ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

ΕΔΑΔ: Καμία παραβίαση Κύπρου στην υπόθεση Γκιουζέλγιουρτλου

Οι δικαστές έκριναν ομόφωνα ότι η Άγκυρα παραβίασε τις σχετικές πρόνοιες

ΚΥΠΕ

Η μείζονα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αποφάνθηκε σήμερα στο Στρασβούργο, με 15 ψήφους υπέρ και δύο κατά, ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης από τη Λευκωσία στην υπόθεση Γκουζέλγιουρτλου. Ταυτόχρονα, οι δικαστές έκριναν ομόφωνα ότι η Άγκυρα παραβίασε τις σχετικές πρόνοιες αναφορικά με το δικαίωμα στη ζωή και την αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης δολοφονίας της οικογένειας Τουρκοκυπρίων.

Τα τρία μέλη της οικογένειας Γκιουζέλγιουρτλου (πατέρας, μητέρα και κόρη) είχαν απαχθεί και δολοφονηθεί στις 15 Ιανουαρίου του 2005 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λάρνακας, ενώ οι ύποπτοι διέφυγαν ακολούθως στα κατεχόμενα.

Στην αρχική του απόφαση, στις 4 Απριλίου 2017, το Δικαστήριο είχε καταλογίσει ευθύνες σε Λευκωσία και Άγκυρα, λέγοντας ότι οι δύο Κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να συνεργαστούν για την αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης, εντούτοις δεν ήταν προετοιμασμένες να κάνουν τις όποιες υποχωρήσεις από τις θέσεις τους και να εξεύρουν κοινό έδαφος, παρά τις διάφορες επιλογές που τέθηκαν ενώπιον τους, περιλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών.

Το ΕΔΑΔ είχε αποδεχτεί στις 18 Σεπτεμβρίου 2017 το αίτημα των Κυβερνήσεων Κύπρου και Τουρκίας για παραπομπή της υπόθεσης στη μείζονα σύνθεσή του. Η σημερινή απόφαση είναι τελεσίδικη.

Η Τουρκία καλείται να καταβάλει σε κάθε αιτητή, που είναι συγγενείς της οικογένειας των δολοφονηθέντων Τουρκοκυπρίων, €8.500 για ηθική βλάβη καθώς και €10.000 συνολικά προς όλους τους αιτητές για δικαστικά έξοδα.

Στη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι Κύπρος και Τουρκία είχαν υποχρέωση να συνεργαστούν. Λέει παράλληλα ότι η Κύπρος έκανε ό,τι αναμενόταν ευλόγως από την πλευρά της για να επιτύχει την παράδοση/έκδοση των υπόπτων από την Τουρκία, ζητώντας την έκδοση «κόκκινης προειδοποίησης» από την Interpol. Όταν αυτό αποδείχθηκε ανεπιτυχές, απέστειλε αίτημα έκδοσης στην Τουρκία, προστίθεται.

«Οι κυπριακές αρχές δεν μπορούν να επικριθούν για την άρνηση να παραδώσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να μεταφερθούν οι διαδικασίες στις αρχές της ‘τδβκ’ ή της Τουρκίας» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση. Αυτό, προστίθεται, θα ισοδυναμούσε με την εκχώρηση εκ μέρους της Κύπρου της ποινικής της δικαιοδοσίας για μια δολοφονία που διαπράχθηκε στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχό της, προς όφελος των ‘δικαστηρίων’ μιας μη αναγνωρισμένης οντότητας εντός της επικράτειάς της.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν κατέβαλε το ελάχιστο των προσπαθειών που απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις, συνεχίζει το ΕΔΑΔ. «Αγνόησαν τα αιτήματα έκδοσης της Κύπρου, επιστρέφοντας τα χωρίς απάντηση, αντίθετα με την υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 2, όπως ερμηνεύεται από άλλες διεθνείς συμφωνίες, να συνεργαστούν ενημερώνοντας το αιτούν κράτος για την απόφασή αυτή και σε περίπτωση απόρριψης να αιτιολογήσουν» συμπληρώνεται.

Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της τουρκικής Κυβέρνησης ότι δεν είχε αρμοδιότητα να χειριστεί τα παράπονα των αιτητών σε σχέση με το άρθρο 2 λόγω του ότι οι δολοφονίες είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο. Παράλληλα θεώρησε ότι υπήρχαν δύο «ειδικά χαρακτηριστικά» σε σχέση με την κατάσταση στην Κύπρο, που καθιστούσαν την Τουρκία υπόλογη. «Πρώτον, το βόρειο τμήμα της Κύπρου βρίσκεται υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Τουρκίας. Δεύτερον, οι ύποπτοι διέφυγαν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου και ως εκ τούτου, είχαν παρεμποδιστεί οι κυπριακές αρχές από το να διερευνήσουν την υπόθεση» ανέφερε το ΕΔΑΔ.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ουσία της υπόθεσης εντοπίζεται στον βαθμό που τα δύο κράτη είχαν υποχρέωση να συνεργαστούν κάτω από το άρθρο 2 της Σύμβασης όσον αφορά τις έρευνές τους.

Όσον αφορά τα εύλογα βήματα που πάρθηκαν από τις δύο χώρες για τη μεταξύ τους συνεργασία και με δεδομένο ότι δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι κυπριακές αρχές έκαναν χρήση όλων των μέσων που είχαν στη διάθεσή τους για να επιτύχουν την παράδοση/έκδοση των υπόπτων από την Τουρκία. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την παράδοση των υπόπτων μέσω της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

Όσον αφορά τα αιτήματα έκδοσης, που η Τουρκία χαρακτήρισε μη έγκυρα, το ΕΔΑΔ αποδέχθηκε τη διαδικασία παράδοσής τους δια μέσω του προσωπικού της Πρεσβείας της Κύπρου και της Τουρκίας στην Αθήνα ως τη μόνη διαθέσιμη επιλογή, λόγω και της απουσίας διπλωματικών σχέσεων.

Επίσης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση της Κύπρου σχετικά με την υποχρέωσή της να συνεργαστεί βάσει του άρθρου 2, από την άρνησή της να παραδώσει όλο το μαρτυρικό υλικό, μεταφέροντας τη διαδικασία στην Τουρκία ή τα κατεχόμενα.

Αναγνώρισε παράλληλα η ετοιμότητα της Κύπρου να παραδώσει τα αποδεικτικά στοιχεία στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ, υπό την αίρεση της παράδοσης των υπόπτων εκ μέρους των κατοχικών αρχών, ανέφερε ωστόσο ότι δεν φάνηκε πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Η παράδοση του συνόλου του φακέλου στο ψευδοκράτος και η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί για την εκδίκαση της υπόθεσης εκεί, χωρίς καμία εγγύηση ότι θα παραδίδονταν στις κυπριακές αρχές «θα πήγαινε πολύ πιο πέρα από την απλή συνεργασία μεταξύ αστυνομίας ή διωκτικών αρχών» και «θα ισοδυναμούσε στην ουσία με την εκχώρηση εκ μέρους της Κύπρου της ποινικής της δικαιοδοσίας για μια δολοφονία που διαπράχθηκε στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχό της υπέρ των δικαστηρίων μιας μη αναγνωρισμένης οντότητας που δημιουργήθηκε εντός της επικράτειάς της», αναφέρεται.

Ως εκ τούτου, προστίθεται, το Δικαστήριο συμφώνησε με την Κυπριακή Κυβέρνηση ότι υπό τις δεδομένες περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν παράλογο να υπάρξει άρνηση για εκχώρηση της δικαιοδοσίας της υπέρ των ‘δικαστηρίων’ του ψευδοκράτους.

Επίσης αναφέρεται ότι η Κύπρος δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει χρήση εναλλακτικών επιλογών για συνεργασία, που υποβλήθηκαν από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή ad hoc δίκης σε ουδέτερο χώρο.

Όσον αφορά την Τουρκία, το ΕΔΑΔ σημειώνει ότι δεν κατέβαλε τις ελάχιστες προσπάθειες που απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ώστε να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να συνεργαστεί με την Κύπρο για την αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης δολοφονίας.

Προστίθεται ότι οι αρχές τους ψευδοκράτους είχαν ξεκαθαρίσει ήδη κατά τη διάρκεια των προσπαθειών δια μέσου της ΟΥΝΦΙΚΥΠ ότι δεν μπορούσαν να παραδώσουν του ύποπτους στην Κύπρο καθώς δεν υπήρχε νομική ή συνταγματική βάση προς τούτο.

Η επιμονή των αρχών του ψευδοκράτους για απόδοση του μαρτυρικού υλικού είχε να κάνει περισσότερο με την αιτιολόγηση της ανανέωσης της κράτησης των υπόπτων, με σκοπό να περάσουν από δίκη, παρά με την εξέταση της έκδοσης τους, συμπληρώνεται.

Όσον αφορά τα αιτήματα έκδοσης της Κύπρου που αγνόησε η Τουρκία, επιστρέφοντας τα στην Πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα χωρίς απάντηση, το ΕΔΑΔ λέει ότι θα αναμενόταν από την Άγκυρα να δώσει κάποια ένδειξη για ποιο λόγο το αίτημα δεν ήταν αποδεκτό βάσει της εγχώριας νομοθεσίας ή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Έκδοση Φυγοδίκων, την οποία και οι δύο χώρες έχουν επικυρώσει.

Ο Κύπριος δικαστής Γιώργος Σεργίδης εξέδωσε συντρέχουσα άποψη, ενώ η Τουρκάλα και ο Τσέχος δικαστής εξέφρασαν κοινή μειοψηφούσα άποψη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση