ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πως βλέπει η Αγκυρα την Κύπρο και την Ελλάδα

Σε λίγες ημέρες, εκτός απροόπτου, ο Πρόεδρος της Τουρκίας θα πραγματοποιήσει σημαντικές επαφές και συζητήσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων, μαζί με άλλα θέματα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις, θα βρεθούν και οι εξελίξεις στο Κυπριακό. Παράλληλα, με τις επαφές του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και Τουρκίας, κατά διαστήματα πραγματοποιούν συναντήσεις και συζητούν τις εξελίξεις στις διμερείς σχέσεις. Εν ολίγοις, σε μια περίοδο που στο Κυπριακό οι εξελίξεις έχουν «παγώσει» εξαιτίας των προεδρικών εκλογών, Άγκυρα και Αθήνα εξακολουθούν να βολιδοσκοπούν τα περιθώρια για την ανάπτυξη του διαλόγου και της συνεργασίας.

Ως γνωστόν, από την περίοδο της ανάδειξης του Μουσταφά Ακιντζί μέχρι σήμερα, η συγκεκριμένη στήλη έχει υπογραμμίζει την άποψη ότι η Αθήνα και κυρίως η Λευκωσία δεν έχουν το προνόμιο να αγνοούν τους βασικούς προβληματισμούς της «άλλης πλευράς». Δεν είναι δυνατόν εν έτη 2017 να εξακολουθούμε να προσεγγίζουμε τα βασικά προβλήματα στις διμερείς σχέσεις αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα των δικών μας θέσεων και «πιστεύω». Με μπούσουλα αυτό το σκεπτικό, πραγματοποιώ παρακάτω μια μικρή αναφορά-ανασκόπηση στους βασικούς προβληματισμούς της Άγκυρας στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό κατά την νέα περίοδο. Τα συμπεράσματά μου βασίζονται στις πρόσφατες συζητήσεις με μια σειρά πηγών που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων στην «άλλη πλευρά».

Ξεκινάμε την ανασκόπηση μας με τις εξελίξεις που αφορούν την Δυτική Θράκη. Σε αυτό το πεδίο, η Άγκυρα προβάλλει την άποψη ότι το «κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς», δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η Άγκυρα ανάμενε «προοδευτικά» βήματα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία θα έλυναν πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι «Τούρκοι» πολίτες της Ελλάδας. Κατά την άποψη της Άγκυρας ο ΣΥΡΙΖΑ αντί των εν λόγω βημάτων δρομολόγησε πρωτοβουλίες οι οποίες επιδεινώνουν την γενική εικόνα. Για παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση της Ελλάδας σχετικά με την «υπόθεση των μουφτήδων», εκλαμβάνεται από την Άγκυρα ως «αρνητικό σημάδι». Επιπροσθέτως, η Άγκυρα υπενθυμίζει στην ελληνική κυβέρνηση ότι εκκρεμεί ακόμη η λειτουργία του πρώτου τεμένους στην Αθήνα.

Στο ζήτημα των «τρομοκρατών του ΦΕΤΟ», η Άγκυρα εξακολουθεί να εκφράζει την πικρία της για το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Πρόεδρο Ερντογάν λίγες ώρες μετά το πραξικόπημα ότι θα επιστρέψει στην Τουρκία τους πραξικοπηματίες οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα.

Στα ζητήματα του Αιγαίου, παρά την ένταση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα σε αέρα και θάλασσα, η τουρκική πλευρά επιλέγει μια πιο «προσεκτική» στάση. «Στην διπλωματία οι επιλογές και οι λύσεις ποτέ δεν τελειώνουν. Οι οδοί του διαλόγου παραμένουν ανοικτοί αρκεί να το επιθυμούν και οι δυο πλευρές», επισημαίνουν οι πηγές μας οι οποίες σπεύδουν να υποβαθμίσουν την σημασία της πρόσφατης έντασης. Χαρακτηριστικά οι πηγές μας αναφέρουν ότι: «Η ελληνική πλευρά γνωρίζει πολύ καλά ότι σε αυτό το πεδίο η Άγκυρα τηρεί ήπιους τόνους. Σε αντίθεση με την τουρκική αντιπολίτευση, η Άγκυρα δεν μετατρέπει σε μεγάλη κρίση την ανάπτυξη ελληνικών δυνάμεων σε νησιά και νησίδες που διεκδικεί η χώρα μας ή των οποίων η αποστρατικοποίηση προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες. Παράλληλα η Άγκυρα συνεργάζεται με την Αθήνα στο μεταναστευτικό, ενώ άλλου είδους παρασκηνιακές συνεργασίες μεταξύ των δυο χωρών, λύνουν πολλά προβλήματα».

Τέλος, στην περίπτωση του Κυπριακού, η τουρκική πλευρά προβάλλει την άποψη ότι «η λύση είναι εφικτή αρκεί η ε/κ πλευρά να δείξει βούληση και η Αθήνα να μην παρασυρθεί πίσω από τον εθνικισμό και τον σωβινισμό». Σύμφωνα με τις πηγές μας η τουρκική πλευρά δεν αποκλείει την επιστροφή περιοχών της Πράσινης Γραμμής, κυρίως της Μόρφου, και τάσσεται υπέρ ενός μεταβατικού σχεδίου για την αποστρατικοποίηση του νησιού. Στο ερώτημα «δηλαδή μετά από 10 ή 15 χρόνια ο τουρκικός στρατός θα αποτελεί παρελθόν για την Κύπρο;», οι πηγές μας απαντούν με διπλωματικές μανούβρες, τονίζοντας ότι «σε κάθε περίπτωση, αν και εφόσον το επιθυμεί η τ/κ πλευρά, θα διαιωνιστούν τα ειδικά δεσμά της τ/κ κοινότητας με την τουρκική μητέρα πατρίδα». Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσο «θα μπορούσαν αυτά τα ειδικά δεσμά να λάβουν την μορφή μιας στρατιωτικής βάσης» οι πηγές μας τονίζουν ότι είναι πολύ νωρίς για να συζητηθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο όμως παραμένει ανοιχτό. Η εφαρμογή της αρχής της πολιτικής ισότητας σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις βαθμίδες του ομόσπονδου κράτους αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Άγκυρα και την τ/κ ηγεσία οι οποίες επιμένουν ότι κατανοούν τις ευαισθησίες της ε/κ πλευράς στο ζήτημα της επιστροφής προσφύγων.

Όπως είναι αναμενόμενο, η Αθήνα και η Λευκωσία βρίσκουν πολλά προβληματικά σημεία στις προαναφερόμενες τουρκικές θέσεις. Παράλληλα, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουμε από τις πηγές μας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι τουρκικές θέσεις σε μια σειρά άλλων, θεμάτων όπως η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, δεν πρόκειται να βρουν σύμφωνη την ελληνική διπλωματία. Μέσα στα εν λόγω πλαίσια η Αθήνα και η Λευκωσία καλούνται να αποφασίσουν για την στάση που θα τηρήσουν στις σχέσεις τους με την Άγκυρα.

Ορισμένοι εκ των υποψήφιων στις κυπριακές προεδρικές εκλογές προτείνουν την τήρηση μιας «αποφασιστικής στάσης» η οποία θα επιδιώξει να «τιμωρήσει» την Τουρκία ενώπιον των διεθνών παραγόντων. Δύναται όμως μια στρατηγική η οποία δεν απέδωσε στο παρελθόν να φέρει θετικά αποτελέσματα στο μέλλον; Αν η απάντηση μας στο εν λόγω ερώτημα είναι «όχι», τότε έχουμε τρεις επιλογές στην νέα περίοδο. Πρώτο, να συνεχίσουμε να διαχειριζόμαστε την διάσταση απόψεων στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό με την ελπίδα ότι η ένταση θα είναι ελεγχόμενη και ότι τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης θα ανοίξουν σταδιακά τον δρόμο για ένα καλύτερο αύριο.

Δεύτερο, να εισέλθουμε σε μια συνολικής υφής διαδικασία πάρε-δώσε στα ελληνοτουρκικά, μια προοπτική την οποία δεν αποκλείει η τουρκική πλευρά. Και τρίτο, το προς το παρόν δυστυχώς απομακρυσμένο ενδεχόμενο να δρομολογήσουμε μια διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, ένα διάλογο στον οποίο θα λάβουν ενεργά μέρος οι κοινωνίες των πολιτών, η εργατιά, τα πανεπιστήμια, οι κοινωνικοί φορείς, τα κόμματα κ.ο.κ. και από τις δυο όχθες του Αιγαίου και της Πράσινης Γραμμής. Προσωπικά πιστεύω ότι το πρώτο σενάριο είναι το επικρατέστερο, και ας μην το υποστηρίζω…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ