ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ανατροπή πρωτοδικής απόφασης με επιβολή δίμηνης φυλάκισης σε 35χρονο

Το Ανώτατο ανέτρεψε απόφαση του επαρχιακού δικαστηρίου Πάφου

ΚΥΠΕ

Ποινή φυλάκισης δύο μηνών επέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο σε 35χρονο κάτοικο Έμπας για χρέος που είχε κάνει προ δεκαετίας στην υπό αριθμό υπόθεση 129/2015, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η απόφαση ήταν ομόφωνη.

Η εφεσείουσα ΣΠΕ καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου 35χρονου, με κατηγορία η οποία αφορούσε το αδίκημα εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις από μη αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα, κατά παράβαση των άρθρων 2, 118(α)[1] του περί Πτωχεύσεως Νόμου, (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) και του άρθρου 29 του Ποινικού Κώδικα.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσίβλητος κατά ή περί τις 5.7.2007, ενώ ήταν μη αποκατασταθείς πτωχεύσας, εξασφάλισε δάνειο από την εφεσείουσα ύψους ΛΚ7,000 (11,960.21 ευρώ), στη βάση ψευδών παραστάσεων εφόσον δεν πληροφόρησε τον πιστωτή ότι ήταν μη αποκατασταθείς πτωχεύσας δυνάμει της Αίτησης 196/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ότι εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του στις 24.1.2006 και κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 28.11.2006.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε 3 μάρτυρες κατηγορίας, τον ΜΚ1 Στέλιο Ευτυχίου αρμόδιο άτομο στο γραφείο Εφόρου Εταιρειών, τον ΜΚ2 Χρ.Κασιώνη, υπάλληλο της εφεσείουσας και τον ΜΚ3 Ματθαίο Αταλιώτη Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κάλεσε τον εφεσίβλητο σε απολογία.

Ο τελευταίος προέβη σε ανώμοτη δήλωση ότι είναι αθώος, «δεν παρέλαβε κανένα χαρτί που να του λέει ότι είναι πτωχεύσας και ούτε γνώριζε ότι είναι πτωχεύσας όταν έκανε το δάνειο».

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε κατ΄ αρχήν αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας πλην όμως έκρινε αναποτελεσματική τη μαρτυρία επί του ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι ήταν πτωχεύσας. Παράλληλα θεώρησε τη δήλωση του τελευταίου ότι δεν είχε οποιαδήποτε αποδεικτική ή πειστική αξία.

Κατά τη διατύπωση δε των ευρημάτων του, το Δικαστήριο δέχεται ότι στις 14.6.2007 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση δανείου στην εφεσείουσα για το πιο πάνω ποσό με προσωπικές εγγυήσεις. Με απόφαση τις 26.6.2007 η εφεσείουσα ενέκρινε την αίτηση και στις 5.7.2007 υπογράφηκε συμφωνία με την παροχή δανείου και ο εφεσίβλητος έλαβε το εν λόγω ποσό.

Παρακάτω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας σημαντική, όπως αναφέρει, τη μαρτυρία του ιδιώτη επιδότη, αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξε θέμα αμφισβήτησης η ύπαρξη γνώσης του εφεσίβλητου ως προς την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης και παραλαβής, προβαίνει στο συμπέρασμα, ότι η μαρτυρία αυτή «δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως εξ ακοής μαρτυρία καθότι κάτι τέτοιο στέρησε το δικαίωμα της υπεράσπισης να αντεξετάσει τον μάρτυρα αυτό και κατά συνέπεια την ευχέρεια του Δικαστηρίου να αξιολογήσει αυτή τη μαρτυρία.»

Ανακοινώνοντας την απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο είπε πως στη βάση δε του πιο πάνω σκεπτικού το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας ότι δεν αποδείχτηκε γνώση του εφεσίβλητου για την πτώχευση του, καταλήγει στην αθώωση αυτού. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε όλο το φάσμα της σκέψης του ως προς την αξία σχετικής μαρτυρίας και οδηγήθηκε πλημμελώς στον αποκλεισμό αυτής.

Δεν έχουμε καμία αμφιβολία για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης, αναφέρει το Ανώτατο ανακοινώνοντας την απόφαση του, αφού καταφανώς λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του Πρωτοκολλητή, αναφορικά με καταχωρημένες στο δικαστηριακό φάκελο ένορκες δηλώσεις του επιδότη περί των επιδόσεων στον εφεσίβλητο ως εξής: Της ειδοποίησης πτώχευσης με αριθμό 439/05 προσωπικά στον εφεσίβλητο την 1.12.2005 από τον επιδότη Παναγιώτη Θεοχάρους, - της αίτησης πτώχευσης με αριθμό 196/05 στις 20.12.2005 προσωπικά στον εφεσίβλητο από τον ίδιο επιδότη - του διατάγματος παραλαβής ημερ. 14.1.2006, στις 16.2.2006, προσωπικά στον εφεσίβλητο από τον ίδιο επιδότη. Όπως σημειώνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας η κατάθεση των εν λόγω εγγράφων έγινε χωρίς ένσταση.

Το Ανώτατο είπε πως για τους λόγους που έχει εξηγήσει η έφεση πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση εφόσον τα λοιπά στοιχεία που αφορούν το αδίκημα 118(α) του περί Πτωχεύσεως Νόμου είχαν αποδειχθεί. Ακολούθως έκρινε ένοχο τον εφεσίβλητο στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση