ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η «Κ» στον μεγαλύτερο προσφυγικό καταυλισμό του πλανήτη

Ιστορίες απόγνωσης στο πάμπτωχο Μπανγκλαντές

Kathimerini.gr

Στη μέση του λασπωμένου δρόμου του Κουτουπαλόνγκ, του μεγαλύτερου προσφυγικού καταυλισμού που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, μια γυναίκα λιποθυμάει μπροστά μου. Είναι εξαντλημένη και αφυδατωμένη, καθώς μόλις πριν από μία εβδομάδα άφησε το χωριό της στη Μιανμάρ για να βρει καταφύγιο εδώ, στο γειτονικό Μπανγκλαντές.

Τη μεταφέρουν στην άκρη του δρόμου και, όταν συνέρχεται, η 35χρονη Αμανγέρμπον αρχίζει να αφηγείται την ιστορία της. Μου δείχνει τον στεγνό λεκέ από αίμα στη μοβ μπλούζα της, «είναι από τη σφαίρα που πέρασε ξυστά από το πλαϊνό μέρος του κεφαλιού μου», λέει και τραβάει το μαντίλι που φοράει για να φανεί η πληγή που είναι ακόμα φρέσκια.

Αν και η ίδια κατάφερε να ξεφύγει ζωντανή από τον στρατό της χώρας της, δεν είχαν την ίδια τύχη ο άνδρας της και ο δεκατετράχρονος γιος της. «Είδα τους στρατιώτες να τους δολοφονούν μπροστά μου», λέει, και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.

Εδώ και δύο εικοσιτετράωρα που βρίσκεται στο Μπανγκλαντές, η Αμανγέρμπον περιπλανιέται χαμένη στον αχανή καταυλισμό. Μας λέει ότι δεν έχει φάει τις τρεις τελευταίες μέρες, δεν έχει πού να μείνει, ενώ έχει χάσει και τις πέντε κόρες της με τις οποίες πέρασε τα σύνορα. Καθώς μας αφηγείται την ιστορία της, δύο εθελόντριες που την ακούν, τη σηκώνουν και τη μεταφέρουν για να της δώσουν τα βασικά. Και αυτές φαίνονται εξουθενωμένες από την κούραση, καθώς οι ανάγκες που πρέπει να ικανοποιήσουν είναι τεράστιες. Όσο τραγικά και να ακούγονται αυτά που μας είπε, δεν ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά που ακούγαμε για δύο ημέρες.

Η Γιασμίν δεν ξέρει αν ο άνδρας της ζει ή έχει σκοτωθεί, καθώς οι γονείς της δολοφονήθηκαν από τον στρατό και αυτή βρίσκεται με τις τρεις μικρές της κόρες σε μια σκηνή απολύτως μόνη της. Ο Αγιετολάχ είναι 17, θέλει να γίνει μηχανικός, αλλά τώρα στον καταυλισμό δεν μπορεί να πάει σχολείο. Είδε τον μπαμπά του και τον αδερφό του να σκοτώνονται από τον στρατό.

Βιασμοί γυναικών μπροστά στα μάτια των παιδιών τους, εμπρησμοί ολόκληρων χωριών και μαζικές δολοφονίες που διαπράττονται από τον στρατό της Μιανμάρ είναι οι μαρτυρίες που κουβαλάει μαζί της η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια.

Οι ανάγκες

Μαζί με τον Ευρωπαίο επίτροπο για Ανθρωπιστική Βοήθεια Χρήστο Στυλιανίδη και την ομάδα του, που έχει έρθει για να αποτιμήσει την κατάσταση και να καταγράψει τις ανάγκες, αυτό που αντικρίζουμε με το που φτάνουμε στον προσφυγικό καταυλισμό Κουτουπαλόνγκ μάς αφήνει με ανοικτό το στόμα. Οπου και να κοιτάξουμε υπάρχουν τέντες –εκατοντάδες τέντες και πρόχειρες κατασκευές– τοποθετημένες άναρχα, για να στεγάσουν όπως όπως 200.000 ανθρώπους.

Η συνεχής ροή αφίξεων και ο περιορισμένος χώρος έχουν αναγκάσει τον καταυλισμό να ενωθεί και με τα γύρω προσφυγικά στρατόπεδα, δημιουργώντας ένα ευρύτερο «mega camp» – όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, και θεωρείται ό,τι χειρότερο σύμφωνα με τους ειδικούς. Στην περιοχή φιλοξενούνται πλέον, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ροχίνγκια.

«Είμαι σοκαρισμένος από το μέγεθος των καταυλισμών, τον αριθμό των ανθρώπων, των οποίων οι ανάγκες αλλά και τα τραύματα είναι πέρα από κάθε φαντασία», λέει ο κ. Στυλιανίδης, που δεν σοκάρεται εύκολα καθώς ως επίτροπος έχει επισκεφθεί τους μεγαλύτερους και χειρότερους προσφυγικούς καταυλισμούς στον κόσμο.

Εδώ όμως οι ελλείψεις είναι τεράστιες. Σε φαγητό, στέγη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ η οργάνωση των πλέον βασικών δομών, από το πού θα πάνε μόλις φτάσουν οι πρόσφυγες έως το πώς θα καταγραφούν, εξαιτίας του όγκου των αφίξεων, γίνεται με τεράστια δυσκολία.

Ο γαλλικής υπηκοότητας Λουκ Σερντέν, που βρίσκεται εδώ και ένα μήνα στους καταυλισμούς δουλεύοντας για την ανθρωπιστική βοήθεια της Ε.Ε., λέει ότι θα είναι «σχεδόν αδύνατον να συντηρηθεί αυτός ο αριθμός προσφύγων μεσοπρόθεσμα υπό αυτές τις συνθήκες» και περιγράφει τους καταυλισμούς σαν μια «επιδημιολογική ωρολογιακή βόμβα» έτοιμη να εκραγεί.

Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια σύγχρονη ιστορία δεν έχουν μεταφερθεί 600.000 πρόσφυγες μέσα σε μόλις 60 ημέρες. Πόσο μάλλον σε μια χώρα υποδοχής όπως το Μπανγκλαντές, που είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες και φτωχές στον κόσμο. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές, παρά την καλή θέληση που έχει επιδείξει, δεν δέχεται να αναγνωρίσει τους Ροχίνγκια ως πρόσφυγες.

«Έχουμε τη δυνατότητα να φροντίσουμε τα 160 εκατομμύρια κατοίκους του Μπανγκλαντές, αλλά όχι αρκετό φαγητό για να ταΐσουμε και τις 700.000 μεταναστών» που έχουν έρθει, δήλωνε η πρωθυπουργός Σέικ Χασίνα στα μέσα Σεπτεμβρίου, πριν ακόμα οι πρόσφυγες φτάσουν το ένα εκατομμύριο που είναι σήμερα. Κάνοντας έτσι σαφές ότι η επιβίωση αυτού του ενός εκατομμυρίου ψυχών βρίσκεται κυρίως στα χέρια των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων και όχι στα δικά της.

Συγχρόνως, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις που κάνει στην κυβέρνηση της Μιανμάρ αλλά και στη διεθνή κοινότητα για να βρεθεί πολιτική λύση, όλοι καταλαβαίνουν ότι οι πρόσφυγες που έχουν βρεθεί στο Μπανγκλαντές δεν προβλέπεται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους στο άμεσο μέλλον.

Στο περιθώριο

Οι μουσουλμάνοι Ροχίνγκια, που ζουν στη Μιανμάρ τουλάχιστον για χίλια χρόνια, άρχισαν να περιθωριοποιούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν οι στρατιωτικοί πήραν με πραξικόπημα την εξουσία σε μια χώρα όπου το 90% του πληθυσμού είναι βουδιστές. Σιγά σιγά, τους στερείται η ιθαγένεια, θεωρούνται παράνομοι μετανάστες και τους επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί στην ελευθερία κινήσεων. Η πρόσβαση σε ιατρική βοήθεια είναι ελάχιστη, αποκλείονται από τα σχολεία της χώρας, ενώ τα χωριά τους δέχονται επιθέσεις από τον στρατό.

Όταν ύστερα από 50 χρόνια, το 2015, η χούντα επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών, οι Ροχίνγια πανηγυρίζουν, καθώς θεωρούν ότι τα βάσανά τους έχουν τελειώσει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τις εκλογές θα τις κέρδιζε το διεθνές σύμβολο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κόρη του ιδρυτή της σύγχρονης Μιανμάρ, η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία βρισκόταν για 15 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό από τους στρατηγούς και το 1991 είχε βραβευθεί με το Νομπέλ Ειρήνης. Οι Ροχίνγκια είναι βέβαιοι ότι θα τους υποστηρίξει.

Η Σου Κι πράγματι κερδίζει το 2015 με τεράστιο ποσοστό τις εκλογές, ωστόσο συμφωνεί να μοιραστεί την εξουσία με τον στρατό, που παραμένει πανίσχυρος και στη σημερινή κυβέρνηση. Προεκλογικά μπορεί να δήλωνε πως «η Μύανμαρ διψάει για ειρήνη», δύο χρόνια αργότερα όμως δεν έχει κάνει τίποτα για να ενώσει τη χώρα.

Το νέο καθεστώς

Οι επιθέσεις στα χωριά των Ροχίνγκια εντάθηκαν με το νέο καθεστώς και οδήγησαν σε επιθέσεις αντιποίνων στις 25 Αυγούστου των μειονοτικών μουσουλμάνων σε αστυνομικά τμήματα με 9 αστυνομικούς νεκρούς (δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι δεν ήταν προβοκάτσια). Η κυβέρνηση βρίσκει την τέλεια ευκαιρία να ξεκινήσει μιας μεγάλης έκτασης εθνική εκκαθάριση των Ροχίνγκια. Παρά τις εκκλήσεις από διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες να περιορίσει ή ακόμα και να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, η μέχρι πρότινος υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αούνγκ Σαν Σου Κι δεν παίρνει καμία θέση.

Διπλωμάτες τονίζουν ότι όσοι την πιέζουν να πάρει θέση θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση από τον στρατό θα μπορούσε να της στερήσει την εξουσία και η Μιανμάρ να ξαναπέσει στον πλήρη έλεγχο των στρατηγών.

Ο επίτροπος Στυλιανίδης ήταν ο μόνος επίσημος που είχε καταφέρει να επισκεφτεί την περιοχή των Ροχίνγkια τον περασμένο Μάιο όταν οι επιθέσεις είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Είναι από τους πρώτους που βλέπει τα καμμένα χωριά και σπίτια των Ροχίνγκια και καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μόνο η αρχή.

Τα γεγονότα από το τέλος Αυγούστου εξελίσσονται ραγδαία. «Πριν από δύο εβδομάδες τα ασυνόδευτα ανήλικα ήταν 15.000, σήμερα ξεπέρασαν τις 40.000», λέει ο κ. Στυλιανίδης σημειώνοντας ότι τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα, όταν η προσφυγική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της, δεν ξεπερνούσαν τις 2.000. Συγχρόνως υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή 50.000 παιδιά είναι υποσιτισμένα (όσος είναι περίπου ο συνολικός αριθμός προσφύγων στην Ελλάδα).

«Πολλά παιδιά είναι έτοιμα να πεθάνουν μέχρι να περάσουν το ποτάμι και να φτάσουν στο Μπανγκλαντές», δηλώνει η UNICEF. Το τελευταίο διάστημα, παρά τις εκκλήσεις του ΟΗΕ, ΜΚΟ και δημοσιογράφων να επισκεφθούν την περιοχή, η Αούνγκ Σαν Σου Κι δεν έχει επιτρέψει σε κανέναν να μπει και να καταγράψει το τι συμβαίνει εκεί. Οι πληροφορίες που έχουμε περιορίζονται στις μαρτυρίες των προσφύγων και σε δορυφορικές φωτογραφίες.

Ο κ. Στυλιανίδης εστιάζει στα ασυνόδευτα παιδιά και υπενθυμίζει ότι μπορούν να γίνουν εύκολη λεία για trafficking οργάνων ή θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Εάν οι ροές συνεχίσουν αμείωτες, τότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι προσφυγικοί καταυλισμοί να μετατραπούν σε εύφορο έδαφος για εξτρεμιστές μουσουλμάνους που μπορούν να προσηλυτίσουν τους επόμενους τζιχαντιστές, λένε αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών. «Οι επιπτώσεις που μπορούν να προκύψουν είναι τραγικές», λέει ο κ. Στυλιανίδης, που δεσμεύτηκε πριν από δύο εβδομάδες σε διεθνές συνέδριο του ΟΗΕ να συμμετάσχει η Ε.Ε. με ποσοστό πάνω από 50% από τα 344 εκατ. που θα διατεθούν για τους Ροχίνγκια το επόμενο διάστημα.

Παρά τις τραγικές ιστορίες και τις άθλιες συνθήκες σε όποιον πρόσφυγα και να μίλησα στους καταυλισμούς όλοι προτιμούσαν να βρίσκονται εδώ και ασφαλείς παρά πίσω στο σπίτι τους στην Μιανμάρ υπό καθεστώς τρόμου.

«Εδώ μπορεί να μην έχουμε τα βασικά αλλά τουλάχιστον δεν έχουμε σφαίρες», λέει η Γιασμίν και το χαμόγελό της γεμίζει ακόμα και το σκοτεινό της παράπηγμα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X