ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η ροζ αποικία

Ο μαγικός κόσμος των νεφών ήταν κάτι σαν κολυμβήθρα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Υπήρχε κάποτε μια φασολιά, που λέτε, ή κάτι τέτοιο… και αυτή η φασολιά ήταν τόσο μαγική που μεγάλωνε, μεγάλωνε και όλο και περισσότερα μικρά ανθρωπάκια κατάφερναν να ανεβαίνουν ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, μέχρι πάνω από τα σύννεφα. Ανέβαιναν, που λέτε, πολλοί άνθρωποι και επειδή εκεί έβρισκαν πολλά και ωραία φαγητά, κάτι πουλιά φανταχτερά που τραγουδούσαν σαν τα αηδόνια, εκεί ένιωθαν βασιλιάδες, που να δείτε όταν ούζο έπιναν και μέσα-μέσα και καμιά ζιβάνα πώς γινόντουσαν! Ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα πολλές φορές έπαιρναν ανθρώπινη μορφή και όλοι μαζί, πράγματα και άνθρωποι έστηναν τρελό χορό, που κρατούσε ίσαμε το πρωί… Όσοι ανέβαιναν από τη φασολιά έως τον ουρανό έμεναν εκεί για πάντα. Μα να μη θέλουν με τίποτα να κατέβουν ξανά στη γη. – Άσε, ρε άνθρωπε, που θα κατεβούμε στην κόλαση, εδώ είναι τα ουρί του παραδείσου, κάποιος που τα μέτρησε μια φορά τα έβγαλε καμιά εβδομηνταριά, εδώ έχει παρθένες και δεν κάνει κρύο ποτέ, είναι φωτεινά και έχει χλωρό χορτάρι… και εμείς δεν είμαστε τίποτα πρόβατα, και μήτε στη σφαγή πηγαίνουμε μήτε σε μαντριά μπαίνουμε. Εμείς εδώ είμαστε καραβοκύρηδες και νεφεληγερέτες. Αλί σε όσους έμειναν εκεί κάτω και δεν θα κληρονομήσουν τίποτα από τη δική μας βασιλεία, έλεγαν μεταξύ τους και χασκογέλαγαν, αλίμονο σε αυτούς που δεν θέλουν να ανέβουν εδώ μαζί μας.


Ο μαγικός κόσμος των νεφών ήταν κάτι σαν κολυμβήθρα, αν για παράδειγμα κάποτε είχες κάνει κάτι που δεν ήταν και πολύ σωστό και ανέβαινες στα σύννεφα, τότε μπορούσες να αναβαπτιστείς, έφευγε από πάνω σου κάθε μάκα, δεν έμενε, σου λέει, τίποτα, μια ώρα μετά την άνοδό σου και έβγαινες του κουτιού! Το μόνο που έπρεπε να κάνει κάποιος ήταν να δώσει μια καλή δικαιολογία και να δείξει χαρακτήρα αταλάντευτο και να έχει πάρει, τα πωλούνε σαν ξεπεζέψεις από τη φασολιά, ένα πουγκί με το καλύτερο φίλτρο του απάνω αυτού κόσμου.
Σε αυτόν τον αγγελικά πλασμένο κόσμο είχαν μία μαγική σκόνη που τη λέγανε χρυσόσκονη. Ό,τι δεν τους άρεσε το πασπαλίζανε με δαύτη και αμέσως το ομορφαίνανε, το κάνανε αγνώριστο. Καμιά φορά τη χρησιμοποιούσαν και για τις μπάμιες και το φιδέ, αλλά αυτή δεν ήταν η βασική της χρήση, αλλά το νομικόν θέσφατον λέει ότι η κατάχρήσις δεν αίρει τη χρήσιν, όχι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολλαπλώς. Το κυριότερο, είπαμε, είναι ότι σε έκανε καινούργιο άνθρωπο, ζούσες με κάποιο ψέμα στη ζωή σου… τσουπ χρυσόσκονη και το ψέμα έβρισκε την πιο βολική δικαιολογία που σχεδόν το καθιστούσε συνθήκη και αλήθεια. Έκανες ή έλεγες κάτι που δεν έπρεπε, έβγαζες το σακουλάκι, έριχνες τσας λίγη χρυσόσκονη και χανόντουσαν και οι προφάσεις και οι αμαρτίες και όλα γινόντουσαν μία ωραιότατη χρυσοπασπαλισμένη δικαιολογία. Ήταν πολύ καλά οργανωμένοι και αυτό τους έκανε χαρούμενους και γιόρταζαν και γλεντούσαν και μεταξύ τους υπήρχε αγάπη και κατανόηση, στον κόσμο των νεφελών.


Κανείς ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να πέσουν από τα σύννεφα, μέχρι και τη φασολιά κορφολόγησαν και κόψε-κόψε, σαν ψιλό μαϊντανό την κάνανε, αφού πολλοί δεν σκεφτόντουσαν καν να ξανακατέβουν, υψιπέτες είχαν γίνει. Όπως τ’ ακούτε, βέβαια, πιο εύκολο ήταν για άλλους να ανέβουν, έτσι το ρεύμα ανόδου δεν έλεγε να κοπάσει, χίλιοι καλοί χωράνε, κι αν δε χωράνε και πάνω στην κεφαλή μας, ναι, ήταν και φιλόξενοι, μέχρι παρεξηγήσεως μερικοί. Δίνανε θάρρος στον χωριάτη και να σου αμέσως πάνω στο κρεβάτι και όλοι μαλλιά κουβάρια!


Μάθανε κάποτε όμως ότι κάποιος είχε δει τη θλίψη και τον ζόφο στο πρόσωπο ενός παιδιού, στα μάτια ενός έφηβου. Είχε ακούσει μάλιστα για δυστυχισμένες υπάρξεις και έψαχνε από σύννεφο σε σύννεφο να πάρει και άλλους μαζί του για να τους ρίξουν χρυσόσκονη και όλα να φτιάξουν, έτσι ήξερε έτσι θέλησε να κάνει. Μα κάποιοι ακόμα επέμεναν στα σύννεφα να ζουν, και όταν καμιά φορά έπεφταν, μετά από λίγο πάλι ανέβαιναν, δεν αντέχεται η ζωή εκεί κάτω χωρίς χρυσόσκονη. Πόσο λίγο διαρκεί του ανθρώπου η μνήμη! Εκείνος ο ένας, του κάκου, δεν τα κατάφερε το πουγκί του να ανοίξει, όταν είδε πόνο και αδικία, και αποφάσισε από τα ροζ σύννεφα να πέσει και τραβώντας και άλλους μαζί του. Ξάφνου, όλοι μαζί έπεσαν στα σκατά που οι ίδιοι είχαν απορρίψει από τα γλέντια τα πολλά, τα περασμένα χρόνια και άγνωστο είναι αν καθαρίστηκαν μετά ή με χρυσόσκονη και αυτά πασπάλισαν για να φαίνονται καθαροί και να σου πάλι στα ψηλά.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

Ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Καραγιάν μιλάει στην «Κ» με αφορμή την αναδρομική έκθεση για το έργο του στη Λεμεσό
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ