ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Της γυναικός υποταγήν εις τα νεύματά του

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Πόσο βρώμικο είναι αυτό το πεζοδρόμιο με όσα μάζεψε στα ρείθρα του η βροχή, καλά όχι και πως η περιοχή ολόκληρη είναι όμορφη, πόση μουντάδα σε αυτά τα τσιμεντένια θηρία», καλά, έφταιγε και το προχωρημένο της ώρας που έκρυβε κάθε τι που θα μπορούσε να έχει μία κάποια ομορφιά. Αυτά σκεφτόταν καθώς προχωρούσε σαν μοναχικός λύκος στο άδειο στενό. Είχε πάρει την απόφαση να επισκεφτεί τα διαβόητα κακόφημα μπαρ του κέντρου. Δεν το συνήθιζε, δεν του άρεσε η ιδέα του πληρωμένου έρωτα, αν και συχνά άκουγε να λένε ότι αυτό είναι συνηθισμένο και όλες το κάνουν γιατί δεν θέλουν να γίνουν καθαρίστριες ή γιατί αγαπάνε το εύκολο χρήμα, και αυτός απαντούσε «υπάρχουν και αυτές, ναι, αλλά υπάρχουν και οι άλλες που βρέθηκαν ανάσκελα για χίλιους άλλους λόγους, δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες», έλεγε και ξανάλεγε στους φίλους που τον προέτρεπαν να πάει σε κάποιο μπαρ, «ναι, ρε φίλε, σιγά όλες πόρνες είναι και τους αρέσει, το γουστάρουν, εμένα η μάνα μου ξενόπλενε και καθάριζε σκάλες και δεν έγινε τέτοια». Φυσικά, αυτές οι συζητήσεις δεν είχαν ποτέ αποτέλεσμα και πάντοτε το συμπέρασμα ήταν ένα: είναι όλες τους ίδιες!

Κάποια στιγμή και ενώ η παρέα έπινε από νωρίς σε κάποιο συνοικιακό μπαρ τον έπεισαν να πάει στο μπαρ «Το άλλο πράγμα». Εκεί του είπαν ότι τα κορίτσια είναι καθαρά και τα ποτά δεν είναι μπόμπες, άσε που δεν συχνάζει ο πάσα εις… οπότε μπορεί άφοβα να καθίσει και να πιει το ποτό του και να διαλέξει και μια κοπέλα «ε, σε αυτό δεν θες συμβουλές, θυμάσαι ακόμα πώς γίνεται, έτσι δεν είναι;», του είπε ένας από την παρέα. «Ρε, θα έρθετε παρέα, πάμε μαζί, έτσι για τα ποτά μας». Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αποφύγει τη δική του επίσκεψη, αφού ήξερε ότι η παρέα θα αρνιόταν, όχι γιατί δεν πήγαιναν σε τέτοια μέρη, αλλά γνώριζε ότι μετά το μπαρ οι υπόλοιποι θα πήγαιναν οικογενειακώς σε τραπέζια, ήταν γιορτές, «άντε ρε, ολόκληρος μαντράχαλος θες και παρέα, τι φοβάσαι, γυναικάκια είναι, και με τον παρά σου κανονίζεις την κερά σου!» του είπε κάποιος, «σώπα ρε, που θα πάμε και με τις γυναίκες μας», είπε κάποιος άλλος, γελώντας πονηρά.

Η παρέα διάλυσε και εκείνος ξεκίνησε για «Το άλλο πράγμα». Πάρκαρε και άρχισε να κατευθύνεται στο μπαρ. Ακριβώς έξω από το μαγαζί σε δύο ψηλά σκαμπό δύο κορίτσια, όμορφα δεν τα έλεγες, του θύμιζαν εκείνες τις γυμνές κούκλες που έχουν τα καταστήματα ρούχων στις βιτρίνες τους όταν τις ανανεώνουν. Τον χαιρέτησαν με ένα τυποποιημένο χαμόγελο που μύριζε ταλκ και έντονο άρωμα. Μπήκε στο μπαρ, στο οποίο υπήρχαν αρκετοί άλλοι πελάτες, και τριγύρω τους γυναίκες και κορίτσια που χαριεντίζονταν μαζί τους σαν σκυλιά γύρω από ξεχειλισμένο κάδο απορριμμάτων… Έψαξε να βρει το πιο απόμερο τραπεζάκι, εντόπισε ένα στο βάθος του μαγαζιού, κάθισε και αμέσως μία κοπέλα ήρθε για να του πάρει παραγγελία, «Τι να φέρω;» «Ένα ουίσκι» απάντησε αυτός, μετά από λίγο μαζί με το ουίσκι ήρθε και ένα κορίτσι και κάθισε δίπλα του, «γεια σου, θες παρέα;» τον ρώτησε με ύφος λάγνο, αλλά τα μάτια του κάτι άλλο ήθελαν να πουν. Δεν του έκανε εντύπωση τίποτε από την παρουσία της, ούτε το στενό, προκλητικό σορτσάκι της, ούτε το στήθος της που το έπνιγε το ύφασμα, και ήταν έτοιμο να σκάσει. Η κοπέλα σχεδόν αμέσως άρχισε να τον αγκαλιάζει, όπως αγκαλιάζει κανείς έναν άγνωστό, σχεδόν τα χέρια της δεν τον ακουμπούσαν. «Πώς σε λένε;» έκανε την ερώτηση που νόμιζε ότι θα σπάσει τον πάγο, της απάντησε, ρωτώντας με τη σειρά του το όνομά της. Η συζήτησή τους ήταν κάτι σαν παιχνίδι ερωταπαντήσεων, που έμοιαζε να μην έχει τέλος και τότε ήρθε η ερώτηση «δεν θα με κεράσεις κάτι;», τότε η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της προς τη γωνία του μπαρ και λίγο φως έπεσε πάνω στη δεξιά πλευρά του πρόσωπου της, και το βαρυφορτωμένο μακιγιάζ αποκάλυψε τον σκοπό του…

Πλήρωσε το ουίσκι του και έφυγε, και τα ρείθρα του πεζοδρομίου έμοιαζαν πιο καθαρά από την πούδρα της κοπέλας στο μπαρ «Το άλλο πράγμα».

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση