ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σφυγμομετρώντας την κατοχή στην «πόλη-φάντασμα» της Δυτικής Όχθης

Ομάδα δημοσιογράφων από την Κύπρο στη Λωρίδα της Γάζας

ΚΥΠΕ

Μια ομάδα βετεράνων του ισραηλινού στρατού τάσσεται υπέρ του τερματισμού της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών, σε μια προσπάθεια να πείσει την ευρύτερη ισραηλινή κοινωνία ότι η κατοχή έχει τίμημα και δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί.

Η οργάνωση «Σπάζοντας τη σιωπή» ξεκίνησε το 2004 να μιλά ανοιχτά για τις εμπειρίες των βετεράνων κατά τη διάρκεια της θητείας τους, την περίοδο της δεύτερης Ιντιφάντας από το 2000 και μετά, ενώ επικεντρώνεται στη συλλογή μαρτυριών από όσους υπηρέτησαν στα κατεχόμενα εδάφη. «Η σιωπή που πρέπει να σπάσει είναι αυτή της ισραηλινής κοινωνίας» σε σχέση με όσα τεκταίνονται στα κατεχόμενα, λέει ο Αχιγιά Σατς, εκπρόσωπος Τύπου της οργάνωσης.

Μιλώντας την Τετάρτη σε ομάδα δημοσιογράφων από την Κύπρο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είπε ότι ο ίδιος αποφάσισε να καταθέσει τη μαρτυρία του, διότι «η κατοχή είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να συζητάμε». Εξήγησε ότι «μια μερίδα Ισραηλινών βλέπουν την κατοχή ως λύση, όμως η κατοχή είναι το πρόβλημα».

Αν η ισραηλινή κοινωνία επιθυμεί τη συνέχιση της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών, τότε θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει ποιο είναι το τίμημα, πρόσθεσε. «Δεν μπορείς να ωραιοποιήσεις την κατοχή», ούτε να την καταστήσεις ηθικά αποδεκτή καθώς «τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται», είπε.

Οι δηλώσεις του κ. Σατς έγιναν στη Χεβρώνα, μια πόλη στη Δυτική Όχθη που βρίσκεται 30 χλμ. νοτίως της Ιερουσαλήμ. Από τη σύστασή της, η οργάνωση «Σπάζοντας τη σιωπή» πραγματοποιεί συχνά ξεναγήσεις στο κέντρο της παλιάς πόλης, που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Όπως λέει ο εκπρόσωπος της, η επιλογή της πόλης δεν είναι τυχαία, καθώς «εδώ μπορούμε να δούμε την κατοχή, είναι σαν ένας μικρόκοσμος».

Η Χεβρώνα αριθμεί σήμερα περίπου 200.000 Παλαιστίνιους κατοίκους και αρκετές χιλιάδες Ισραηλινών εποίκων που ζουν τριγύρω, όσο και στους πέντε εποικισμούς εντός του ιστορικού κέντρου. Πόλη με ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για Εβραίους και Μουσουλμάνους, η Χεβρώνα αποτέλεσε το 1994 θέατρο μιας αιματηρής επίθεσης, όταν ο έποικος Μπαρούχ Γκολντστάιν άνοιξε πυρ κατά Μουσουλμάνων προσκυνητών, σκοτώνοντας 29 και τραυματίζοντας άλλους 200.

Μετά τις συμφωνίες του Όσλο, ακολούθησε το 1997 η συμφωνία για τη διαίρεση της Χεβρώνας σε δύο τομείς, τον τομέα Η1 υπό παλαιστινιακό έλεγχο και τον Η2 υπό ισραηλινό έλεγχο. Εξαιτίας αυτής της διαίρεσης, περίπου 30.000 Παλαιστίνιοι εμπίπτουν στον τομέα Η2 και ζουν υπό έντονη στρατιωτική παρουσία, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των περίπου 850 εποίκων. Ταυτόχρονα ο αριθμός των Παλαιστινίων κατοίκων φθίνει.

Μεταξύ των επιπτώσεων από τη δεύτερη Ιντιφάντα ήταν η επιβολή απαγόρευσης στη διέλευσης των Παλαιστινίων από κύριες οδικές αρτηρίες της παλιάς πόλης, ενώ η άλλοτε πολυσύχναστη αγορά κατά μήκος της οδού Αλ Σουχάντα ερημώθηκε. Τα καταστήματα σφραγίστηκαν, η οδός μετονομάστηκε σε «Βασιλιά Δαυίδ» και το κέντρο θυμίζει έκτοτε «πόλη-φάντασμα».

Σύμφωνα με στοιχεία της ισραηλινής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων “B’TSELEM”, το 42% των σπιτιών στο κέντρο της Χεβρώνας εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους πριν και κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντας, ενώ την ίδια περίοδο έκλεισε το 77% των επιχειρήσεων.

Όσοι αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, υπόκεινται σε προκλήσεις, περιορισμούς, αλλά και βία, σε κάποιες περιπτώσεις, από την πλευρά των εποίκων. Σύμφωνα με τον κ. Σατς, το τελευταίο καθίσταται εφικτό από το διαφορετικό νομικό καθεστώς που ισχύει στα κατεχόμενα εδάφη – Ισραηλινός νόμος για τους Ισραηλινούς, στρατιωτικός για τους Παλαιστίνιους – με τις επιπτώσεις να είναι ετεροβαρείς.

Διευκρινίζει ότι η αποστολή των στρατιωτών στα κατεχόμενα εδάφη έχει να κάνει μόνο με την ασφάλεια των εποίκων, όχι των Παλαιστινίων. Το βασικό ερώτημα, συνεχίζει, είναι κατά πόσο όλο αυτό έχει να κάνει με την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ. «Μόλις ανοίξει αυτή η πόρτα, τότε [το αφήγημα] καταρρέει και βλέπεις ότι η πολιτική αποσκοπεί στη διατήρηση και όχι στον τερματισμό της κατοχής» σημειώνει.

Η δημόσια ανακίνηση του θέματος αποτελεί για τον κ. Σατς «πατριωτικό καθήκον», η απόφασή όμως για αυτό πάρθηκε μέσα από μια μακρά διεργασία. Ο ίδιος ο Αχιγιά Σατς μεγάλωσε σε ένα θρησκευόμενο περιβάλλον και υπηρέτησε στην επίλεκτη μονάδα “Duvdevan” του ισραηλινού στρατού, στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.

Πριν από το «σπάσιμο της σιωπής» λέει ότι έπρεπε να προηγηθεί μια διαδικασία αμφισβήτησης, έως ότου αποφασίσει να ανακινήσει το θέμα στην κοινή γνώμη. Πλέον είναι πεπεισμένος πως «το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να τερματίσουμε την κατοχή».

Ερωτηθείς για τις συνέπειες της απόφασής του, κάνει λόγο για θεσμικές και κοινωνικές πιέσεις, ενώ όπως λέει, αρκετοί γνωστοί του απομακρύνθηκαν. Σε κάποιες περιπτώσεις, συνεχίζει, υπήρξαν ακόμη και οργανωμένες εκστρατείες δυσφήμησης εναντίον κάποιων μελών.

Η οργάνωση δεν πρεσβεύει τον αντιμιλιταρισμό και όπως λέει ο εκπρόσωπός της, τάσσεται υπέρ του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Όμως στα κατεχόμενα εδάφη, ο στρατός υπερασπίζεται εποίκους και όχι το κράτος, συμπληρώνει.

Σε μια απόληξη της οδού Αλ Σουχάντα, ο Αμπέντ Σαλαμέ έχει μόλις περάσει από το οδόφραγμα 56, ένα από τα πολλά που περιβάλλουν τη Χεβρώνα. Ο 25χρονος δάσκαλος στο τοπικό παλαιστινιακό σχολείο «Κούρτουμπα» διαμένει στον κύριο δρόμο της παλιάς πόλης και αναγκάζεται να διέλθει από το οδόφραγμα αρκετές φορές κάθε μέρα, για ψώνια ή για να συναντήσει φίλους.

Κάποιες φορές η διέλευση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 4 ώρες και όπως λέει, είναι πιο σύντομο να πάει κανείς στη Γερμανία, παρά στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος. Θυμάται μάλιστα ένα περιστατικό που συνέβη πριν από 5-6 χρόνια, όταν μια έγκυος γυναίκα αναγκάστηκε να γεννήσει επί τόπου, καθώς δεν της επέτρεψαν τη διέλευση.

Ο πατέρας του ήταν ράφτης στο επάγγελμα, όμως το κατάστημά του στην Αλ Σουχάντα σφραγίστηκε, όπως και αυτό του θείου του. Τα ποσοστά της ανεργίας είναι τεράστια, και σύμφωνα με τον κ. Σαλαμέ μπορεί να αγγίζουν το 80% εντός του τομέα Η2.

«Οι άνθρωποι που ζουν εδώ δεν έχουν ούτε τα βασικά δικαιώματα» λέει, ενώ φοβάται για την πιθανότητα κάποια μέρα το σπίτι, που ανήκει στην οικογένειά του τα τελευταία 500 χρόνια, να κατασχεθεί.

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση