ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Μεσημεράς και τα τζιτζίκια

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Κάτι αυγουστιάτικες μέρες σαν κι αυτές σκέφτομαι τον Μεσημερά. Τον ξέρετε τον Μεσημερά; Α! είναι ένα τέρας, ένα φοβερό ον που τρώει, λέει, τα παιδιά που δεν κοιμούνται τα μεσημέρια, και δεν πρέπει να κυκλοφορούν έξω το μεσημέρι. Κι εδώ που τα λέμε είχαν δίκιο όσοι τον επικαλούνταν, δεν είχες τι να κάνεις εκτός σπιτιού εκείνες τις πυρακτωμένες ώρες, που ο ήλιος δεν αστειευόταν, ακόμα και τον Μεσημερά να μη φοβόσουν, ο ήλιος δεν αστειευόταν, και μόνο τα τζιτζίκια απολάμβαναν το μεσημέρι, ξαπλωμένα στα λιόδεντρα, τραγουδώντας μονότονα, αδιαφορώντας για τον θόρυβο που έκαναν. Τα τζιτζίκια ήταν οι ήρωες του μεσημεριού, δεν φοβόντουσαν καθόλου τον Μεσημερά, και ξύπνια έμεναν και φασαρία έκαναν και έξω ήταν! Αν δεν είναι αυτό αναρχία, πείτε μου τι είναι!

 Για πολλά χρόνια άκουγα ότι θα περάσει ο Μεσημεράς, ποτέ όμως δεν τον είδα, ούτε καν να παραφυλάει σε κάποια γωνιά για το επόμενο θύμα του... Κοιτούσα προς τον δρόμο, έψαχνα για να τον βρω, και είχα σχέδιο για όταν θα τον έβλεπα, θα έκλεινα τα μάτια μου, κι εκείνος δεν θα με έβλεπε, σχέδιο, όχι αστεία! Βέβαια, δεν μπορούσε να με πειράξει, δεν κυκλοφορούσα εκτός σπιτιού, παρέμενα ωστόσο ξύπνιος, αλλά έπαιρνα τα ρίσκα μου, να δω τον Μεσημερά και αμέσως με τα μάτια κλειστά να τρέξω στο κρεβάτι, δίπλα στη μεγάλη πόρτα, και μπρούμυτα να πέσω, προσποιούμενος τον κοιμισμένο… Εις μάτην, Μεσημερά άκουγα, Μεσημερά δεν είδα ποτέ, αλλά πια δεν τον φοβάμαι, όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί χάθηκε κι αυτός κάπου στα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας, νομοτελειακά θα χανόταν, και ξέρετε κάτι, ίσως να μην ήταν κακός, να μη μας έτρωγε, αν μας έπιανε ξύπνιους ή να τριγυρνάμε στους δρόμους.

 Μα κάτι αυγουστιάτικα βράδια φοβόμουν και τον Καψάλη, αυτός πάλι ήταν ένας θεόρατος, μαύρος σκύλος, με μούσι άσπρο, μεγάλος σε ηλικία. Όσο και αν τον φοβόμουν δεν χόρταινα να ακούω ιστορίες με τα κατορθώματά του, μια με το ψωμί που άρπαξε, μια με το κρασί που χύθηκε. Όταν τον έβλεπα τα μεσημέρια καταλάβαινα πως είναι και ατρόμητος, κυκλοφορούσε ελεύθερος, στο πυρί του ήλιου, «μωρέ λες να είναι αυτός ο Μεσημεράς;», σκεφτόμουνα και όταν διαισθητικά έστρεφε το βλέμμα του στο παραθυράκι, απ’ όπου παραφυλούσα, έβαζα σε εφαρμογή το σχέδιό μου, έκλεινα τα μάτια μου και βουρ για το κρεβάτι, πλάι στη μεγάλη πόρτα.

 Άλλα πάλι αυγουστιάτικα μεσημέρια ταξίδευα στην αυλή του σουλτάνου, σε πύργους με πολεμιστές και βασίλισσες, εκεί δεν υπήρχε κάτι να φοβάμαι, ζούσα ηρωικές μάχες και συναντούσα χρυσομαλλούσες κόρες. Έβλεπα καμήλες και άλογα να κουβαλάνε θησαυρούς, στρατιώτες να φυλάνε το παλάτι και τον ψηλό πύργο της όμορφης βασίλισσας, που πολλοί την αγαπούσανε, αλλά εκείνη ήθελε έναν μόνο. Καμιά φορά, όταν υπήρχε σοβαρή ανάγκη, στη φρουρά του πύργου ξεπεταγότανε και ο Καψάλης. Ένας τοίχος γεμάτος ιστορίες, λαϊκή μνήμη, ζώσα πραγματικότητα, μπερδεμένα όλα σε ένα παραμύθι κάθε μέρα.

 Πια δεν φοβάμαι ούτε τον Μεσημερά ούτε τον Καψάλη και μετά βίας μπορώ να ζήσω στον νεραϊδόκοσμο του τοίχου. Αν σταματήσω μια στιγμή τον χρόνο, και καταφέρω να τον πάρω πίσω, είμαι σίγουρος ότι θα τους νιώσω, χωρίς να τους δω και αμέσως θα κλείσω τα μάτια μου και θα τους ξεφύγω και ίσως ακούσω τον ήχο από τα σπαθιά και το χρεμέτισμα των αλόγων.

 Ιστορίες πολλές, και συχνά επαναλαμβανόμενες, αλλά κάθε φορά διαφορετικές, άλλωστε αφηγήτρια και κοινό ποτέ δεν θυμόντουσαν πώς πήγαινε η προηγούμενη. Είναι πολύ λεπτή η γραμμή που κρατάει το χθες με το σήμερα. Δεν νιώθεις καν ότι υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση, μέχρι τη στιγμή που θα σπάσει και η τελευταία ίνα της κλωστής και τότε όλα θα γκρεμιστούν και το κρακ που θα ακουστεί μέσα σου θα κάνει έναν σιωπηρό… πάταγο και ένα τεράστιο κομμάτι σου θα σπάσει. Έρχονται κάτι μεσημέρια που δεν φοβάσαι πια ότι θα έρθει ο Μεσημεράς. Δεν έχει λόγο πια, αφού είναι σίγουρος ότι θα σε βρει να κοιμάσαι, και αν μοιάζεις ξύπνιος είναι γιατί θες να θυμάσαι το παραμύθι της.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση

X