ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ενα μουσείο και μία σειρά για το έπος του Ομήρου

Το «Ετος Τροίας» παίρνει σάρκα και οστά στην Τουρκία, αλλά και στο... Netflix

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Της Τζίνας Σωτηροπούλου

To 2018 χαρακτηρίστηκε «Ετος Τροίας» για την Τουρκία, με αφορμή τον εορτασμό της 20ής επετείου από την ανακήρυξη της ιστορικής πόλης της δυτικής επαρχίας του Τσανάκαλε σε μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Δύο γεγονότα σηματοδοτούν τη χρονιά: το Μουσείο Τροίας που εγκαινιάζεται τον Αύγουστο και η νέα τηλεοπτική σειρά οκτώ επεισοδίων παραγωγής BBC One και Netflix με τίτλο «Τροία - Η πτώση μιας πόλης», που άρχισε να προβάλλεται στις 6 Απριλίου.

Λέγεται ότι το τουρκικό υπουργείο Τουρισμού και Πολιτισμού έχει προσκαλέσει στα εγκαίνια του μουσείου, εκτός από τους πρωταγωνιστές της νέας σειράς, εκείνους της ταινίας «Τροία» (2004): Μπραντ Πιτ, Νταϊάν Κρούγκερ, Ερικ Μπάνα και Ορλάντο Μπλουμ. Πολεμικές αναπαραστάσεις, συμπόσια και δρώμενα εμπνευσμένα από τον Τρωικό Πόλεμο θα λάβουν χώρα στο Κρατικό Θέατρο Οπερας και Μπαλέτου αλλά και αλλού. Η τηλεοπτική σειρά δεν αναπαριστά μόνο το ομηρικό έπος της Ιλιάδας αλλά μπλέκει και άλλους γνωστούς μύθους, προτρέποντάς σε «να παλέψεις για την αγάπη αψηφώντας τους θεούς». Και ενώ τα οικονομικά συμφέροντα και το πάθος της εξουσίας είναι οι κινητήριες δυνάμεις της Ιστορίας κατά τον Θουκυδίδη, ο Τρωικός Πόλεμος παρουσιάζεται εδώ σαν μια «επική ιστορία έρωτα, εκδίκησης και ίντριγκας», με επιρροές από το «Game of Thrones».

Οι διαξιφισμοί           

Η σειρά γυρίστηκε στη Νότια Αφρική, στα περίχωρα του Κέιπ Τάουν. Παρόλο που ο Οουεν Χάρις υπογράφει τη σκηνοθεσία (επεισόδιο «San Junipero» του «Black Mirror») και ο Ντέιβιντ Φαρ το σενάριο («The Night Manager»), η σειρά είναι κάτω του μετρίου, με μοναδικό θέμα διαξιφισμών το μαύρο χρώμα δέρματος του Αχιλλέα (Ντέιβιντ Γκιάζι) και του Δία (Χακίμ Κάε-Καζίμ): κατηγορίες για «ρατσιστική» επανεγγραφή του ελληνικού πολιτισμού και της μυθολογίας αλλά και επιδοκιμασίες του πολυπολιτισμικού καστ.

«Η Ιλιάδα είναι έπος πολεμικό: δραματοποιεί, ανατέμνει και συμπυκνώνει τον τρωικό πόλεμο σε τέσσερις μάχιμες ημέρες, που καταλήγουν σε ισόπαλη τραγωδία: ο φόνος του Πατρόκλου από τον Εκτορα και ο φόνος του Εκτορα από τον Αχιλλέα σφραγίζονται με ενδεκαήμερη ανακωχή, αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος» γράφει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης στα επιλεγόμενα της μετάφρασής του στην Ιλιάδα (εκδόσεις Αγρα, 2009). «Η βασική ιδέα του Μουσείου της Τροίας είναι η δημιουργία ενός χώρου που ενσωματώνει την αφήγηση μιας φορτισμένης γεωγραφίας που υφαίνεται από ιστορικά γεγονότα και μύθους, ενώ σέβεται τη συλλογική μνήμη.

Η σχεδιαστική φιλοσοφία του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αφαίρεση. Αυτή δίνει τη δυνατότητα σε κάθε θεατή να το κοιτάξει από διαφορετική οπτική γωνία, επαναφέροντας διαφορετικά κομμάτια της Ιστορίας», αναφέρει στην «Κ» ο αρχιτέκτονας Ομέρ Σελτζούκ Μπαζ, επικεφαλής του τουρκικού γραφείου Yalin Mimarlik που κέρδισε το Α΄ βραβείο μεταξύ 132 συμμετοχών στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 2011.

Εκατόν πενήντα χρόνια περίπου μετά τις ανασκαφές του Σλήμαν αλλά και αυτές του Ντέρπφελντ, του Μπλέγκεν και του Κόρφμαν στο Χισαρλίκ της δυτικής Τουρκίας, όχι μόνο ο «Θησαυρός του Πριάμου» δεν ανήκει τελικά στον Πρίαμο αλλά και η ακριβής τοποθεσία της ομηρικής Τροίας αμφισβητείται ανοιχτά. Παρ’ όλα αυτά, οι ανασκαφές του Σλήμαν που ανακάλυψε τα ερείπια μιας σειράς αρχαίων πόλεων –η μία πάνω στην άλλη, από την Εποχή του Χαλκού ώς τη Ρωμαϊκή περίοδο– ονομάζοντας μία από αυτές τις πόλεις Τροία I, και αργότερα Τροία II, εδραίωσαν τον μύθο της ομηρικής Τροίας. Μιας πόλης «απόκρημνης», «υψίπυλης», «ομορφοτειχισμένης», «πολυανεμισμένης», «μεγαλόπρεπης» και «ιερής».

Μισό χιλιόμετρο ανατολικά των ευρημάτων, στα παράλια της Μικράς Ασίας, ένας χάλκινος κύβος 32 επί 32 μέτρων από οξειδωμένο χάλυβα αναδύεται από το σταχένιο ερημικό τοπίο. Το Μουσείο της Τροίας οριοθετείται από κάθετες λωρίδες στο χρώμα της σκουριάς με σημειακά ανοίγματα προς τη θέα που εκτείνεται ώς τo Αιγαίο και τον αρχαίο Ελλήσποντο. Στα στενά των Δαρδανελλίων, η θέση της Τροίας ήταν κρίσιμη για τον έλεγχο των εμπορικών οδών προς τη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τοποθετείται το νέο μουσείο: στον τόπο σύγκρουσης των Αχαιών με τους Τρώες. Κατά την Ιλιάδα, κοντά στο όρος Ιδη και στην πεδιάδα που διατρέχουν δύο ποταμοί, ο Σκάμανδρος και ο Σιμόεις.

«Η βασική ιδέα για την τοπιογραφία ήταν να παραμείνει πιστή στον αρχικό σχηματισμό του εδάφους, να σεβαστεί το φυσικό τοπίο που βρίσκεται εδώ και 4.000 χρόνια θαυμάζοντάς το από το δώμα του μουσείου», λέει ο Ομέρ Σελτζούκ Μπαζ. Αντί της τοπικής πέτρας ή μαρμάρου επιλέχθηκε το corten, ένα υλικό που μεταλλάσσεται με το πέρασμα του χρόνου και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. «Το μόνο που προβάλλει στο τοπίο είναι η σκουριασμένη επιφάνεια του κτιρίου. Χρησιμοποιούμε υλικά που διαμορφώνονται και αλλάζουν με τον άνεμο και την υγρασία της γης. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 80% των αντικειμένων που βρέθηκαν γύρω από την Τροία ήταν φτιαγμένα από τερακότα. Και το corten αποκτά την απόχρωση της τερακότας με τον χρόνο, απορροφώντας τη φύση».

Η πρόσβαση στο μουσείο γίνεται υπογείως με μια δωδεκάμετρη ράμπα από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, η οποία «αντιπροσωπεύει μία σήραγγα στον χρόνο. Είναι μια μηχανή χρόνου ή μια πόρτα στο παρελθόν που μας οδηγεί στην εποχή της αρχαίας Τροίας. Ευθεία αναφορά στη διάσημη ράμπα της Τροίας ΙΙ: την είσοδο στην καρδιά της πόλης».

Μια δεύτερη ράμπα, περιμετρική, οδηγεί στην απόληξη του κτιρίου. «Το σημαντικότερο στοιχείο σχεδιασμού είναι η κίνηση των επισκεπτών. Ολόκληρη η γεωμετρία και τα μεγέθη του μουσείου βασίζονται στη δομή και στη θέση που βρίσκονται οι ράμπες. Από το εξωτερικό, κάποιοι μπορεί να δουν στρατιώτες να βγαίνουν από τον δούρειο ίππο και άλλοι, επισκέπτες να σκαρφαλώνουν στις ράμπες». Το κτίριο θα περιλαμβάνει εκτός από τους εκθεσιακούς χώρους, πωλητήριο, καφέ, εστιατόριο, εργαστήρια συντήρησης και χώρους αποθήκευσης για τη συλλογή –αρχαιολογικά ευρήματα 3.000 χρόνων– καθώς και 24 χρυσά κομμάτια, τους «θησαυρούς της Ελένης της Τροίας», που επιστράφηκαν στην Τουρκία από τις Ηνωμένες Πολιτείες έπειτα από 125 χρόνια.

Ο Ομέρ Σελτζούκ Μπαχ αμφιβάλλει αν η σύγχρονη τουρκική αρχιτεκτονική προσδιορίζεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. «Είναι πάντα πρόκληση να προσπαθώ να διακρίνω την αρχιτεκτονική ανά χώρα, πολιτισμό, γεωγραφία ή και χρονικά, ειδικά στη σύγχρονη εποχή. Οι εθνικές ταυτότητες παίζουν ρόλο στον σχεδιασμό μέσω μιας συνθετικής ή μιμητικής διαδικασίας παραγωγής μορφών. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έχουμε υπερβεί τα όρια των τοπικών, εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων;».

Πολυβραβευμένος

Γεννημένος το 1978 στη Νυρεμβέργη, μεγάλωσε στην Αντιόχεια της νότιας Τουρκίας και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Ουλουντάγ στην Προύσα με μεταπτυχιακές σπουδές στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Με πολλά βραβεία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς (Α΄ βραβεία: υποκατάστημα της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας στην Προύσα, Τζαμί Σέιχ Σάλεχ ΑλΡαχί στο Ριάντ) το 2011 ίδρυσε μαζί με τον πολεοδόμο Οκάν Μπαλ το αρχιτεκτονικό γραφείο Yalin Mimarlik. «Είναι η οικουμενικότητα των ανθρώπινων συναισθημάτων στην Ιλιάδα που μας γοήτευσε: η ισχυρή έκφραση των ανθρώπινων φόβων, αμφιβολιών, επιθυμιών, οργής, αδυναμιών. Επικεντρωθήκαμε σε μια εικόνα της Τροίας που γίνεται αντιληπτή μέσω του μύθου και της αρχαιολογίας σ’ έναν απομακρυσμένο ορίζοντα. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να εδραιώνει μια αντανακλαστική σχέση με την Ιστορία. Θέλαμε να υπογραμμίσουμε τη διαχρονικότητα, την καθολικότητα και την ηρεμία. Δεν θέλαμε να χτίσουμε ένα μνημείο. Το μνημείο είναι η Τροία και είναι εκεί. Το μουσείο αποτελεί σημείο αναφοράς».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση