ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Αύγουστος…

Αυτός ο μήνας, ο Αύγουστος, πάντα με μελαγχολεί. Ίσως γιατί δεν κατάγομαι από κάποιο χωριό του Τροόδους, να προσδοκώ ότι θα κλείσω τον υπολογιστή, θα πάρω την οικογένειά μου και θα πάω στο δροσερό πατρικό σπίτι. Ίσως πάλι διότι δεν έχω, όπως παιδί, τη θάλασσα στα πόδια μου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια πηγαίναμε από το πρωί στις Φοινικούδες κι επιστρέφαμε σπίτι το σούρουπο. Κανείς δεν μας έψαχνε, κανείς δεν ανησυχούσε. Όλοι τότε ξέραμε όλους στη μικρή μας πόλη, τη Λάρνακα. Στη γειτονιά μας τον Αύγουστο, εκεί που η σκιά της εκκλησίας, του μητροπολιτικού ναού Σωτήρος, έπεφτε παράλληλα με εκείνη του μιναρέ του διπλανού στην κυριολεξία τζαμιού, εμείς παίζαμε στις αλάνες τα γνωστά ανέξοδα παιχνίδια της εποχής. Κρυφτό, ελευθέρωση, ψηλά τα χέρια, λουκκούθκια…

Κι όταν πεινούσαμε αντί να τρέξουμε σπίτι, κόβαμε παπουτσόσυκα, τα ανοίγαμε και χορταίναμε την πείνα μας μην ξαργήσουμε από το παιχνίδι. Τώρα θυμάμαι πότε ένοιωσα την πρώτη μελαγχολία του Αυγούστου. Ήταν το 1964, όταν άκουσα για πρώτη φορά εκείνη την περίεργη λέξη, «Τηλλυριά». Κι ύστερα χτύπησαν πένθιμα οι καμπάνες και κόσμος πολύς έτρεξε στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοπολίτισσας, για την κηδεία. Πάνω στη στέγη του ναού ήταν φαντάροι με όπλα πάνω σε τρίποδες κάτι που πρόσθετε στην ατμόσφαιρα πολεμικό ρίγος και στις παιδικές μας ψυχές φόβο πολύ. Θυμάμαι και τα μαύρα εκείνα φέρετρα με τις λευκές χιαστί κορδέλες και τα άσπρα σταυρουδάκια, στο «κεφάλι» και στα «πόδια». Τον ένα τον έλεγαν Χριστάκη Πτωχόπουλο. Ετών 20, εκ Λάρνακος. Έπεσε μαχόμενος στον Παχύαμμο Τηλλυρίας την 8ην Αυγούστου 1964. Τον άλλο τον έλεγαν Ανδρέα. Ανδρέα Στρουθίδη. Ήταν γειτονόπουλο. Παλικάρι είκοσι χρονών κι εκείνος.

Θυμάμαι το μοιρολόι της δόλιας της μάνας του και τον κόσμο που είχε μαζευτεί στο σπίτι τους στο Σταυροδρόμι, εκείνη τη μέρα του Αυγούστου. Ύστερα από κάμποσο καιρό ήρθανε και βάλανε και μια πλάκα –όχι ταμπέλα– στον τοίχο του σπιτιού, που έγραφε: Οδός Ανδρέα Στρουθίδη. Έπεσε μαχόμενος υπέρ πατρίδος, στις 9 Αυγούστου 1964. Τώρα 54 χρόνια μετά μαθαίνω ότι κάποια από τα φέρετρα εκείνα επέστρεψαν άδεια ή σχεδόν άδεια από την Τηλλυρία, διότι οι ναπάλμ εξαφάνισαν από προσώπου γης πλάσματα που βρέθηκαν στα σημεία που έπεσαν.

Μιλούσα προχθές με τον αδελφό ενός φαντάρου, θύματος τότε των ναπάλμ της τουρκικής αεροπορίας. Μου είπε ότι κάθε χρόνο πηγαίνει στον Παχύαμμο για το μνημόσυνο του αδελφού του. «Τόσα χρόνια δεν έγινε μια προσπάθεια έρευνας και εκταφής εκεί που χάθηκαν», μου λέει και τα μάτια του υγραίνονται. Σκέφτηκα, νοιώθοντας μάλιστα και μια ενοχή, «πέρασαν σχεδόν εξήντα χρόνια κι ακόμα δακρύζει;». Λες και διάβασε τα μάτια μου, είπε: «Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις εκεί γνωρίζοντας ότι σε τούτο το σημείο, χάθηκε, κάηκε κι έσβησε ο αδελφός σου; Στα είκοσι του χρόνια. Ήταν ένας λεβέντης. Έφυγε και δεν τον ξανάδαμε. Ούτε θάψαμε, ούτε κηδέψαμε κανένα». Εκεί θυμήθηκα τη λαϊκή εκείνη παροιμία, «το λαμπρόν τζει που πέφτει, τζει κρούζει». Αυτό που ισχύει για όλες τις οικογένειες που έχασαν ανθρώπους και σε εκείνη την τραγωδία, της Τηλλυρίας αλλά και στην άλλη του ’74. Ο Αύγουστος εκείνος του 1964 σημάδεψε την παιδικότητά μας. Στα δέκα μας χρόνια είδαμε γειτονόπουλά μας να χάνονται, τους γονείς τους να μαυροφορούν και να μοιρολογούν, είδαμε φέρετρα και όπλα. Είδαμε ακόμα τα τουρκάκια της γειτονιάς μας με άλλο μάτι… Σταματήσαμε τη συναναστροφή κι αρχίσαμε τον πετροπόλεμο.

Η άλλη τραγωδία, ήταν αυτή του ’74. Τότε ήταν που χάσαμε φίλους στο πραξικόπημα. Τότε ήταν που είδαμε συμμαθητές μας Τουρκοκύπριους, αιχμάλωτους στην αυλή του σχολείου. Τότε ήταν που είδαμε συμμαθητές μας να επιστρέφουν στο σχολείο μας ως πρόσφυγες.

Τότε ήταν που τη μισή μας πατρίδα και τότε ήταν που χάσαμε και την εφηβεία μας ολόκληρη. Ίσως γι’ αυτό ο Αύγουστος με μελαγχολεί.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ