ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Φόρο σε όσους έχουν υψηλές καταθέσεις θα επιβάλει η UBS

Αρνούμενος να υποστεί το κόστος των αρνητικών επιτοκίων ο κολοσσός

Kathimerini.gr

Αρνούμενος να υποστεί το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, ο ελβετικός τραπεζικός κολοσσός UBS αποφάσισε να χρεώσει πελάτες με συνολικές καταθέσεις άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, σπάζοντας ένα ταμπού αλλά και διατρέχοντας τον κίνδυνο να χάσει κεφάλαια. Από τον Μάιο του 2017, η UBS θα επιβάλλει ετήσια προμήθεια 0,6% σε πελάτες με συνολικές καταθέσεις άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, μιμούμενη την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως αναφέρει και το Bloomberg.

Μέχρι σήμερα, πολύ λίγες τράπεζες έχουν τολμήσει να «περάσουν» το κόστος των αρνητικών επιτοκίων στους πελάτες τους. Τα αρνητικά επιτόκια δεν σημαίνουν μόνον τον εκμηδενισμό της όποιας απόδοσης στα κεφάλαια. Χρεώνονται όσοι επιθυμούν να κρατούν αδρανοποιημένα τα κεφάλαιά τους και να μην τα αξιοποιούν, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη.

Μεταξύ των τραπεζών που έχουν σπάσει το ταμπού και έχουν μεταφέρει τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ στους πελάτες τους είναι η ελβετική Julius Baer Group, που επιβάλλει προμήθειες επιλεκτικά, όπως αναφέρθηκε στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του δ΄ τριμήνου. Η Bank of New York Mellon, η οποία διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία θεσμικών επενδυτών, χρεώνει αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις που είναι σε ευρώ πάνω από μία διετία.

Η Goldman Sachs και η Credit Suisse είναι από τις πρώτες τράπεζες που έσπασαν αυτό το ταμπού στις μεγάλες καταθέσεις σε ευρώ. Σημειωτέον ότι η UBS και η Credit Suisse επιβάλλουν αντίστοιχες προμήθειες στις μεγάλες καταθέσεις σε ελβετικά φράγκα, ακολουθώντας τα χνάρια της Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας (SNB).

Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων εφαρμόζεται από τις κεντρικές τράπεζες και είναι σήμερα αρκετά διαδεδομένη από την Ιαπωνία μέχρι τη Σκανδιναβία. Εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς, από τη συγκράτηση της υπερβολικής ανόδου μιας ισοτιμίας (λόγω μεγάλης συσσώρευσης κεφαλαίων σε μιαν ασφαλή επενδυτικά χώρα, όπως η Ελβετία) μέχρι την άσκηση πιέσεων στις τράπεζες για να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια.

Στην περίπτωση της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ μείωσε τον Ιούνιο του 2014 πρώτη φορά το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες στο -0,1%. Σήμερα είναι ακόμη χαμηλότερο, στο -0,4%. Στόχος των μέτρων αυτών είναι να υπάρξει αντικίνητρο σε όσους επιθυμούν να «παρκάρουν» τα χρήματά τους και μην να τα ξοδεύουν, ώστε να ενισχυθεί η υποτονική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.

Σε μια παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν τα κεφάλαιά τους στις κεντρικές τράπεζες. Ανάλογη συμπεριφορά τείνουν να έχουν οι πελάτες των τραπεζών, υιοθετώντας πιο συντηρητική συμπεριφορά ως προς τη διαχείριση των χρημάτων τους.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ ο κόσμος δεν ξοδεύει και έτσι η πραγματική οικονομία μπορεί να παγιδευτεί στη στασιμότητα. Προκειμένου να αποφύγει την ποινή των αρνητικών επιτοκίων, η Commerzbank εξέταζε, κυριολεκτικά, την αποθήκευση των κεφαλαίων της σε υπαρκτά θησαυροφυλάκια, όπως υπενθυμίζει το Reuters.

Στην Ελβετία, η κεντρική τράπεζα διατηρεί το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο -0,75% από τις αρχές του 2015, για να αποτρέψει τη μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων στη χώρα που ενίσχυε το φράγκο της και έπληττε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της χώρας.

Η UBS και η Credit Suisse επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια σε ορισμένους εύπορους πελάτες και θεσμικούς επενδυτές, αλλά κανείς δεν αποθαρρύνεται από τη SNB. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας, οι συνδυασμένες καταθέσεις της UBS και της Credit Suisse που πλήττονται από το επιτόκιο του -0,75% τετραπλασιάστηκαν πέρυσι από το 2015.

Η λιανική τράπεζα Migros Bank, επίσης, θα επιβάλει προμήθεια σε πελάτες με κεφάλαια άνω του ενός εκατ. και θεσμικούς επενδυτές με κεφάλαια άνω των πέντε εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων. Προς το παρόν, τέτοιας φύσεως προμήθειες ισχύουν σε περιουσιακά στοιχεία άνω των πέντε εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων. Η νέα προμήθεια της UBS σε ευρώ θα αφορά τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία άνω του ενός δισ. ευρώ, ακόμη και αν βρίσκονται σε διαφορετικούς λογαριασμούς.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Επιχειρήσεις: Τελευταία Ενημέρωση