ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ψυχραιμία

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα φτάνουν στο συγκεκριμένο μέσο από την Άγκυρα «ανησυχητικές» πληροφορίες που αφορούν το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Παρόμοιες πληροφορίες βρίσκουν και σε άλλα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Στο σύνολο τους, οι πηγές της "Κ" στην Τουρκία αναφέρονται στον μεγάλο προβληματισμό της τουρκικής πλευράς σε ότι αφορά το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού. Κάποιες πηγές προχωρούν ένα βήμα πιο πέρα και προειδοποιούν για την επιδείνωση της όλης κατάστασης, με την τουρκική πλευρά να μην αποκλείει κανένα σενάριο τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στα πλαίσια των προαναφερόμενων πληροφοριών προκύπτουν μια σειρά κρίσιμης σημασίας ερωτημάτων. Πρώτων, πως επεξηγείται ο νέος εκνευρισμός της Άγκυρας στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό; Δεύτερον, μήπως τα αυστηρά μηνύματα της Άγκυρας σχετίζονται αποκλειστικά με την προεκλογική περίοδο στην Τουρκία; Τρίτον, αν όχι, ποιοι άλλοι παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις νέες εξελίξεις; Τέταρτον, πως θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο η νέα ένταση;

Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα, στην τουρκική πρωτεύουσα, καλά ενημερωμένες πηγές μας παρέχουν την εξής απάντηση: Σε συνδυασμό με το αδιέξοδο στο ζήτημα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών η κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα είχε ως αποτέλεσμα την ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα. Τους τελευταίους μήνες οι δυο χώρες ανταλλάσσουν προκλητικά μηνύματα και προχωρούν σε επίδειξη ισχύος σε πολλά πεδία. Σαν δεν έφταναν όλα αυτά, το ζήτημα των δυο κρατούμενων Ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη έρχεται να περιπλέξει τις εξελίξεις. Και αυτό συμβαίνει την στιγμή που η κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ τείνει να λάβει διαστάσεις. Στην Άγκυρα η πολιτική ηγεσία έχει σχηματίσει την άποψη ότι «η ελληνική πλευρά επιχειρεί να επωφεληθεί από το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχει οδηγηθεί η Άγκυρα σε πολλά μέτωπα, μετά το πραξικόπημα του 2016». Ως γνωστόν, σε Αθήνα και Λευκωσία, η ερμηνεία που δίνεται για τις τελευταίες εξελίξεις αντικρούει τα παραπάνω επιχειρήματα της Τουρκίας και εστιάζει στην «τουρκική προκλητικότητα».

Σε ότι αφορά το δεύτερο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι το εξής: Σε μια περίοδο που τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο τουρκικό προεκλογικό προσκήνιο (εκτός από μερικές, προεκλογικού και προπαγανδιστικού τύπου εξάρσεις), δεν είμαστε σε θέση να συσχετίσουμε εξ’ολοκλήρου την ένταση στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό με τις τουρκικές εκλογές. Όπως άλλωστε, δεν θα πρέπει να αναμένουμε άμεση ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων μετά τις εκλογές, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τους. Τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στο Κυπριακό η κρίση λαμβάνει διαστάσεις και μάλιστα, τείνει να λάβει περιφερειακές διαστάσεις την στιγμή που οι πολιτικές ηγεσίες αντιμετωπίζουν με καχυποψία και ανησυχία η μια την άλλη.

Τρίτον, ποιοι λοιπόν, άλλοι παράγοντες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην νέα ένταση; Συνοψίζοντας παραθέτουμε τους εξής παράγοντες: Η συσσώρευση μεγάλων προβλημάτων που απασχολούν τις εμπλεκόμενες πλευρές εδώ και δεκαετίες, η ανάδυση νέων προβληματικών παραγόντων-πεδίων όπως λ.χ. το φυσικό αέριο, η αλλαγή συσχετισμού ισχύος σε παγκόσμιο διπλωματικό πεδίο, νέοι παράγοντες αστάθειας (οικονομική κρίση, μετανάστευση) και φυσικά τα προβλήματα, μέσα στα οποία έχει βυθιστεί η Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια.

Τέλος, προκύπτει το ερώτημα, το οποίο αφορά την συνολική αντιμετώπιση αυτής της συστημικής κρίσης. Εφόσον δεν υπάρχει μια «μαγική τομή» για την άμεση και συνολική διευθέτηση των προβλημάτων στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, τι είδους στρατηγική θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εμπλεκόμενες πλευρές, για να μην ξεφύγει η κρίση από τον έλεγχο; Απαντώντας στο συγκεκριμένο ερώτημα, ο πρώτος παράγοντας που ξεχωρίζει είναι ψυχολογικής υφής. Σε Άγκυρα, Λευκωσία (και δυο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής) και στην Αθήνα χρειαζόμαστε ψύχραιμες προσεγγίσεις. Παράλληλα, χρειαζόμαστε συνολική εμπλοκή των πολιτικών πρωταγωνιστών, και πρώτα από όλα διάλογο, τόσο σε πολιτικό όσο και σε λαϊκό-κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, χρειαζόμαστε εμπειρογνώμονες, Τουρκολόγους, γνώστες του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής και τουρκικής γλώσσας που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις και είναι έτοιμοι να αναλάβουν διπλωματικές, ακαδημαϊκές και κοινωνικοπολιτικές πρωτοβουλίες και στις δυο όχθες του Αιγαίου. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές ηγεσίες καλούνται να καταλήξουν άμεσα σε μαγικές τομές που θα εξισορροπούν ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη για την τήρηση και τον σεβασμό της Συνθήκης της Λωζάνης (παρά τα χτυπήματα που έχει δεχθεί) και την ανάγκη για την συνολική και διεξοδική διευθέτηση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Η ίδια ανάγκη ξεχωρίζει και στο Κυπριακό. Με λίγα και απλά λόγια, χρειαζόμαστε ψύχραιμες και συμβιβαστικού τύπου λύσεις.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
X