ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Συνέδριο Ε.Ε.: «Μερική μόνον η επιτυχία των μνημονίων»

Απουσίασε η αναπτυξιακή στρατηγική

Kathimerini.gr

ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ

Τα τρία μνημόνια προσαρμογής που έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα από το 2010 έχουν εκπληρώσει μόνο σε «περιορισμένο βαθμό» τον στόχο τους καθώς το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε περισσότερο από ένα τέταρτο με την Ελλάδα να μην επιστρέφει στην ανάπτυξη, το χρέος αυξήθηκε, και οι τράπεζες ακόμα «έχουν περιορισμένη ικανότητα να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία» είναι τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου που παρουσιάστηκε σήμερα στις Βρυξέλλες με τίτλο «παρέμβαση της Επιτροπής στην ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση».

Η έκθεση κρίνει τον ρόλο που έπαιξε η Ε. Επιτροπή στα τρία προγράμματα διάσωσης που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν συνεργάστηκε για την έκθεση αυτή) ενώ δεν κρίθηκε ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Ευρωπαϊκου Μηχανισμού Στήριξης ή των ελληνικών αρχών. Στην έκθεση τονίζεται ότι τα προγράμματα δεν κατάφεραν να αποκαταστήσουν την πρόσβαση της χώρας στις αγορές τονίζει καθώς η χώρα εξακολουθεί να απαιτεί εξωτερική οικονομική στήριξη ενώ οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων επετεύχθησαν μόνο σε περιορισμένο βαθμό.

Η ιδιαίτερα αναλυτική 130 σέλιδη έκθεση που γίνεται για πρώτη φορά προέκυψε ύστερα από πρόσβαση σε μία σειρά εγγράφων και συνεντεύξεων με τους βασικούς πρωταγωνιστές των προγραμμάτων στις Βρυξέλλες αλλά και στην Αθήνα. Βασική κριτική που αναφέρεται είναι ότι τα προγράμματα παρά τους σαφείς μεσοπρόθεσμους στόχους δεν “υποστηρίχθηκαν από μια γενική αναπτυξιακή στρατηγική που θα μπορούσε να επεκταθεί πέρα ​από τα προγράμματα”. Τα δύο προηγούμενα προγράμματα δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές ενώ οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων επετεύχθησαν μόνο σε περιορισμένο βαθμό.

«Τα προγράμματα προώθησαν μεταρρυθμίσεις και αποσόβησαν τον κίνδυνο η Ελλάδα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, η ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθεί να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα», δήλωσε ο Baudilio Tomé Muguruza, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.

Κατά την έναρξη του ελληνικού προγράμματος, η Επιτροπή δεν διέθετε πείρα στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος και χρειάστηκε ένας χρόνος για να δημιουργηθεί μία διαδικασία που θα ακολουθείτο. Ακόμα όμως και όταν η “η Επιτροπή ανέπτυξε ένα λειτουργικό σύστημα για την αξιολόγηση των όρων, διαπιστώσαμε συνεπακόλουθες αδυναμίες, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” αναφέρει η έκθεση.

Η έκθεση τονίζει ότι παρόλο που οι μεταρρυθμίσεις σε φορολογική και δημόσια διοίκηση οι οποίες έφεραν δημοσιονομικά οφέλη “η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ήταν πολύ πιο αδύναμη”. Κατά την έναρξη του ελληνικού προγράμματος η Επιτροπή δεν διέθετε πείρα στην διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος.

“Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και τη δημόσια διοίκηση είχαν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων, ωστόσο, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν απέφερε τους ίδιους καρπούς.” Η αγορά εργασίας κατέστη περισσότερο ευέλικτη και ανταγωνιστική, ενώ περαιτέρω μεταρρυθμίσεις αναμένονται με το τρίτο πρόγραμμα. “Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος αναδιαρθρώθηκε σημαντικά, ωστόσο, το κόστος της αναδιάρθρωσης αυτής υπερέβη τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ” λέει η έκθεση τονίζοντας ότι το ποσό αυτό διοχετεύθηκε στο τραπεζικό σύστημα και μικρό μόνο μέρος του μπορεί ενδεχομένως να ανακτηθεί. “Σε όλους τους τομείς πολιτικής, η υλοποίηση ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων κατέγραψε σημαντική καθυστέρηση ή δεν ήταν αποτελεσματική” ήταν από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης.

Μία άλλη βασική πρόκληση που αντιμετώπισαν τα προγράμματα προσαρμογής στην χώρα που δεν είχαν να κάνουν με την διαχείριση των θεσμών αυτή την φορά ήταν η πολιτική αστάθεια στην χώρα. Από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2015, η Ελλάδα πραγματοποίησε έξι εκλογές και μία αλλαγή κυβέρνησης χωρίς εκλογές τον Νοέμβριο του 2011 και κάθε κυβέρνηση χρειάστηκε “αρκετό χρόνο για να επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της και την προσέγγισή της στις μεταρρυθμίσεις”.

Συγχρόνως η έκθεση αναφέρει πως το δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2015 “συνέβαλε στην αβεβαιότητα για το μέλλον του προγράμματος και στην οικονομική αστάθεια”. Το πραγματικό χρονοδιάγραμμα των αξιολογήσεων του προγράμματος απομακρύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από το αρχικό τριμηνιαίο χρονοδιάγραμμα, αντανακλώντας τις καθυστερήσεις υλοποίησης και τις δυσκολίες επίτευξης συμφωνίας για νέα μέτρα.

Η έκθεση επικεντρώνεται σε τέσσερα βασικά σημεία.

Πρώτον στην φορολογία. Στην έκθεση εντοπίζονται αδυναμίες συντονισμού μεταξύ των πολιτικών και αναφέρεται ότι “παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την απότομη μείωση του κόστους εργασίας, οι τιμές δεν μειώθηκαν επαρκώς μέχρι το 2013”. Το γεγονός ότι στην αρχή του προγράμματος το βασικό βάρος έπεσε στην δημοσιονομική εξυγίανση και την μείωση του τεράστιου ελλείμματος είχε ως αποτέλεσμα οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις να μην γίνουν όπως έπρεπε. Συγχρόνως οι περιορισμένες μειώσεις τιμών ήταν αποτέλεσμα των υψηλότερων έμμεσων φόρων που χρειάστηκαν να επιβληθούν για την δημοσιονομική εξυγίανση.

Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισαν και οι τράπεζες καθώς τα δημοσιονομικά μέτρα που πάρθηκαν δεν είχαν αξιολογηθεί στο κατά πόσο θα επηρέαζαν τους οφειλέτες και τα δάνεια. “ Για παράδειγμα, δεν υπήρξε ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι υψηλότεροι επαναλαμβανόμενοι φόροι επί ακινήτων θα έπλητταν τις τιμές των ακινήτων και τα στεγαστικά δάνεια” αναφέρει η έκθεση χαρακτηριστικά. Συγχρόνως δεν υπήρξε καμία εκτίμηση του κινδύνου για το “πώς τα φορολογικά μέτρα (π.χ. περικοπές δαπανών σε σχέση με τις αυξήσεις των φορολογικών εσόδων) και η χρονική αλληλουχία τους θα επηρέαζαν την αύξηση του ΑΕΠ, τις εξαγωγές και την ανεργία”.

Στα εργασιακά η έκθεση διαπιστώνει πως έγινε πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική ενώ σημαντική ήταν προσαρμογή του μοναδιαίου κόστους εργασίας. “Η μείωση κατά 14,1 %του κόστους αυτού κατά την περίοδο 2010-2015 ήταν η υψηλότερη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Ωστόσο, στόχος του δεύτερου προγράμματος ήταν η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά περίπου 15 % για την περίοδο 2012-2014.”Σε πολλές περιπτώσεις, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας είτε καθυστέρησαν είτε οι προθεσμίες αυτές δεν τηρήθηκαν καθόλου.

Στις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης “εκπλήρωσαν τον στόχο των προγραμμάτων περί μείωσης του κόστους.” Έγινε εφαρμογή του κανόνα «μία πρόσληψη ανά πέντε αποχωρήσεις» για τις νέες προσλήψεις, της μείωσης της απασχόλησης συμβασιούχων υπαλλήλων και των προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Ο αριθμός των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση μειώθηκε κατά περισσότερους από 225 000 στο διάστημα 2009-2015 . Όμως οι διαρθρωτικές μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης είχαν περιορισμένης στήριξης σε εθνικό επίπεδο και επηρεάστηκαν αρνητικά από την πολιτική αστάθεια και για αυτό “απέφεραν πολύ λιγότερα απτά αποτελέσματα από ό,τι τα δημοσιονομικά μέτρα. Τα πρώτα προγράμματα σημείωσαν περιορισμένη πρόοδο όσον αφορά την αναδιοργάνωση των δημόσιων φορέων, τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων και την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης” αναφέρει η έκθεση.

Στον τομέα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας “τα προγράμματα εξασφάλισαν βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απότομη επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, κυρίως λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων και η ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία περιορίστηκε”.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα συμπεράσματα της έκθεσης όσον αφορά την παρακολούθηση της υλοποίησης του προγράμματος . “Παρά την συνεχή παρακολούθηση της Επιτροπής της υλοποίησης του προγράμματος εντοπίσαμε αδυναμίες όπως μη ακριβείς αξιολογήσεις” ενώ παρόλο που η Επιτροπή μπόρεσε να παρακολουθήσει την νομοθέτηση των μέτρων δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων”.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X