ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Η ζωή είναι το πιο αυθεντικό θέατρο»

Μιλούν στην «Κ» η Μαρία Αιγινίτου και ο Χάρης Χαραλάμπους για τον «Ανάμιση Ντενεκέ»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ο «Ανάμισης Ντενεκές» είναι ένα μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη που αφηγείται τις περιπέτειες του Γιώργη Πέτικα από τη Χίο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, ο οποίος έζησε για δύο περίπου δεκαετίες στην παρανομία ύστερα από ένα έγκλημα πάθους. Αυτό το μυθιστόρημα που ακριβώς περιγράφει τα πάθια ενός φυγόδικου ανεβάζει στη σκηνή του «Ριάλτο» η σκηνοθέτρια Μαρία Αιγινίτου με τον Χάρη Χαραλάμπους να υποδύεται τον Πέτικα.

Ρωτήσαμε τη Μαρία Αιγινίτου, τι μπορεί να εκπροσωπεί σήμερα ο Πέτικας; Πώς γίνεται ένας απλός άνθρωπος να ζήσει αυτή τη ζωή; «Ο Γιώργης Πέτικας είναι ένας απλός άνθρωπος, που βρίσκεται ξαφνικά σε ακραίες συνθήκες. Είναι ο καθένας από εμάς. Είναι το ζωντανό κομμάτι του εαυτού μας, των κοινωνιών μας, που δεν παραιτείται, ούτε υποτάσσεται στη μοίρα. Παλεύει κι αναπτύσσει όσες δυνάμεις διαθέτει, όχι απλώς για να επιβιώσει. Αγωνίζεται και δημιουργεί τη ζωή που επιθυμεί». Ο Χάρης Χαραλάμπους συμπληρώνει ότι ο Πέτικας μπορεί να εκπροσωπεί τη μνήμη των ανθρώπων, μία περιήγηση στα περασμένα, την ικανότητα του ανθρώπου για τα πάντα.

Ο Πέτικας, τελικά, γίνεται ήρωας, πώς τον προσεγγίζετε σκηνοθετικά; «Αν και είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, “ήρωας” της παράστασης είναι η ίδια η ιστορία. Ο Γιώργης είναι ο κορμός της ιστορίας, αλλά παραμένει μία πλευρά της. Το ανθρώπινο κομμάτι του, με ελαττώματα και αδυναμίες, ούτε παραβλέπεται ούτε αποσιωπάται στην παράσταση». Ο Χάρης Χαραλάμπους που υποδύεται τον Πέτικα προσπαθεί να έρθει κοντά στον ήρωα, αντιμετωπίζοντάς τον με ειλικρίνεια, με αλήθεια, όπως κάνει σε κάθε ρόλο του, μου λέει.

Το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη είναι 350 περίπου σελίδες, κυλάει ομαλά και η ανάγνωσή του είναι ένα διαρκές κυνηγητό με τις λέξεις, σε συνεπαίρνει, πώς καταφέρατε να το διασκευάσετε, είναι δύσκολη μία τέτοια διασκευή, έχω την εντύπωση, ρωτώ τη Μαρία Αιγινίτου και η απάντησή της μου λύνει την απορία, μιας και ομολογουμένως είχα σταθεί ανάμεσα στον όγκο του βιβλίου και το είδος της θεατρικής πράξης που ακολουθείται, του μονολόγου, κάπως εγκλωβισμένος: «Όταν έχεις στα χέρια σου ένα τόσο πλούσιο μυθιστόρημα, το υλικό για μία παράσταση σού προσφέρεται απλόχερα. Όταν γνωρίζεις ποια ακριβώς ιστορία θέλεις ν’ αφηγηθείς, όλα είναι απλά. Ήταν ξεκάθαρο απ’ την αρχή πως η πορεία του Πέτικα θα ήταν η βάση, πάνω στην οποία ο “συγγραφέας” θα έχτιζε τη δημιουργία του. Ο συγγραφέας, λοιπόν, κι όχι ο Πέτικας είναι ο ήρωάς μας. Ο συγγραφέας, ο οποίος ακολουθώντας τις διαφορετικές φωνές που υπάρχουν μέσα του, πλάθει κάθε φορά την ιστορία του, βουτώντας στον πυρήνα του κάθε ήρωα».

Παραδέχονται και οι δύο ότι η μεγαλύτερη «δυσκολία» στη διασκευή ήταν η θυσία αγαπημένων κομματιών από το βιβλίο του συγγραφέα. «Φυσικά, υπάρχει το βιβλίο». Ιδιαίτερη εντύπωση στη δουλειά του Γιάννη Μακριδάκη κάνει ο διαλεκτικός λόγος του Πέτικα, κάτι που είναι απαιτητικό για τον ηθοποιό, μία ακόμη πρόκληση, ρωτώ τον Χάρη να μου μιλήσει για τον ιδιαίτερο λόγο του Πέτικα, «Η αναμέτρηση με τη γλώσσα, με το λόγο, είτε είναι σε διάλεκτο είτε σε σύγχρονα ελληνικά είναι κάτι που με γοητεύει πάντα. Πόσω μάλλον αν υπάρχει αυτή η ιδιαιτερότητα της διαλέκτου». Η Μαρία Αιγινίτου συμπληρώνει, δίνοντας μία άλλη διάσταση στην κουβέντα μας: «ο λόγος του Μακριδάκη είναι διαλεκτικός. Αυτό συμβαίνει σε κάθε ολοκληρωμένο, σε κάθε καλό κείμενο. Η σκέψη μας είναι διαλεκτική.

Συνεπώς, σε κάθε κείμενο, του κάθε συγγραφέα, εκτός απ’ τη δική του φωνή υπάρχουν όλες οι φωνές. Αυτό πλουτίζει την ιστορία ότι ήταν ζητούμενο για τον Χάρη, ερμηνεύοντας τον συγγραφέα, να περνά από φωνή σε φωνή, από ήρωα σε ήρωα, από την αφήγηση στη δράση, όπως έκανε κι ο Μακριδάκης, γράφοντας τον “Ανάμιση Ντενεκέ”. Αυτή είναι και η δύναμη της παράστασης, η γοητεία της, καθώς ο Χάρης έχει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει και να παρουσιάσει την ποικιλία και τη δύναμη των εκφραστικών του μέσων». Καταλαβαίνω αμέσως ότι αυτή η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγινε εργαλείο, που σκηνοθέτρια και ηθοποιός χρησιμοποίησαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ξεφεύγοντας για λίγο από το έργο, ένα έργο ρεαλιστικό ωστόσο, ρωτώ αν το θέατρο είναι καλειδοσκόπιο ή ο πραγματικός φακός που μέσω του κοιτάμε την πραγματικότητα. Η Μαρία Αιγινίτου μού απάντησε με τον πιο απλό τρόπο πως τελικά «η ζωή είναι το πιο αυθεντικό και το πιο απροσδόκητο θέατρο» συμπληρώνοντας τα λόγια της με τη φράση του Σαίξπηρ: «Απ’ ό,τι φαίνεται δεν είμαστε οι μόνοι δυστυχείς. Αυτό το μεγάλο θέατρο του σύμπαντος παρουσιάζει πρόσωπα πιο θλιμμένα απ’ αυτά που παίζουν στη σκηνή μας». Άλλωστε, στην παράσταση αυτή συνενώνει –εκ των ενόντων του μυθιστορήματος, όπου υπάρχει σαφής διαχωρισμός, καθώς η μυθοπλασία με την έρευνα του συγγραφέα τρέχουν παράλληλα– το θρυλικό και το πραγματικό στο έργο.


Να σημειώσουμε ότι η παράσταση έρχεται για δεύτερη φορά στην Κύπρο με τη Μαρία Αιγινίτου να μου λέει: «στο Φεστιβάλ Μονοδράματος το καλοκαίρι είχαμε την ευτυχία να ζήσουμε μία παράσταση, που όμοιά της δεν είχε υπάρξει. Εξακολουθεί, μετά από δύο κύκλους παραστάσεων που παίξαμε στην Αθήνα, να είναι ίσως η πιο μαγική παράσταση, η πιο δυνατή, αυτή στο Αρχαίο Ωδείο, στην Πάφο». Ο Χάρης μού λέει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούει ωραίες ιστορίες, τις έχει ανάγκη. Και αυτό φάνηκε στην Πάφο. Ζήτησα από τον Χάρη να μου μιλήσει λίγο για το θέατρο στην Κύπρο και γιατί δεν τον έχουμε δει σε κυπριακές παραγωγές, η απάντησή του νομίζω είναι η αλήθεια στη θεατρική κυπριακή πραγματικότητα: «Το θέατρο στην Κύπρο ανθίζει και προσπαθεί να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα κι αυτό είναι ελπιδοφόρο. Πολλές καινούριες θεατρικές ομάδες και πολλά και αξιόλογα δείγματα κυπριακής θεατρικής γραφής.

Η ανάγκη των καλλιτεχνών ενός τόπου να μιλήσουν μία κοινή γλώσσα αντανακλά πιστεύω και την ανάγκη της κοινωνίας του τόπου για συνοχή. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας μας και το θέατρο πρέπει να δηλώσει δυναμικά το παρών του. Όπως και το κοινό πρέπει αντίστοιχα να δηλώσει δυναμικά το παρών του στις θεατρικές αίθουσες». Μου αποκαλύπτει ότι φέτος θα τον δούμε για πρώτη φορά σε παραγωγή του ΘΟΚ: «Θα με δείτε φέτος για πρώτη φορά σε μία παραγωγή του ΘΟΚ στη Νέα Σκηνή του. Στο έργο “Η τάξη μας” του Ταντέους Σλομποντζιάνεκ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτήν τη συνεργασία και πιστεύω ότι η συγκυρία ήταν εξαιρετική για να έρθω να εργαστώ για πρώτη φορά σε κυπριακή παραγωγή. Είναι ένα υπέροχο έργο και θα συνεργαστώ-συνυπάρξω με έναν πάρα πολύ καλό σκηνοθέτη και μία εξαιρετική ομάδα ηθοποιών και συντελεστών. Αισθάνομαι πραγματικά ευγνώμων».


Το βιβλίο: Γιάννης Μακριδάκης, «Ανάμισης Ντενεκές». Εκδόσεις «Εστία», 2008.
Παραστάσεις: Λευκωσία στο Θέατρο Δέντρο, Ενότητος 44, Παλουριώτισσα, 13-14-15 Φεβρουαρίου, 8:30 μ.μ.

 

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X