ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μονόδρομος για την περιοχή μας: Συνεργασία με το Ιράν

Για τον Έλληνα ή Κύπριο αναγνώστη η σημασία του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας και της Ανατολικής Μεσογείου είναι δεδομένη. Στην αρχαιότητα η περιοχή μας γνώρισε κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική άνθιση χάρη στην επικοινωνία και συνεργασία του μεγάλου περσικού πολιτισμού με την Αρχαία Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή.

Οι αλληλεπιδράσεις, οι συνεργασίες σε πολλά πεδία και οι περιστασιακές συγκρούσεις συνεχίστηκαν και κατά τους επόμενους αιώνες. Ο ερχομός του Χριστιανισμού, του Ισλάμ και των μεγάλων βασιλείων δεν άλλαξαν τα δεδομένα. Η μοίρα της Περσίας παρέμεινε συνδεδεμένη μαζί μας, αλλά και με όλη την ευρύτερη περιοχή.
Ο σύγχρονος ιστορικός γνωρίζει πολύ καλά ότι η «ένδοξη» περίοδος των μεγάλων μεταρρυθμίσεων ξεκίνησε στην Περσία σχεδόν ταυτόχρονα με την «δική μας Αυτοκρατορία», την Οθωμανική.

Η πρώτη εφημερίδα, τα πρώτα κοσμικά δικαστήρια και σχολεία έφτασαν και στις δυο αυτοκρατορίες με μια μικρή διαφορά μερικών ετών. Οι κοινωνικοπολιτικές αλληλεπιδράσεις συνεχίστηκαν και κατά τον 20ο αιώνα, όταν, όπως η Τουρκία έτσι και το Ιράν έστρεψε το βλέμμα της προς την Δύση. Την ίδια περίοδο, έλαβε χώρα και μια άλλη, άκρως σημαντική εξέλιξη.

Το εργατικό κίνημα της Περσίας ανέπτυξε σχέσεις και συνεργασία με την Σοβιετική Ρωσία και την εργατική τάξη της ευρύτερης περιοχής και διεκδίκησε δυναμικά την εξουσία. Το παράδειγμα του Τούντεχ, του Κομμουνιστικού Κινήματος της Περσίας, παρά τις μεγάλες αδυναμίες του και την τελική του ήττα μετά την επανάσταση του 1979, είναι το «καμάρι» όλων των εργατών αυτής της περιοχής.

Σήμερα, 38 χρόνια μετά το ηχηρό όχι των λαών και εργατών της Περσίας στον σκοταδισμό και τον συνεταιρισμό με τον ιμπεριαλισμό των κυβερνήσεων του σάχη ΡεζάΠαχλαβί, το Ιράν έχει επιστρέψει με δυναμικό τρόπο στην περιοχή μας.

Η Τεχεράνη βγαίνει κερδισμένη από τις μεγάλες μάχες που ακολούθησαν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και την περίφημη «Αραβική Άνοιξη», κυρίως στην περίπτωση της Συρίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το Ιράν κατάφερε να ελέγξει τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες σε ένα μέτωπο που απλώνεται από τα βάθη της Υεμένης μέχρι τα παράλια του Λιβάνου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ είναι οι χώρες που δεν «βλέπουν» με καλό μάτι την «επιστροφή» του Ιράν στην περιοχή μας. Για αυτό άλλωστε τον λόγο, τις τελευταίες εβδομάδες μια σειρά σημαντικών εξελίξεων έρχονται να αφήσουν την σφραγίδα τους στις πολιτικές σκηνές της Σαουδικής Αραβίας, της Συρίας και της Υεμένης.

Στην περίπτωση της Υεμένης, η μακρόχρονη επίθεση της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της δεν έχει φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, ανοίγει τον δρόμο για τον εκ νέου διαμελισμό της χώρας, την στιγμή που οι φιλοιρανικέςσιιτικές δυνάμεις απαντούν με αποτελεσματικό τρόπο στα πυρά των συμμαχικών δυνάμεων.

Εξαιτίας των«πανωλεθριών» που αντιμετωπίζει στην Υεμένη, την Συρία και σε άλλα μέτωπα -εσωτερικά και εξωτερικά- η Σαουδική Αραβία εισέρχεται σε μια περίοδο ριζικής πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής ανασυγκρότησης. Η ηγεσία του Ντόναλτ Τραμπ, ακολουθώντας το παράδειγμα των προηγούμενων ρεπουμπλικανικών κυβερνήσεων επιχειρεί να προβάλλει το δικό της μοντέλο του λεγόμενου μετριοπαθούς Ισλάμ, δηλαδή το μοντέλο ΑΚΡ v.2.

Ο διάδοχος του θρόνου αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της υλοποίησης του συγκεκριμένου σχεδίου, κυρίως για να ανασυγκροτήσει το αντιιρανικό μέτωπο στην ευρύτερη περιοχή. Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Εμιράτα και συμμαχικές τους δυνάμεις θεωρούν ότι το Ιράν αποτελεί την νούμερο ένα απειλή για την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια οι εν λόγω δυνάμεις επιχειρούν να ανατρέψουν την εκλεγμένη κυβέρνηση του Λιβάνου για να περιορίσουν την ακτίνα δράσης του Ιράν στην γειτονική χώρα.

Την προαναφερόμενη άποψη-στρατηγική συμμερίζεται για δικούς της λόγους η Ουάσιγκτον, η οποία πριν από λίγες ημέρες ήρθε σε συνεννόηση με την Ρωσία για την εγκαθίδρυση μιας νέας κατάπαυσης πυρός στην περιοχή των υψωμάτων του Γκόλαν, στα σύνορα Συρίας-Ισραήλ (κατεχόμενο τμήμα της Συρίας). Αυτή η συμφωνία μεγεθύνει τους προβληματισμούς του Τελ Αβίβ κυρίως εξαιτίας της ανέλεγκτης δράσης του Ιράν στην περιοχή. «Μήπως η νέα ζώνη των 20 χλμ. παρέχει στην Τεχεράνη την δυνατότητα να τοποθετεί τις δυνάμεις της σε όλα τα σημεία της παραμεθόριας περιοχής, με τρόπο που θα απειλεί την ασφάλεια του Ισραήλ;», είναι το ερώτημα που προβληματίζει σήμερα το γειτονικό Τελ Αβίβ.

Υπό το πρίσμα των προαναφερόμενων, κυρίως από την σκοπιά της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου προκύπτουν δυο σημαντικά ερωτήματα. Πρώτον, με πιο τρόπο καλείται η περιοχή μας να προσεγγίσει και να διαχειριστεί την «επιστροφή» του Ιράν; Με μια πολεμική αντιπαράθεση ή με μια διπλωματικής υφής προσέγγιση; Δεύτερον, σε περίπτωση που επιλέξουμε την δεύτερη στρατηγική, ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στις αδυναμίες και τα «λάθη» της Τεχεράνης; Με πιο απλά λόγια, ποια θα πρέπει να είναι η στάση που θα τηρήσουμε απέναντι στα ιμπεριαλιστικά ανακλαστικά και στις επιπτώσεις της θεοκρατίας και θρησκευτικού φανατισμού του Ιράν;

Προσωπικά πιστεύω ότι η πρώτη επιλογή της πολεμικής αναμέτρησης, την οποία «τρέχουν» να υιοθετήσουν κάποιοι διπλωμάτες και αξιωματούχοι στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ και στην Σαουδική Αραβία δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα. Το Ιράν θα εξακολουθήσει να υφίσταται σε αυτή την περιοχή, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης αναμέτρησης.

Για αυτό τον λόγο, η διπλωματική διαχείριση της όλης υπόθεσης παραμένει ως η μοναδική, λογική επιλογή της περιοχής.

Τι είδους διπλωματική προσέγγιση θα μπορούσε να δρομολογηθεί την στιγμή που το Ιράν, πρώτοναντιμετωπίζει με αυταρχισμό τις μερίδες της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του, δεύτερον προωθεί τον σιιτικό επεκτατισμό στην περιοχή και τρίτονεξακολουθεί να επιμένει στον στόχο της τελικής «εξόντωσης» του «σιωνιστικού κράτους»; Πρόκειται για ένα εύλογο και «δύσκολο» ερώτημα για το οποίο δεν υπάρχουν «σίγουρες» και «εύκολες» απαντήσεις. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι το πρωταρχικό μας μέλημα θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη του διαλόγου και της συνεργασίας (κοινωνικοοικονομικής) με όλες τις μερίδες της «πλούσιας» και εντυπωσιακής ιρανικής κοινωνίας.

Η δημιουργία μιας οικονομικής ευμάρειας η οποία με την σειρά της θα έχει ταξικό αντίκτυπο σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, σε συνδυασμό με τον διάλογο θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εκείνα τα «θαύματα», τα οποία ψάχνει πλέον η περιοχή μας απεγνωσμένα, έτσι ώστε να αποφύγει την επανάληψη των όσων συνέβησαν το Καλοκαίρι του 1914 στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
X