ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το Σαν Μαρίνο και τα διδάγματα από άλλες τραπεζικές κρίσεις

Το ΔΝΤ αντλεί από τις θεραπείες σε Κύπρο, Ισλανδία και Ιρλανδία και προτείνει λύσεις

Όλοι γνωρίζουμε το κοινό μεταξύ Κύπρου, Ιρλανδίας και Ισλανδίας που προέκυψε λόγω της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, έστω και με διαφορά μερικών χρόνων ή και μερικών μηνών. Βασικό πρόβλημα και στις τρεις χώρες, ήταν η επιδείνωση των δεδομένων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η έλλειψη κεφαλαίων και η εκτόξευση των δανείων που δεν εξυπηρετούνταν. Υπάρχει ακόμα μία χώρα, όμως, που αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα τα τελευταία χρόνια και η οποία επίσης είναι πολύ μικρή σε μέγεθος αλλά τα προβληματικά της δάνεια ξεπερνούν το 140% του ΑΕΠ της χώρας και αντιστοιχούν σε 45% των συνολικών δανείων.

Πρόσφατα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προχώρησε σε μία ανάλυση των τεσσάρων χωρών, με απώτερο στόχο να συμβάλει στην καθιέρωση μίας στρατηγικής για τη μικρή χώρα, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Στην περιγραφή των δεδομένων της οικονομίας της χώρας, οι ομοιότητες με την Κύπρο είναι πολλές: αυστηρό τραπεζικό απόρρητο, ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο, ήπιοι κανόνες συμμόρφωσης και ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Κοινό σημείο επίσης το γεγονός ότι οι τράπεζες της χώρας, επεκτάθηκαν σε άλλες αγορές, όπως για παράδειγμα η ιταλική ενώ μία εκ των τραπεζών προχώρησε σε εξαγορά τράπεζας στην Κροατία.

Ακολούθησε η τοποθέτηση της χώρας στην «γκρίζα λίστα» του ΟΟΣΑ ενώ η φορολογική αμνηστία που εξήγγειλε το 2009 η ιταλική κυβέρνηση και η συμπερίληψη της χώρας στη μαύρη λίστα για φορολογικά θέματα, αποτέλεσε την ταφόπλακα του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Ως αποτέλεσμα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της χώρας εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα λίγο κάτω από της Κύπρου, αλλά το επίπεδο των προβλέψεων ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Μόλις το 36% των δανείων είναι εξασφαλισμένο.

Ομοιότητες και διαφορές

Το ΔΝΤ προχωρά σε μία σύγκριση της τραπεζικής κρίσης σε Ισλανδία, Ιρλανδία και Κύπρο. Για την περίπτωση της Ισλανδίας εξηγά πως την κρίση προκάλεσε το πάγωμα της διατραπεζικής αγοράς και κατά κύριο λόγο επηρεάστηκαν η ανάπτυξη εμπορικών ακινήτων, τα δάνεια με υποθήκη και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η Ισλανδία χειρίστηκε την κρίση διαχωρίζοντας το χειρισμό των ντόπιων τραπεζών από τις διεθνείς και μέσω εσωτερικής διαχείρισης των προβληματικών δανείων. Στην Ισλανδία κρίθηκε πως οι τράπεζες ήταν πολύ μεγάλες για να διασωθούν και έτσι προχώρησαν σε διαχωρισμό τους σε ντόπιες και διεθνείς. Σ΄ αυτά τα πλαίσια, οι ισλανδικές καταθέσεις και δάνεια μεταφέρθηκαν σε νέες κρατικές τράπεζες ενώ στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που αφορούσαν σε ξένους μεταφέρθηκαν στις παλιές τράπεζες οι οποίες κρίθηκαν αφερέγγυες και ξεκίνησαν διαδικασίες εκκαθάρισης τους. Στη χώρα επιβλήθηκαν περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η συγκεκριμένη στρατηγική είχε μειονεκτήματα αλλά και σημαντικά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που θα μεταφέρονταν στις νέες τράπεζες αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα καθυστερώντας τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Ταυτόχρονα, οι νέες τράπεζες με τη δημιουργία τους είχαν ένα ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων της τάξης του 45%. Από την άλλη όμως, σημειώνεται πως αυτή η προσέγγιση προστάτευσε τους εγχώριους καταθέτες και φορολογούμενους, διατήρησε τη λειτουργικότητα του εγχώριου συστήματος πληρωμών και οδήγησε σε μία άμεση συρρίκνωση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα αφού τα νέα ιδρύματα, χρηματοδοτούνταν ως επί το πλείστον, από καταθέσεις.

Οι πολύ συντηρητικές αρχικές προβλέψεις που έγιναν και η υψηλή κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή ενός προγράμματος «ανακούφισης χρέους» για εταιρείες και οικογένειες. Εξαιτίας του προγράμματος, οι εταιρείες μπορούσαν ξανά να επενδύσουν και να στηρίξουν την αγορά εργασίας ενώ τα νοικοκυριά βοήθησαν στο να ανακάμψει η κατανάλωση.

Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, αναφέρεται πως η φούσκα στον τομέα ανάπτυξης γης προκάλεσε την κρίση και επηρέασε αναπόφευκτα τους τομείς που σχετίζονται με ακίνητη περιουσία αλλά και τις ΜμΕ. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με δημιουργία εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αλλά και πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως αναφέρεται, η χώρα προχώρησε στη δημιουργία της National Asset Management Company (NAMA). Πρώτο βήμα όμως, ήταν η παραχώρηση κρατικών εγγυήσεων προς τις τράπεζες, ώστε να πάψει η έλλειψη ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, στις τράπεζες χορηγήθηκαν και κρατικά κεφάλαια. Για να σταματήσουν οι απώλειες, το τραπεζικό σύστημα της χώρας επανασχεδιάστηκε μέσω συγχωνεύσεων και κρατικοποιήσεων. Τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών αντικαταστάθηκαν, οι μέτοχοι μηδενίστηκαν και οι κάτοχοι τραπεζικών ομολόγων και αξιογράφων δέχθηκαν πλήρες πλήγμα. Αν και η μεταφορά δανείων, με εγγύηση εμπορικά ακίνητα αξίας άνω των 20 εκατ. ευρώ, συνέβαλε στη σταθεροποίηση του συστήματος, εντούτοις οι αργοί ρυθμοί στις αναδιαρθρώσεις άφησαν ένα υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες της χώρας. Όπως και στην Κύπρο, η Κεντρική Τράπεζας της χώρας έθεσε στόχους για αναδιάρθρωση δανείων με υποθήκες αλλά και δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η διαδικασία δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα και ως συνέπεια, η Κεντρική προχώρησε σε αντικατάσταση των στόχων με εντατική εποπτεία σε κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Αναφορά γίνεται και στο σχέδιο αφερεγγυότητας που υιοθετήθηκε το 2012, μερικά χρόνια πριν γίνει κάτι αντίστοιχο και στην Κύπρο.

Το bail-in

Για την περίπτωση της Κύπρου, η κρίση από το ΔΝΤ αποδίδεται στη φούσκα των ακινήτων αλλά και στις απώλειες που είχαν οι τράπεζες από ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Λίγο-πολύ, σημειώνεται πως επηρεάστηκαν όλοι οι τομείς της οικονομίας ενώ ο τρόπος που χρησιμοποιείται για επίλυση του προβλήματος, είναι ο εσωτερικός χειρισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σημειώνεται πως ήταν η πρώτη χώρα που εφάρμοσε το bail-in σε μη εξασφαλισμένους καταθέτες. Προ κρίσης, αναφέρει το ΔΝΤ, οι τράπεζες της χώρας προσέλκυαν μεγάλα ποσά ξένων καταθέσεων λόγω του χαμηλού φορολογικού συντελεστή και των σχετικά υψηλών καταθετικών επιτοκίων. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε τεράστια επέκταση του εσωτερικού δανεισμού που οδήγησε σε εκτόξευση του τομέα της ανάπτυξης γης ο οποίος τελικά έσκασε και η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού επιδεινώθηκε σημαντικά ενώ αντίστοιχα επιδεινώθηκαν και οι επενδύσεις στο εξωτερικό και κυρίως στην Ελλάδα. Ακολούθως γίνεται μία περιγραφή των γεγονότων που ακολούθησαν με το κούρεμα των καταθετών, τη μεταφορά στοιχείων από την Τράπεζα Κύπρου στη Λαϊκή και τα υπόλοιπα γνωστά επακόλουθα.

Εισηγήσεις για αντιμετώπιση του προβλήματος

Το ΔΝΤ προτείνει μία σειρά από λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο παρόλο που συρρικνώθηκε σημαντικά (από 12 απέμειναν 7 τράπεζες, εκ των οποίων η μία λειτουργεί ως «κακή») δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων. Εισηγείται για παράδειγμα τη διαφοροποίηση του πλαισίου αφερεγγυότητας το οποίο στην ουσία σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία διαδικασία για ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων μέσω δικαστηρίων. Καταγράφονται επίσης δυσκολίες στην πώληση περιουσιακών στοιχείων που αντηλλάγησαν με χρέος γι’ αυτό η Κεντρική Τράπεζα της χώρας έδωσε χρονική παράταση στο χρονικό περιθώριο που οι τράπεζες είχαν στη διάθεσή τους για να απαλλαγούν από ακίνητα. Αναφέρει επίσης, πως λόγω των αδύνατων δεδομένων στην αγορά ακινήτων, οι δημοπρασίες δεν είναι ικανοποιητικό εργαλείο για μεγιστοποίηση της αξίας για τις τράπεζες. Ένα άλλο σημείο που καταγράφουν, είναι το γεγονός πως αν και οι δικαστικές διαδικασίες είναι γρήγορες, εντούτοις, χρειάζονται προηγουμένως αρκετά νομικά έγγραφα τα οποία έχουν υψηλό κόστος. 

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση