύεται σε προστάτη της κοινωνίας και σε σύμμαχο των ανθρωπίνων αξιών. Είναι αυτήν που οι συνθήκες αλλά και οι συγκυρίες στον τόπο μας έχουν αποδείξει ότι έχουμε απόλυτη ανάγκη για να είμαστε ασφαλείς. Η παιδεία στην οποία αναφερόμαστε δεν χρειάζεται ψηλά κάγκελα. Αντίθετα όπου τα βρει τα καταργεί. Γι’ αυτό έχει σημασία ο διάλογος που θα αρχίσει οσονούπω να στοχεύει στην αληθινή παιδεία.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ