ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Σε στενωπό η ελευθεροτυπία στην Κύπρο

Η πρακτική εκφοβισμού, μέσω αστυνομικών κλήσεων, των λειτουργών του τύπου, πλήττει τον βασικό πυρήνα της δημοκρατίας μας

Την παγκόσμια και την κυπριακή κοινή γνώμη, απασχόλησαν κατά το περασμένο διάστημα έντονα και ταυτόχρονα έδωσαν το έναυσμα για διερεύνηση, έρευνες που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας από δημοσιογραφικές ομάδες με στοιχεία τα οποία προήλθαν από υποκλοπές ή και διαρροές εγγράφων. Σε αυτά τα πλαίσια, ασχοληθήκαμε με ρεπορτάζ όπως τα Panama Papers, τα Paradise Papers, η λίστα Λαγκάρντ, μεταξύ άλλων.

Μάλιστα η υπεξαίρεση της λίστας Λαγκάρτ έτυχε και τυγχάνει ακόμη αξιοποίησης από τα κράτη για πάταξη της φοροδιαφυγής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η θέση της Κύπρου σε κάθε μια από τις προαναφερόμενες έρευνες ήταν δεσπόζουσα και υπέσκαπτε την προσπάθεια που γίνεται σε επίπεδο χώρας, για να αποβληθεί η εικόνα ως «πλυντήριο» μαύρου χρήματος. Ετσι η δημοσιοποίηση αυτών των ερευνών έγινε δεκτή μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών αρχών και από τις κυπριακές που συνεχίζουν την έρευνα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και τις διεθνείς πρακτικές, η «Κ» ανέδειξε την σημασία για την χώρα της δημοσιοποίησης των email της Ελένης Λοϊζίδου με Ρώσους συναδέλφους της. Χωρίς τη δημοσιοποίηση αυτής καθαυτής της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, καταγράψαμε στο ρεπορτάζ ότι τα όσα αποκαλύπτονται συνιστούν μείζον ζήτημα για την θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, την ίδια ώρα που οι καθαυτό διαρροές δεν πέρασαν απαρατήρητες από το διεθνή Τύπο.

Τη σημασία των πρακτικών της κ. Λοϊζίδου στην ενάσκηση των καθηκόντων της αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θέτοντας τη σε διαθεσιμότητα από την Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Ο διεθνής Tύπος επανήλθε με ρεπορτάζ και αποστολές συνδέοντας δυο θέματα: Αφενός το ότι η Κύπροςέχει κατηγορηθεί ως «πλυντήριο» ρώσικου χρήματος και αφετέρου πως οι διασυνδέσεις Ρωσίας-Κύπρου έχουν προχωρήσει και σε άλλα επίπεδα που πλήττουν την ευρωπαϊκή συνεργασία. Την ίδια ώρα, οι πληροφορίες της εφημερίδας από τις Βρυξέλλες καταδείκνυαν πως υπήρχε και υπάρχει στάση αναμονής για την ολοκλήρωση της έρευνας, πράγμα που σημαίνει πως ούτε και από εκεί έχει περάσει "απαρατήρητο" όλο το προαναφερόμενο σκηνικό.

Η κλήση από την αστυνομία

Στο ενδιάμεσο, δημοσιογράφοι της «Κ» και άλλων ΜΜΕ κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση στην αστυνομία, αναφορικά με τη δημοσιοποίηση των email της Ελένης Λοϊζίδου.

Η «Κ», όπως αναφέρθηκε, ασχολήθηκε με το ζήτημα από τη διεθνή του πτυχή, κι αυτό εφόσον διαφαίνεται πως μέσα από την αλληλογραφία της κ. Ελένης Λοϊζίδου με τους Ρώσους συναδέλφους της, εμπλέκονται και αρχές άλλων χωρών, ειδικά για την υπόθεση Μπρόουντερ, για την οποία ήδη έχουν καταγραφεί τριγμοί μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας. Μάλιστα, κυβερνητικές πηγές με τις οποίες είχε μιλήσει η «Κ» για όλη την υπόθεση με τα email της κ. Λοϊζίδου, είχαν αναφέρει πως «αν δεν πράξουμε τα δέοντα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν αποκλείεται να αρχίσουν εκτός Κύπρου να μας κατηγορούν όπως έκαναν και το 2013".

Ωστόσο, η υπόθεση πήρε (και) άλλη πορεία. Η έρευνα για τα email και η κλήτευση δημοσιογράφων ξεκίνησε σύμφωνα με ανακοίνωση της κυπριακής αστυνομίας κατόπιν καταγγελίας στην οποία προέβη προς την Αστυνομία η ίδια η κ. Ελένη Λοϊζίδου, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας (με άγνωστο έννομο συμφέρον) και ακολούθως και οι Εισαγγελικές Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η διεξαγόμενη έρευνα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αστυνομίας, αφορά στο ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων, τα οποία σχετίζονται τόσο με την υποκλοπή των μηνυμάτων, όσο και με την δημοσίευση ή επαναδημοσίευση τους.

Εν πρώτοις, τα email ήταν ήδη δημοσιευμένα σε ρωσικό ιστότοπο, ωστόσο είναι άγνωστο αν έχουν εντοπιστεί και κληθεί για κατάθεση και εκείνοι οι δημοσιογράφοι.Το αν θα έπρεπε παράλληλα να διεξαχθεί άλλη έρευνα για τις πρακτικές της ονομαζόμενης λειτουργού, δεν είναι δημοσιογραφική ευθύνη να ειπωθεί αλλά των υπευθύνων που έχουν αναλάβει την έρευνα, ωστόσο δημοσιογραφικά τίθεται το ερώτημα ως προς αυτές τις πρακτικές και αν και κατά πόσο αυτές βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον ή και την εικόνα της χώρας, όπως περιγράψαμε μέσα από τα ρεπορτάζ ως εφημερίδα.Η αστυνομία τέλοςτονίζει ότι μετά τη συγκέντρωση όλου του απαραίτητου μαρτυρικού υλικού, από τους υπό ανάκριση λειτουργούς του Τυπου, ο φάκελος θα αποσταλεί στη Νομική Υπηρεσία για να αξιολογηθεί και να αποφασισθεί ο περαιτέρω χειρισμός της υπόθεσης.

Τι λέει το Σύνταγμα

«Ο εκφοβισμός και η παρενόχληση δημοσιογράφων, οι απειλές και οι βιαιότητες σε βάρος τους και η ατιμωρησία των δραστών αυτών των πιέσεων περιλαμβάνονται στις πιο σοβαρές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει σήμερα η ελευθερία του Τύπου», καταγγέλλει σε έκθεση του το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Η δυνατότητα των ΜΜΕ να αξιοποιούν στοιχεία που περιέρχονται στην κατοχή τους νοουμένου ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών κρίνεται ότι αφορά την κοινή γνώμη είναι και νομικά κατοχυρωμένη. Συνακόλουθα η ελευθερία του Τύπου διασφαλίζεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο ορίζει: «Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ' οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας Αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων». Για το θέμα έχει τοποθετηθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τονίζοντας πως «δεν πρέπει να πυροβολούμε τον αγγελιοφόρο», σε συνέντευξή του στο TvONe, ενώ και η επίτροπος προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως είχε γράψει η «Κ», τόνιζε ότι «ο νόμος δεν απαγορεύει τη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων, όταν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον ενημέρωσης του κοινού».

Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, είχε τονιστεί. Το ότι μέσω της προαναφερθείσας υπόθεσης ελέγχονται δημοσιογράφοι και ότι βάλλεται ο Τύπος, είναι ένα σημείο που θα πρέπει να προκαλέσει προβληματισμό στις αρμόδιες δημοσιογραφικές,πολιτικές και όχι μόνο αρχές. Νοουμένου πως θεωρούμε ακραία την περίπτωση ποινικής δίωξης δημοσιογράφων για αναδημοσίευση στοιχείων δημοσίου συμφέροντος που άπτονται συμπεριφορών κρατικών αξιωματούχων που παραβιάζουν ενδεχομένως συμβατικές υποχρεώσεις του κράτους μας ως μέλους της ΕΕ, η όλη συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να είναι πρακτική εκφοβισμού των λειτουργών του Τύπου. Αυτή η πρακτική απλά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είτε από εμάς, αλλά και φρονούμε, από οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας μας.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση