ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα κακόψητα φασόλια

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Δεν θυμάται να είχε αφήσει ποτέ το τσιγάρο από τα χέρια του ο γερο-Λοΐζος, κάπνιζε αρειμανίως και η γυναίκα, η Αννού, του φώναζε μια ζωή ολόκληρη ότι αυτό θα τον φάει, το τσιγάρο… και όπως το έλεγε το κατάπινε και ο γέρο-Λοΐζος άναβε το επόμενο. Τα δάχτυλά του κιτρινισμένα από τη νικοτίνη, τα νύχια του δεν τα άντεχε… και η Αννού, μια γυναίκα από εκείνες που σήμερα δεν συναντάς πια, μουρμουρούσε «να πας στ’ ανάθεμα… αφού εν το καταλάβεις ότι εν να σε φάει ο τσϊάρος…». Ο Λοΐζος που στα νιάτα του ήταν ψηλός και δυνατός άντρας έμοιαζε τώρα τόσο αδύναμος να αντιδράσει στην Αννού, όχι ότι η γριά ήταν ποτέ της άβουλη και ήσυχος άνθρωπος, καθόλου, μια ζωή την αποκαλούσε ο Λοΐζος φάουσα και δρακούνα, αλλά παρ’ όλα αυτά ζούσαν εδώ και πενήντα χρόνια μαζί, παντρεμένοι και απ’ ό,τι ακούγεται να λένε όσοι ξέρουν πράγματα και καταστάσεις πρέπει να πήγαιναν συχνά και στην ποταμωσιά… και πριν από τον γάμο… αλλά αυτό δεν μας αφορά…

Η τηλεόραση αναμμένη και έδειχνε κάποιο ντοκιμαντέρ για τη Συνθήκη της Λωζάννης ή καλύτερα για τη «Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών» που υπογράφηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923. «Θώρε ίντα πόγινεν», της είπε, «τόσες ψυχές εφύαν που τον τόπον τους», «Χαράς το πράμα» του απάντησε η Αννού «τζι εμείς εν εφύαμεν που το χωρκόν μας, αθυμάσαι ή παίζεις πελλόν;». Ο γέρος απλώς ψήλωσε τη φωνή της τηλεόρασης και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο… και μαζί με την πρώτη ρουφηξιά μέσα από τα κίτρινα δόντια του μουρμούρισε «φάουσα, εν να σε σάσει!»… Τ’ άκουσε η γριά και ξεφύσησε, «άτε, μεν αρκεύκεις, άτε να χαρείς»…

Ο γέρο-Λοΐζος και η Αννού έφυγαν από τους τελευταίους του χωριού τους λίγο μετά το κακό… ούτε οι οηέδες, ούτε οι παραινέσεις των γειτόνων τους να φύγουν και θα φροντίσουν αυτοί… ούτε κανείς δεν μπορούσε να τους πείσει να φύγουν… «Λάμνε κύριε Λοΐζο που ποτζεί τζιαι μεν έσιεις έγνοιαν», «φύε κυρά μαμού τζιαι εννά σκοπήσω τζιaαι ’γιω»… Ήξεραν τι τους έλεγαν, είχαν περάσει κι εκείνοι τα ίδια πριν από μερικά χρόνια… καταλάβαιναν τι σημαίνει η επιμονή τους.

Τελικά, όμως, το ζευγάρι αναγκάστηκε να φύγει διότι τα πράγματα γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολα, πλέον ήταν σχεδόν αδύνατο να ψάχνουν όπως ήθελαν, και οι γείτονές τους κάθε μέρα φοβόντουσαν και περισσότερο, αλλά δεν έπαυαν να τους υπόσχονται ότι θα συνεχίσουν εκείνοι, με τον τρόπο τους.

Σκεφτείτε τώρα τον Λοΐζο με τις κατσέλλες και την Αννού που η κουζίνα στο σπίτι της της φαινόταν φυλακή να πρέπει να περιοριστούν στο διαμέρισμα του Συνοικισμού του Αγίου Μάμα.

Η εκπομπή συνέχιζε στην τηλεόραση, ο γερο-Λοΐζος δεν σταματούσε να καπνίζει, και να κοιτάει το ρολόι, η Αννού συνέχιζε να μουρμουρίζει για το τσιγάρο, για τον καπνό και για τα φασούλια που δεν βράζουν… «Ε, Λοΐζο, τι λαλείς, εννά ’ρτει;», άξαφνα ρώτησε η Αννού, «Ου, κι εσσού, πώς εννά ’ρτει αφού εν αμαΐρευτα τα φασούλια, αρέσκουντου όμως τζιαι κάμνεις τα καλά, εν νά ’ρτει μεν έσιεις έννοια». Το ντοκιμαντέρ συνέχιζε και είχε φτάσει στη Συνθήκη της Λωζάννης, τον Ιούλιο του 1923, ο γέρο-Λοΐζος κάπνιζε και έβλεπε πότε την τηλεόραση και πότε το ρολόι, η Αννού μουρμούριζε πότε για τον καπνό, πότε για τα φασούλια…

«Ε, Αννού, αθυμάσαι; Είπαν μας ότι εν να γυρεύκουν τζιαι τζιείνοι, μα επεθάναν αλλόπως τζιαι εν ήβραν τίποτε», «Ου, Λοΐζο, ίντα αθθυμήθηκες τωρά, τζιαι σβήσε τον τσϊάρο!», και όμως εκείνοι οι γείτονες έψαχναν… κι ας μην είχαν τρόπο να το πούνε στην Αννού και στον Λοΐζο.

«Άτε κορή άνου πάνω και εν να ’ρτει, σάστου», η ώρα είχε πάει δύο το μεσημέρι, ώρα μεσημεριανού… ούτε η Αννού ούτε ο Λοΐζος σηκώθηκαν από τον καναπέ, αφού δεν θα ερχόταν και το ήξεραν, όμως του άρεσαν τα φασούλια όπως τα έκαμνε η Αννού.

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X