ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μνήμης ημέρα σήμερα στο Κηποθέατρο Λεμεσού

Το σύνολο «Διάσταση» παρουσιάζει την «9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη σε σύνθεση Μ. Χριστοδουλίδη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η 9η Ιουλίου ήταν η ιδανική ημερομηνία γι’ αυτή την παρουσίαση για την οποία μίλησαν στην «Κ» ο συνθέτης Μιχάλης Χριστοδουλίδης και ο Γιώργος Νταλάρας. Ο μαέστρος Χριστοδουλίδης μάς λέει ότι η «9η Ιουλίου» έχει κερδίσει την ψυχή του και ότι είναι το έργο ζωής του κάθε Κύπριου και τονίζει «ο Βασίλης Μιχαηλίδης μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε και πιο είναι το χρέος μας με μια γλώσσα που είναι γέννημα θρέμμα μοναδικό αυτού του τόπου». Ο Γιώργος Νταλάρας μου επισημαίνει ότι η «9η Ιουλίου» είναι ένα πολύ δυνατό ποίημα που συνοψίζει στον πυρήνα του την ιστορία του νησιού και λέει πως δεν φοβήθηκε τη δύσκολη γλώσσα και την απόδοση της διαλέκτου, αφού επιλέγει να κάνει πράγματα που πραγματικά τον συγκινούν, γνωρίζοντας ότι θα χρειαστεί πολλή μελέτη και δεκάδες πρόβες.


–Κύριε Χριστοδουλίδη, είχατε πει ότι η «9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη είναι έργο ζωής σας, γιατί νομίζετε ότι είναι τόσο σημαντικό;
–Υπάρχουν έργα που τα γράφει κανείς γιατί του τα έχουν παραγγείλει και άλλα για να ξανακερδίσει την ψυχή του ή καλύτερα να ξαναφέρει την ψυχή του στο σώμα του. Είναι αυτό που λένε οι ποιητές «ο νόστος του σώματος». Υπάρχει ένα ποίημα ενός Γάλλου ποιητή του Ανρί Μισώ, που λέει «Περπατούσε αργά, πολύ αργά, για να προλάβει η ψυχή του να μπει στο σώμα του». Έχουμε ξεχάσει από πού ξεκινήσαμε και ποιες είναι οι ρίζες μας και το κορμί μας τρέχει και πάει αλλού και η ψυχή μας ψάχνεται. Το σώμα μας είναι και παραμένει η Κύπρος όσο και αν μιλάμε ξένες γλώσσες ή υιοθετούμε βαρβαρικές συνήθειες. Όταν αρχίζεις και ξεχνάς πως μυρίζει το κυπριακό ψωμί όταν βγαίνει από τον φούρνο ή πως είναι τα χρώματα όταν δύει ο ήλιος γιατί σου έχουν κλείσει τον ορίζοντα, ή τη ζεστασιά της θάλασσας της Αμμοχώστου, τότε αρχίζεις και χάνεις μικρά κομμάτια της ψυχής σου. Η «9η Ιουλίου» είναι η ψυχή του σώματος της Κύπρου. Δεν είναι το δικό μου έργο ζωής. Είναι το έργο ζωής του κάθε Κύπριου. Γι’ αυτό και τόσοι συνθέτες ασχολήθηκαν και τόσα πολλά γράφτηκαν γι’ αυτό το ποίημα. Όλοι αναζητούσαμε ένα κομμάτι της χαμένης μας ψυχής.

–Μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου έως σήμερα πώς το ακούτε ως σύνολο που έχει εκτελεστεί; Θα αλλάζατε κάτι;
–Το έργο καταρχήν έχει δισκογραφηθεί. Έχει με κάποιο τρόπο γίνει κτήμα του κοινού. Άμα αλλάξεις κάτι από αυτό που το κοινό έχει ακούσει στον δίσκο θα σου ζητήσει τα «ρέστα» και θα έχει και δίκιο. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι όλα τα έργα επιδέχονται βελτίωσης, αλλά πιστέψτε με, τις πιο πολλές φορές η βελτίωση είναι πιο πολύ στο κεφάλι του συνθέτη παρά στο κοινό. Το κοινό θέλει πάντα να νιώσει την ίδια συγκίνηση του πρώτου ακούσματος έστω και αν ο συνθέτης πιστεύει ότι κάποια κομμάτια θα έπρεπε να τα είχε γράψει καλύτερα.
Ένα έργο είναι σαν νέο παιδί που γεννιέται. Το αγαπάμε γι’ αυτό που είναι, όχι για αυτό που θα θέλαμε να είναι. Ίσως μια μέρα το παρουσιάσουμε με διαφορετικό περίβλημα. Η ουσία όμως δεν θα αλλάξει.

–Υπήρξαν κάποιοι που σας είπαν ότι δεν ταίριαζε η συμφωνική μουσική σε ένα τέτοιο έργο;
–Αυτό μάλλον εγώ το έχω πει. Όταν θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον θα πρέπει να επιλέξεις μια γλώσσα που μπορεί να καταλάβει όχι μόνο νοητικά αλλά και συναισθηματικά. Η πείρα μου λέει ότι όταν μελοποιείς ένα ποίημα δεν πρέπει να προσπαθήσεις να δείξεις πόσο καλά κατάλαβες το ποίημα και να παρουσιάσεις την άποψή σου γι’ αυτό. Πρώτο σου μέλημα είναι να αφήσεις χώρο στο ίδιο το ποίημα να μιλήσει, ιδίως αν το ποίημα μπορεί να υπάρξει και χωρίς τη μουσική. Είναι και ένα πρόβλημα που υπάρχει με τους σκηνοθέτες του θεάτρου. Οι υπερβολικά ευφάνταστες σκηνοθεσίες εξαφανίζουν το έργο. Αυτή η αρρώστια στο θέατρο ονομάζεται «σκηνοθετίτιδα». Στη μουσική δεν έχουμε βρει ακόμα ονομασία. Στην «9η Ιουλίου» προσπάθησα να μεταφέρω το ποίημα με απλά μουσικά υλικά και αναγνωρίσιμα από το κοινό. Γι’ αυτό και η ενορχήστρωση έχει μέσα μπουζούκια, λαούτα κτλ. ασχέτως αν χρησιμοποιούνται με άλλο τρόπο από ό,τι θα περίμενε κανείς. Το ίδιο ισχύει και για τους τραγουδιστές. Ο Νταλάρας, ο Πατσαλίδης και ο Χατζηχριστοδούλου δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Δεν φταίνε τα όργανα αν οι μουσικοί τα κακοποιούν και τα εκχυδαΐζουν. Κάθε μουσική, όπως η συμφωνική ή η λαϊκή και δημοτική μουσική κουβαλούν μαζί τους και ένα ιδεολόγημα, μια ταξική διάσταση, αν θέλετε. Πιστεύω πως ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι πιο κοντά σε παραδοσιακά όργανα παρά σε βαρύγδουπες μουσικές φόρμες. Βέβαια στη μουσική και στην τέχνη γενικά τίποτα δεν αποκλείεται. Η επιτυχία ενός έργου εξαρτάται πάντα από το πόσο ειλικρινής είναι ο δημιουργός.

–Είχατε πει παλιότερα ότι ένα έργο που δουλεύεται πολύ καιρό έχει γεράσει πριν από τη γέννησή του, γιατί το πιστεύετε αυτό;
–Στο κοινό αρέσει να φαντάζεται ότι αυτό που καλείται να παρακολουθήσει είναι αποτέλεσμα πολλών χρόνων δουλειάς και μεγάλου κόπου. Τα καλλιτεχνικά έργα όμως δεν είναι αποτελέσματα κάποιου ερευνητικού κέντρου ή κάποιου εργαστηρίου που ψάχνει ένα εμβόλιο. Οι διεργασίες στην τέχνη είναι πολύ διαφορετικές. Ο κάθε συνθέτης αποζητά να μεταφέρει αυτά που έχει να πει με τη μεγαλύτερη αμεσότητα και οικονομία και να αποφύγει την αρρώστια που έχουν οι πιο πολλοί δημιουργοί που είναι η ακατάσχετη φλυαρία. Υπάρχει μια εύστοχη γαλλική παροιμία που λέει πως η κουλτούρα είναι σαν τη μαρμελάδα, όσο λιγότερη έχεις τόσο πιο πολύ την απλώνεις. Γι’ αυτό και ένα έργο πρέπει να τελειώνει γρήγορα, όσο «απλώνεις» τον χρόνο απλώνεις και το ίδιο το έργο και κινδυνεύει να πάρει διαστάσεις ψυχοδράματος.

–Από το 1974 και μετά κάθε μέρα και στιγμή είναι κατάλληλη για να παρουσιαστεί η 9η Ιουλίου, μου είχατε πει παλαιότερα, σήμερα ακόμα περισσότερο;
–Έχουμε μια πατρίδα πληγωμένη. Και η πληγή δεν επουλώνεται με φανταχτερά σπίτια και αυτοκίνητα, γιατί εκείνο που πληγώθηκε πιο πολύ είναι η ψυχή μας. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε και ποιο είναι το χρέος μας με μια γλώσσα που είναι γέννημα θρέμμα μοναδικό αυτού του τόπου. Αν τη χάσουμε θα χαθεί και η λίγη γη που μας έμεινε.


Η «9η Ιουλίου» είναι ένα πολύ δυνατό ποίημα που συνοψίζει στον πυρήνα του την ιστορία του νησιού


–Κύριε Νταλάρα, σας δυσκόλεψε η γλώσσα του Μιχαηλίδη και κατ’ επέκταση η κυπριακή διάλεκτος; Φοβηθήκατε να εκτεθείτε στο κυπριακό κοινό;
–Βεβαίως. Με δυσκόλεψε όχι μόνο η διάλεκτος, άλλα όλο το μουσικό έργο του Μιχάλη που είναι πολύ απαιτητικό. Δεν φοβήθηκα φυσικά ότι θα εκτεθώ. Έχω επιχειρήσει και στο παρελθόν δύσκολα πράγματα στη μουσική και επειδή επιλέγω ό,τι πραγματικά με συγκινεί και μου αρέσει, ξέρω εκ των προτέρων ότι θα χρειαστεί πολλή μελέτη και δεκάδες πρόβες. Την «9η Ιουλίου» την ξέρω έτσι και αλλιώς σαν ποίημα πάρα πολλά χρόνια και είναι μια ιδέα που συζητάμε εδώ και πολύ καιρό με τον Μιχάλη και τον Μάριο Παπαδόπουλο, ο οποίος είναι και ο παραγωγός και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ομίλου «Διάσταση».

–Πώς εμπλακήκατε στο εγχείρημα αυτό του Μιχ. Χριστοδουλίδη;
–Όπως σας είπα, είναι μια ιδέα που τη συζητάμε πάρα πολλά χρόνια. Ξεκίνησε από τον Μάριο Παπαδόπουλο. Στις παραστάσεις της «Διάστασης» χρησιμοποιούσαν πολλές φορές αποσπάσματα από το ποίημα. Στις συναυλίες που κάναμε, λοιπόν, για την Κύπρο εδώ και πολλά χρόνια, μπήκε αυτή η ιδέα και ο Μιχάλης τελικά το πραγματοποίησε. Είμαστε αυτή η παρέα των μουσικών που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν αυτό που ξεκίνησαν μαζί...

–Τι σας αφήνει η «9η Ιουλίου» ως έργο; Ποια η σχέση σας με τη Κύπρο, είχατε πει ότι τη θεωρείτε δεύτερη πατρίδα σας, γιατί;
–Με εντυπωσιάζετε με την ερώτησή σας. Είναι σαν να παραβιάζετε ανοιχτές πόρτες. Η «9η Ιουλίου» είναι ένα πολύ δυνατό ποίημα που συνοψίζει στον πυρήνα του την ιστορία του νησιού, αδρό, στιβαρό και μεστό. Μου θυμίζει ποίηση του Ρίτσου. Από την άλλη η σχέση μου με την Κύπρο είναι βαθιά, πολύχρονη, ισχυρή και αδιαπραγμάτευτη. Αγαπώ πολύ την Κύπρο, τον τόπο, τους ανθρώπους, τους ποιητές, τους πνευματικούς της ανθρώπους και ως Έλληνας, με καταγωγή από την πλευρά της μητέρας μου από τη Μικρά Ασία, ζω μαζί με την Κύπρο το παράλογο και το άδικο. Και κάνω μέσα από τις συναυλίες μου, πάντα ό,τι μπορώ για να μην ξεχαστεί. Το άδικο εννοώ. Αυτός είναι και ο λόγος που έχω κάνει ήδη δύο δίσκους –το γνωρίζετε– το «Ες γην εναλίαν Κύπρον» και «Των Αθανάτων» αλλά και το «Η δική μου η πατρίδα» σε ποίηση Κυπρίων ποιητών και στιχουργών και σε μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη και των αξέχαστων, Δημήτρη Λάγιου και Μάριου Τόκα.

–Πώς νιώθετε τους σημερινούς μουσικούς, διακρίνετε διαφορές με παλαιότερα;
–Είναι πολύ καλοί οι νέοι μουσικοί, οργανωμένοι, με καλές σπουδές, ίσως πιο κοινωνικοί και πιο εξωστρεφείς. Από την άλλη μεριά ένας καλός μουσικός είναι καλός ανεξαρτήτως εποχής.

–Υπάρχει σήμερα πολιτικό ή καταγγελτικό τραγούδι ή έχουμε περισσότερα τραγούδια έρωτα;
–Δεν ξέρω τι είναι το καταγγελτικό, αλλά πολιτικό και κοινωνικό τραγούδι, ναι υπάρχει. Και ιδιαίτερα στιχουργικά, γράφονται πολύ ωραία τραγούδια. Και μ’ ενδιαφέρει αυτό το τραγούδι, που όπως συνηθίζω να λέω, δεν μας κάνει μόνο να ξεχνάμε, αλλά και να θυμόμαστε.

–Αν και η Ελλάδα περνάει μια βαθιά κρίση, νομίζω γίνονται ωραία πολιτιστικά πράγματα, το βλέπετε ελπιδοφόρο αυτό;
–Βεβαίως. Έχετε δίκιο. Η κρίση έχει φέρει τους πραγματικούς μουσικούς κοντά, και μέσα από τη διαμαρτυρία και την αγωνία του αύριο, έρχεται η έμπνευση. Έχουμε πολλά παραδείγματα και στη μουσική και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

 Πού/πότε: Κυριακή, 9 Ιουλίου, ώρα 9:00 μ.μ. Δημοτικό Κηποθέατρο, Λόρδου Βύρωνα, Λεμεσός

Φώτο: Θωμάς Χρυσοχοΐδης/Γιάννη Μαργετουσάκης

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση

X