ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Χαριτόβρυτα λογοτεχνικά αινίγματα

Το Βιβλιοτρόπιο διοργανώνει εκδήλωση αφιερωμένη στον Μπόρχες και οι δύο καλεσμένοι μιλούν στην «Κ»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου η ομάδα ανάγνωσης Βιβλιοτρόπιο στη Λεμεσό διοργανώνει εκδήλωση αφιερωμένη στον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες με ομιλητές τους Αχιλλέα Κυριακίδη, συγγραφέα, σκηνοθέτη, μεταφραστή και τον κριτικό λογοτεχνίας Αριστοτέλη Σαΐνη. Οι δύο καλεσμένοι μίλησαν στην «Κ» για το έργο του μεγάλου αργεντινού συγγραφέα. Ο Αριστοτέλης Σαΐνης τον θεωρεί έναν από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα και ο Αχιλλέας Κυριακίδης τονίζει ότι η ασίγαστη αγωνία του Μπόρχες για τη γλώσσα, που εκφράζει ό,τι πιο πολύτιμο, δημιουργεί καθένας μας, την ανθρώπινη σκέψη, τον παίδευε (με όλες τις έννοιες της λέξης) ώς το τέλος.

 

–Τι είναι αυτό που κάνει, θεωρείτε, τον Μπόρχες σημαντικό συγγραφέα;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΑΪΝΗΣ: Πρόκειται για έναν από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το αποδεικνύει η εξακολουθητική διαθεσιμότητα αυτών των καλειδοσκοπικών, περίτεχνα ελλειπτικών και βαθιά ειρωνικών κειμένων σε νέες αναγνωστικές προσεγγίσεις. «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες μας δίδαξε να διαβάζουμε τα δοκίμιά του με δυσπιστία και τα διηγήματά του καθαροί και έτοιμοι να πλανηθούμε», σημείωνε ο πιο αγαπητός μαθητής του, ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας Κρίστιαν Γκρέινβιλ, όπως, τουλάχιστον, παραδίδει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, και μ’ αυτήν την προειδοποίηση κατά νου νομίζω ότι πρέπει να σκύβουμε ευλαβικά πάνω απ’ τα κείμενά του. Πράγματι, κάθε νέα ανάγνωσή τους προκαλεί την ανησυχία μας και κλονίζει εκ βάθρων τις αναγνωστικές μας βεβαιότητες.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ: Όπως έλεγε ο Κάρλος Φουέντες για τον «Δον Κιχώτη», την αρχή δηλαδή του μοντέρνου μυθιστορήματος, το έργο του Μπόρχες αποτελεί σύμβολο της «αβεβαιότητας για όλα» ή, μάλλον, της «βεβαιότητας πως κάθε πραγματικότητα που διαρκεί στηρίζεται στη φαντασία». Πάντως, αν ήθελα να φανώ συνεπής στην ιερή λακωνικότητα του Μπόρχες, θα σας έλεγα ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έχει πια ενδυθεί το αυτονόητο των φυσικών νόμων: Γιατί βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος;

 

Πώς θα περιγράφατε τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο αναγνωστικό κοινό;

Α.Κ.: Τον συνάντησα όταν είχε έρθει στην Ελλάδα, το 1984, για να αναγορευτεί, μετά από πρόταση του Νάσου Βαγενά, επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Γνώρισα έναν άνθρωπο απόλυτα συμφιλιωμένο με το γήρας, την τυφλότητά του και, πάνω απ’ όλα, τη σοφία του. Σαν παιδί που του χαρίζεις μια ευκαιρία, μας ρωτούσε ξανά και ξανά αν μπορούσαμε να του εξηγήσουμε γιατί ο Όμηρος χρησιμοποιεί το επίθετο «οίνωψ» (κρασόχρωμος) για να περιγράψει τη θάλασσα… Αυτή η ασίγαστη αγωνία για τη γλώσσα που εκφράζει ό,τι πιο πολύτιμο δημιουργεί καθένας μας, την ανθρώπινη σκέψη, τον παίδευε (με όλες τις έννοιες της λέξης) ώς το τέλος.

Α.Σ.: Αν εννοείτε τον ίδιο, φυσιογνωμικώς, θα δυσκολευόμουν… όλοι έχουμε όμως πλέον πρόσβαση σε φωτογραφίες και σχετικό υλικό. Το συγκλονιστικό στην εικόνα του Μπόρχες που ανακαλώ συχνότερα είναι τα άτονα μάτια του που είναι πάντα σαν να ταξιδεύουν στο άπειρο σύμπαν «που άλλοι ονομάζουν βιβλιοθήκη»… Αν, πάλι, εννοείτε το έργο του, μόνο με επιφωνήματα και ιλιγγιώδεις καταλόγους. Θυμάμαι τώρα τις πρώτες εξωτικές αναφορές για το έργο του που έφτασαν στην Ιταλία του 1939. Νομίζω, αντικατοπτρίζουν την έκπληξη του μέσου ευρωπαίου αναγνώστη απέναντι στο αισθητικά πρωτόγνωρο φαινόμενο Μπόρχες. Ο Ιταλός συγγραφέας και διπλωμάτης Πάολο Βίτα Φίντσι ανακαλεί τους κοινούς περιπάτους τους στην Αργεντινή ως εξής: «Επανέρχονταν οι αγαπημένοι χρόνοι του Μπόρχες, η Αιώνια Επιστροφή, ο Κυκλικός Χρόνος, οι Λαβύρινθοι, το Όνειρο-Πραγματικότητα, οι Καθρέφτες, το Τυχαίο, η Καββάλα, το Οξύμωρον, εκφέρονταν χαρακτηριστικά μπορχεσιανά επίθετα: Κυκλικό! Συμμετρικό! Άπειρο! Ιλιγγιώδες! Τυχαίο! Εφήμερο! Απατηλό! Επινοημένο! Πλαστό! Ανεξάντλητο! Βδελυρό! Απαρέγκλιτο! Αποτρόπαιο!».

 

O Μπόρχες ανήκει σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή είναι ένας λογοτέχνης φιλόσοφος;

Α.Κ.: Ας τολμήσω να πω ότι ο Μπόρχες εκπροσωπεί επάξια τη λογοτεχνία που φιλοσοφεί και όχι, ασφαλώς, τη φιλοσοφία που λογοτεχνίζει. Γι’ αυτό και τα περισσότερα διηγήματά του αποφαίνονται, προτείνουν σκανδαλιστικές απόψεις σε προαιώνια ζητήματα, ενώ τα περισσότερα δοκίμιά του αναρωτιούνται, ταλαντεύονται χαριτόβρυτα, σαν τα πιο γοητευτικά αστυνομικά αινίγματα.

 Α.Σ.: Όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας, έτσι και ο Μπόρχες διασχίζει τα λογοτεχνικά ρεύματα ή κινήματα και φιλοσοφεί για τη δική του τέχνη του και τη δική μας ζωή. Οι μοντερνιστές, για παράδειγμα, χαρακτήρισαν τον «Πιερ Μενάρ» του πρόδρομο του μεταμοντέρνου, ενώ οι μεταμοντερνιστές (John Barth), «dernier cri» του μοντερνισμού. Όπως και να ’χει, δεν είναι τυχαίο το ότι, ήδη από τη δεκαετία του 1960, τα μπορχεσιανά κείμενα θεωρήθηκαν mise-en-scène για πολλά από τα προβλήματα που απασχολούσαν τη λογοτεχνική κριτική και τη φιλοσοφία της γλώσσας. Κατά μία έννοια τα φανταστικά του διηγήματα, αλλά και τα φανταστικά του δοκίμια (αν οι ειδολογικές διακρίσεις έχουν κάποια σημασία στην περίπτωσή του), προβλέπουν και σχολιάζουν όλες τις βασικές αισθητικές και, ταυτόχρονα, φιλοσοφικές διερωτήσεις: από πού αντλούμε λογοτεχνικό υλικό, με ποιες αφηγηματικές στρατηγικές μπορεί να δομηθεί ένας φανταστικός κόσμος ή ένα επιχείρημα, ποια η σχέση μεταξύ γλώσσας και αναπαράστασης;

 

Οι θέσεις του περί της κοινωνίας σήμερα είναι ακόμα επίκαιρες;

 Α.Κ.: Από την απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτησή σας, μπορεί κανείς εύκολα να συναγάγει ότι, κατ’ εμέ, το λογοτεχνικό του έργο μόνο θέσεις δεν περιέχει, με την έννοια της κατασταλαγμένης κοσμοθεωρίας ή και, ακόμα χειρότερα, των συνταγών ζωής αλά Πάμπλο Κοέλιο. Όσο για τις πολιτικές του απόψεις, ε, ας συγχωρήσουμε σ’ έναν θεό την τόσο ανθρώπινη αδυναμία των ιδεολογικών παλινδρομήσεων, πόσο μάλλον όταν αυτές δεν τον οδήγησαν ποτέ σε ακρότητες, όπως συνέβη σε άλλους, μείζονες επίσης, στοχαστές και συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Α.Σ.: Είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν στη βαθιά ανθρωπολογική διάσταση του έργου του, οπότε η απάντησή μου είναι θετική. Το ίδιο θα έλεγα και για την πολιτική διάσταση του έργου του, παρά τις συγγνωστές παραλείψεις και τις περίεργες δηλώσεις του. Είναι επίσης αλήθεια ότι συνήθως η κριτική εμμένει στη μη πραγματική διάσταση του έργου του, ακόμα κι αν αυτό παραμένει αγκιστρωμένο στην πιο πραγματική πραγματικότητα, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες μελέτες. Όπως και να ’χει, υπάρχει μια μπορχεσιανή λύση στο μπορχεσιανό αυτό παράδοξο, που αφήνει ικανοποιημένους όλους… Όταν, τον Μάρτιο του 1982, η Αμαλία Παππά μεταφράζει τον «Πρόλογο στο Μισάνοιχτο ρόδο» του Μπόρχες για το όγδοο τεύχος του «Ωλήνα» του Ηλία Λάγιου, η έκδοση του περιοδικού προσθέτει την ακόλουθη σημείωση: «Το κείμενο αυτό δεν γράφτηκε από τον Borges –υμνητή του Πινοσέτ–, γραφιά νεκρό. Ίσως το έγραψε –όπως θα έλεγε και ο ίδιος– “ο άλλος Borges”».

 

Ποια είναι η λογοτεχνική επίγευση του αναγνώστη, αφού τελειώσει ένα διήγημα του συγγραφέα, νομίζετε;

 Α.Κ.: «Κάποια βιβλία είναι να τα γεύεσαι, κάποια να τα καταπίνεις και κάποια άλλα, ελάχιστα, να τα μασάς και να τα χωνεύεις» μας θυμίζει ο Μπόρχες, προτάσσοντας τη ρήση του Μπέικον ως motto στην επιγραφή του διηγήματος «Ο αθάνατος». Τα βιβλία του Μπόρχες καταλαβαίνουμε σε ποια κατηγορία ανήκουν. Η επίγευση του αναγνώστη ποικίλλει. Μια μερίδα αναγνωστών δεν θα μπορέσει να διασπάσει το διανοητικό περίβλημα και να αντιληφθεί την ειρωνεία, και τότε το παιχνίδι της απόλαυσης του κειμένου χάνεται αμέσως. Εδώ, η επίγευση θα ’ναι στυφή. Όσο γι’ αυτούς που θα καταφέρουν να μασήσουν τα βιβλία του, θα γίνουν θαυμαστές του, και η αρχική επίγευση θα ’ναι γλυκιά σαν μέλι.

Α.Σ.: Να θυμίσω τη διάκριση των θαυμαστών του Μπόρχες που κάνει ο Νάσος Βαγενάς, ανάμεσα σ’ αυτούς που γνώρισαν το έργο του παρακινημένοι από τη φήμη του και εκείνους που τον ανακάλυψαν μόνοι τους, από κάποια ευτυχή σύμπτωση! Οι δεύτεροι, λέει ο Βαγενάς, «είδαν τον ορίζοντα της προσδοκίας του να φωτίζεται ξαφνικά με τον τρόπο ενός κεραυνού εν αιθρία». Όσο περνάει ο καιρός, φυσικά, και το έργο του Μπόρχες κανονικοποιείται, νομίζω ότι συμβαίνει ό,τι με κάθε «κλασικό» συγγραφέα. Η αρχική έκπληξη δίνει τη θέση της σε μια αίσθηση απόλυτης πληρότητας που, παρ’ όλα αυτά, σου γεννάει συχνά την ανάγκη να διαβάσεις το ίδιο διήγημα, ξανά και ξανά, αφού η εκ νέου ανάγνωση ενός κλασικού βιβλίου είναι κάθε φορά μια νέα ανάγνωση αποκάλυψης, όπως η πρώτη (θα έλεγε ο Καλβίνο).

 

Το Βιβλιοτρόπιο

Το Βιβλιοτρόπιο είναι μια ομάδα ανάγνωσης, με βάση τη Λεμεσό, που προωθεί τις λογοτεχνικές συνέργιες και φέρνει στο κυπριακό αναγνωστικό κοινό συγγραφείς και κριτικούς λογοτεχνίας με κύριο στόχο την προώθηση της φιλαναγνωσίας και την καλλιέργεια αναγνωστικής κουλτούρας. Ο Παντελής Μάκη εκ των μελών του Βιβλιοτροπίου μας συστήνει την ομάδα του και εξηγεί τους στόχους της επ’ ευκαιρία της εκδήλωσης που είναι αφιερωμένη στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, στη Λεμεσό.

–Ποιοι είναι οι στόχοι που έχει θέσει το Βιβλιοτρόπιο αυτά τα χρόνια;

Το Βιβλιοτρόπιο ξεκίνησε το 2008 στη Λεμεσό ως μια ομάδα ανάγνωσης αποτελούμενη από άτομα που αγαπούν το διάβασμα. Τον επόμενο χρόνο, λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος, δημιουργήθηκε ακόμα μία ομάδα ανάγνωσης. Τα μέλη των ομάδων συναντούνται από τότε τακτικά μία φορά τον μήνα και συζητούν γύρω από το βιβλίο που διάβασαν. Το 2015 οι ομάδες αυτές προχώρησαν στη σύσταση του οργανισμού Βιβλιοτρόπιο με κύριους στόχους την προώθηση της φιλαναγνωσίας και την καλλιέργεια αναγνωστικής κουλτούρας. Τους στόχους αυτούς προσπαθούμε να τους επιτύχουμε μέσα από τη διάδοση του θεσμού των λεσχών ανάγνωσης, την ετοιμασία και διανομή ενημερωτικού υλικού και τη διοργάνωση εκδηλώσεων που έχουν σχέση με τον χώρο του βιβλίου. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε διοργανώσει πληθώρα εκδηλώσεων, φιλοξενώντας Κύπριους και Ελλαδίτες συγγραφείς, μεταφραστές, κριτικούς λογοτεχνίας και ακαδημαϊκούς. Τα δύο τελευταία χρόνια είχαμε οργανώσει τον κύκλο εκδηλώσεων με τίτλο Συναντήσεις Συγγραφέων, όπου ένας Κύπριος και ένας Ελλαδίτης συγγραφέας κουβέντιαζαν μεταξύ τους και με το κοινό γύρω από ένα λογοτεχνικό θέμα, αλλά και αφιερώματα σε ξένους συγγραφείς, όπως ο Μισέλ Ουελμπέκ και ο Μίλαν Κούντερα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το αφιέρωμα στον μεγάλο Αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Πέμπτη 29 Νοεμβρίου στη Λεμεσό.

–Έχετε δει να αλλάζει η αναγνωστική κουλτούρα στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια;

Τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές: Κύπριοι νέοι λογοτέχνες έχουν την ευκαιρία να δουν τα βιβλία τους να εκδίδονται στην Ελλάδα, αλλά και να μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες. Παράλληλα έχουν αυξηθεί οι πολιτιστικές διοργανώσεις που αφορούν στο βιβλίο, ενώ έχουν θεσμοθετηθεί φεστιβάλ λογοτεχνίαςπου δίνουν την ευκαιρία σε δημιουργούς και αναγνώστες να έρθουν σε επαφή, κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Η αναγνωστική κουλτούρα δεν μπορεί, ωστόσο, να καλλιεργηθεί ουσιαστικά, αν δεν υιοθετηθεί ένα ολοκληρωμένο, μακροχρόνιο πρόγραμμα στήριξης και προώθησης του βιβλίου που να απευθύνεται σε όλους του κρίκους της αλυσίδας: τον συγγραφέα, τον εκδότη και τον αναγνώστη, αλλά και να στηρίζει τη μετάφραση και την προώθηση του βιβλίου.

–Ποιες είναι οι δυσκολίες, πιστεύετε, που αντιμετωπίζει το βιβλίο στην Κύπρο;

Θα μπορούσε κανείς να σημειώσει δυσκολίες που αντιμετωπίζουν διαφορετικές ομάδες σε σχέση με το βιβλίο στην Κύπρο – συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες. Από την πλευρά του αναγνώστη διαπιστώνουμε ότι πολλά βιβλία από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους (είτε Ελλήνων συγγραφέων είτε μεταφράσεις ξένων συγγραφέων) δεν εμφανίζονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων στην Κύπρο. Το κενό αυτό επιτείνεται και από την απουσία δημόσιων βιβλιοθηκών στον τόπο μας, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στο σύνολο της παραγωγής των βιβλίων να είναι περιορισμένη. Το σημαντικό για εμάς, ως αναγνώστες, είναι να έχουμε τη δυνατότητα να διαβάζουμε αξιόλογα βιβλία, τα οποία, εκτός από την απόλαυση της ανάγνωσης, μας προσφέρουν μια διαφορετική θέαση της πραγματικότητας που μας περιβάλλει.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X