ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Αγώνας επιβίωσης και αντοχής, όπως η ζωή

Η παράσταση «Πηνελόπη» θα μπορούσε να είναι μία ακτινογραφία της κοινωνίας μας

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Πώς γίνεται μία ιστορία από ένα κλασικό έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας να μπαίνει σε μία πισίνα; Πώς είναι δυνατόν τέσσερεις άνδρες να συμβιώνουν σε μία πισίνα, περιορισμένοι από χρόνια σε έναν χώρο που πνίγει κάθε τους δράση, αλλά ταυτόχρονα γεννάει ένστικτα και συμπεριφορές που μας προκαλούν, μας θυμώνουν ή μας κάνουν να νιώθουμε οίκτο και λύπηση; Το έργο του Ιρλανδού Elda Walsh «Πηνελόπη» είναι βασισμένο στον μύθο των μνηστήρων της Πηνελόπης και με οδηγό τον ερχομό ή όχι του Οδυσσέα ο συγγραφέας βάζει τέσσερις ανθρώπους να διαγκωνίζονται για να βρουν την άκρη του νήματος.

Αυτό το νήμα θέλησα να ακολουθήσω, όσο είναι δυνατόν βέβαια, για να δω τον δρόμο που ακολουθεί ο συγγραφέας. Βρέθηκα, λοιπόν, με τον ηθοποιό Γιάννη Κόκκινο, ο οποίος υποδύεται τον Ευρύμαχο, έναν από τους μνηστήρες που διεκδικούν την Πηνελόπη. Η πλοκή του έργου τοποθετείται σε μία πισίνα, όπου διαμένουν τέσσερεις άνδρες που διεκδικούν την Πηνελόπη και αντιλαμβανόμενοι ότι πλησιάζει το τέλος, ο Οδυσσέας καταφθάνει…, θα προσπαθήσουν να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να διαλέξει η Πηνελόπη έναν από αυτούς. Η Πηνελόπη, δεν έχει άμεση επαφή με τους τέσσερεις μνηστήρες, τους παρακολουθεί από ένα κλειστό κύκλωμα… Οι συντελεστές του έργου προσπάθησαν να κατηγοριοποιήσουν την παράσταση, αλλά αντιμετώπιζαν αντικειμενικές δυσκολίες, δεν είναι ούτε μία κοινωνική τραγωδία, αφού έχει αρκετά κωμικά στοιχεία, δεν είναι αμιγώς κωμωδία, μιας και τα τραγικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης είναι κάτι περισσότερο από εμφανή, τελικά αποφάσισαν, σχηματικά, να το θεωρήσουν μία ιλαροτραγωδία, αφού το κωμικό συνυφαίνεται με το τραγικό και δημιουργεί μία ενδιαφέρουσα ιστορία.

Η παράσταση

Έχοντας, λοιπόν, μπροστά μας ζεστούς καφέδες και αρκετή διάθεση για κουβέντα ξεκίνησα να τον ρωτώ για το έργο, «είμαστε στη φάκα», μου λέει, «διακυβεύεται η επόμενή μας μέρα, αν δεν κερδίσουμε την Πηνελόπη, χάνουμε και τη ζωή μας». Μου εξηγεί ότι από τους 108 μνηστήρες έχουν απομείνει οι τέσσερεις, ένας πέμπτος αυτοκτόνησε λίγο πριν, κάπως έτσι ξεκινάει το έργο, με την απώλεια ενός συντρόφου, ενός ακόμη μνηστήρα που δεν άντεξε στις πιέσεις. «Έχουμε μπει σε μια διαδικασία αυτοκαταστροφική, κατά κάποιο τρόπο, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κερδίσουμε μία θέση στο πλάι της Πηνελόπης, ευελπιστώντας ότι θα έχουμε καλύτερες μέρες, αλλά η όλη διαδικασία είναι ψυχοφθόρα, μας βγάζει άγρια ένστικτα, μας κάνει ‘‘ανθρωποφάγους’’» μου λέει ο Γιάννης, κάπως προβληματισμένος. Άραγε η ζωή μας δεν είναι έτσι, του λέω, ο καθένας για τον εαυτό του, έτσι δεν λειτουργούμε, εν πολλοίς, οι άνθρωποι σήμερα; «ίσως», μου απαντά, «στο έργο, πάντως γίνεται μία προσπάθεια να φτιάξουμε έναν συνεταιρισμό, έτσι ο κερδισμένος, όποιος και να είναι, να βοηθήσει τους υπόλοιπους, αλλά φευ, ο άνθρωπος δυσκολεύεται στην ένωση δυνάμεων».

Καταλαβαίνω ότι το έργο έχει να κάνει με τις αδυναμίες των ανθρώπων, με τα όρια αντοχής τους, με τη συνύπαρξη αλλά και με την αναζήτηση του αύριο. Ο Γιάννης Κόκκινος μου λέει ότι από το έργο φαίνεται και η αλαζονεία του ανθρώπου, πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το ταξίδι της ζωής, προσπαθεί ο συγγραφέας μέσα από τους μνηστήρες να δώσει μια εικόνα της κοινωνίας. «Νιώθουμε ότι ζούμε σε μία οργουελική κατάσταση, εμείς ζούμε όπως ζούμε και ένα μάτι μας παρακολουθεί, λειτουργούμε με γνώμονα αποκλειστικά το δικό μας καλό, επιστρατεύοντας όλα τα θεμιτά ή αθέμιτα μέσα», ακούγοντας τον Γιάννη να μιλάει για την κατάσταση που βιώνουν οι τέσσερεις μνηστήρες τον ρωτώ, γιατί δεν φεύγουν, γιατί δεν απαρνιούνται τα θέση τους και να αποχωρήσουν; «Μα, αυτοί είναι οι ευγενείς της κοινωνίας, είναι δέσμιοι της θέσης τους, πρέπει οπωσδήποτε να νικήσουν, η θέση τους δεν επιτρέπει ήττα ή υποχώρηση, ξέρεις η κοινωνία δεν συγχωράει». Συνεχίζει να μου περιγράφει εικόνες από το όνειρο που είδαν οι τέσσερεις και ότι αντιλαμβάνονται ότι το τέλος πλησιάζει, «τότε είναι που μπαίνουν τα μεγάλα μέσα, που βλέπεις για τι είναι ικανός ο άνθρωπος, πόση αλαζονεία μπορεί να αναπτύξει», είναι τρομακτικό λέω εγώ, «κοίτα να δεις το παράδοξο σε αυτό που συμβαίνει μέσα στην πισίνα, όσα λαμβάνουν χώρα εκεί, οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται έχουν αντικειμενικό στόχο την καρδιά της Πηνελόπης, άρα το έπαθλο είναι κάτι το ευγενές, έτσι δεν είναι; Κι όμως, δεν είμαστε σίγουροι ότι όλα γίνονται για την αγάπη, ίσως να είναι ματαιόδοξοι, πλεονέκτες και στο τέλος να γίνονται αυτοκαταστροφικοί…».

Η συζήτηση με τον Γιάννη Κόκκινο αποδεικνυόταν παραγωγική αρκετά, είχαμε αρχίσει να συνδέουμε το έργο με την κοινωνία μας, με τους γύρω μας, και εκεί τον ρώτησα μια ομάδα τεσσάρων είναι ικανή για πολλά και διάφορα καλά και ευγενή, έτσι δεν είναι; «Μα, φυσικά, μην πας μακριά, κοίτα την ομάδα που φτιάξαμε για την παράσταση αυτή, είμαστε όλοι διαφορετικοί, αλλά όλοι ενωμένοι για έναν σκοπό, να βγει μία καλή παράσταση, και ο καθένας παραμερίζει το επί μέρους για το όλον, είμαστε μία εξαιρετική παρέα που κάνει το μεράκι της, κάνει θέατρο και προσπαθεί με το έργο αυτό να επισημάνει στην κοινωνία ότι ο άνθρωπος είναι και θηρίο και αρνί, και να του δείξει τα έργα του θηρίου και εκείνα του αρνιού, και αρνί εννοώ τον άνθρωπο τον ειρηνοποιό».

Με τον Γιάννη Κόκκινο η συζήτηση προχώρησε μιλώντας για το θέαμα του σήμερα, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο. Τον ρώτησα για το πώς βλέπει σήμερα την κατάσταση στον πολιτισμό, μου είπε κοφτά «δεν είμαστε κράτος πολιτισμού και αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν άξιοι και ικανοί άνθρωποι στην κρατική μηχανή, αλλά διότι η φωνή τους καλύπτεται από τον θόρυβο των υπολοίπων», συμπλήρωσε βέβαια, «εμείς πρέπει να προσπαθούμε, να κάνουμε τη δουλειά μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είμαστε κι εμείς μέρος του παιχνιδιού (σ.σ. οι καλλιτέχνες), οπότε πρέπει να το παλέψουμε όσο μπορούμε». Κλείνοντας την κουβέντα μας, και αφού είχαμε αρχίσει να συζητάμε για ποίηση, λογοτεχνία, θέατρο, αντιλήφθηκα ότι το θέατρο στην Κύπρο έχει αρχίσει να δίνει καρπούς, οι νέοι άνθρωποι που το υπηρετούν, το αγαπούν, ο Γιάννης Κόκκινος είναι μία απτή απόδειξη, αθόρυβου καλλιτέχνη, που κάνει την τέχνη του καθημερινότητα.

 

Ποιος είναι ο Γιάννης Κόκκινος

Ο Γιάννης Κόκκινος έχει σπουδάσει «The Lee Strasberg Theater and Film Institute» και έχει πρωταγωνιστήσει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις όπως «Η μικρή μας πόλη» στο ρόλο του Τζ. Γκιμπς και «Καταραμένοι Ποιητές» στο ρόλο του Κώστα Καρυωτάκη στον ΘΟΚ και άλλους πολλούς. Έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση σε διάφορους ρόλους («Σκιές στην αυγή», «Ρόδα της Οργής», «Επιστροφή», «Επικίνδυνη Ζώνη», «Βήματα στην άμμο») ενώ στη σειρά «Λίμνη» του ΡΙΚ έγραψε και το σενάριο. Στον κινηματογράφο έχει συμπρωταγωνιστήσει στους «Μέντορες» του Κώστα Ανδριώτη, «Πέντε σελίνια Νάιλον» του Χρίστου Σιοπαχά, «Η Ιστορία της Πράσινης Γραμμής» του Π. Χρυσάνθου, «Ρόζμαρι» του Άδωνι Φλορίδη. Πρωταγωνίστησε επίσης σε ταινίες μικρού μήκους όπως το «Μπούμερανγκ», «Down Payment» καθώς και στη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία του Μάριου Πιπερίδη «The Immortalizer» για την οποία έλαβε ειδική μνεία ως καλύτερος ηθοποιός στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κύπρου (ISFFC).

Info
«ΠΗΝΕΛΟΠΗ» του Enda Walsh από την κύρια Σκηνή του Θεάτρου «ΣΚΑΛΑ». Τακτικές Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο, ώρα 8.30 μ.μ. και κάθε Κυριακή 6.30 μ.μ. Σκηνοθεσία Κλείτος Κλείτου. Ερμηνεύουν οι Κωνσταντίνος Αλκιβιάδης (Αμφίνομος), Γιάννης Κόκκινος (Ευρύμαχος) Σοφοκλής Κασκαούνιας (Αντίνοος) Ανδρέας Μελέκης (Αγέλαος) και η Μόνικα Μελέκη (Πηνελόπη).

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση