ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μια παράσταση καθρέφτης της κοινωνίας

Η ηθοποιός Ράνια Σχίζα μιλάει στην «Κ» για τον ρόλο της στην παράσταση «Ο ήχος του όπλου» που ανεβαίνει στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Συνάντησα τη Ράνια Σχίζα το απόγευμα της Τρίτης, σε κάποια ανάπαυλα από τις πρόβες του έργου «Ο ήχος του όπλου» για να μου μιλήσει για τον ρόλο της στην παραγωγή του ΘΟΚ, που θα ανεβάσει στη Νέα Σκηνή ο Οργανισμός και που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Κύπρο, σε σκηνοθεσία του Άδωνι Φλωρίδη. «Ο ήχος του όπλου» της συγγραφέως Λούλας Αναγνωστάκη είναι ένα από τα από τα καλύτερα έργα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, το οποίο ήταν και η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Καρόλου Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1987. Η ηθοποιός Ράνια Σχίζα σκιαγράφησε στην «Κ» τον ρόλο που θα υποδυθεί, αυτόν της Κάτιας. Η κ. Σχίζα μού λέει ότι το έργο είναι και σήμερα επίκαιρο, οι ανησυχίες του τότε είναι και σήμερα παρούσες, έντονες. Σημειώνει, επίσης, ότι στο έργο υπάρχει διάχυτη η ανάγκη για επικοινωνία, τόσο της Κάτιας, καθώς και των υπόλοιπων ηρώων. Η παράσταση αυτή είναι ένας καθρέπτης της κοινωνίας μας, ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του, συμπεριφορές του, ζητήματα που τον απασχολούν.

–Να ξεκινήσουμε με το τι πραγματεύεται το έργο «Ο ήχος του όπλου»;

–Παραμονές εκλογών η Κάτια κατεβαίνει στην Αθήνα, από την επαρχία όπου ζει, για να ψηφίσει. Εκεί συναντάει τον γιο της, ο οποίος είναι φοιτητής, αλλά και ανθρώπους από το παρελθόν της, κάνει και καινούργιες γνωριμίες και σε αυτό το διάστημα, και σε ατμόσφαιρα προεκλογικής καμπάνιας – το έργο εκτυλίσσεται μέσα σε μία ημέρα – βλέπουμε τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων, πώς αναπτύσσονται και πώς φτάνουν και στα άκρα. Μέσα από την παράσταση φαίνεται αυτό το προεκλογικό παιχνίδι, η ελπίδα, αλλά και οικογενειακά δράματα, αλλά και το ίδιο το δράμα μιας χώρας. Μέσα όλο αυτό το πλαίσιο περιφέρεται και ένα όπλο. Εν ολίγοις το έργο έχει να κάνει πάρα πολύ με τις ανθρώπινες σχέσεις, κατ’ αρχάς με τη σχέση μητέρας – γιου, αλλά και με άλλες, όπως αυτή της Κάτιας με την παλιά της, αγαπημένη φίλη, την οποία ξαναβρίσκει. Να πω ότι σημαντικό ρόλο στην παράσταση παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο και τα πρόσωπα που είναι απόντα από τη σκηνή, όπως είναι ο άντρας της Κάτιας, η κόρη της.

–Τι κάνει αυτό το έργο διαχρονικό νομίζετε;

–Το έργο αυτό νομίζω ότι υπερβαίνει τον χρόνο. Το πλαίσιο των εκλογών δεν αλλάζει, επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, με διαφορετικό τρόπο ίσως. Πάντοτε σε τέτοιες περιόδους υπάρχει μια αναζωπύρωση της ελπίδας για κάτι καλύτερο. Πάντα ελπίζεις, το ζεις. Όπως κάθε προεκλογική περίοδος δεν αλλάζει, έτσι και οι ανθρώπινες ιστορίες εν πολλοίς παραμένουν ίδιες. Οι ανθρώπινες αγωνίες που εκφράζει το έργο είναι διαχρονικές, η ανεργία, ένα καλύτερο αύριο, οι διαπροσωπικές μας σχέσεις, παραμένουν ίδιες.

–Ο ήχος του όπλου, αλλά και το όπλο τι είναι για την Κάτια, μια εσωτερική έκρηξη;

–Το όπλο που κυκλοφορεί πολύ στο έργο το έχει ο Γιαννούκος, ένας άλλος ήρωας λέει κάποια στιγμή «Το έχω εδώ κρυμμένο, έχω τη δύναμή του, δεν χρειάζεται να το χρησιμοποιήσω». Τώρα στη περίπτωση της Κάτιας νομίζω ότι αισθάνεται ότι δεν υπάρχει ανάγκη να πυροβολήσεις, να σκοτώσεις με ένα όπλο, μπορείς να το κάνεις και με έναν λόγο, με ένα βλέμμα. Ο ήχος του που δεν ακούγεται καθόλου στο έργο πάντως ίσως να είναι η καταπίεσή της. Η Κάτια δεν μιλάει, έχει εγκλωβιστεί, έχει σκοτώσει τον εαυτό της.

–Η Κάτια έρχεται αντιμέτωπη με καταστάσεις που δεν είχε υπολογίσει, καταφέρνει να τις διαχειριστεί;

–Με τον γιο της πολύ δύσκολα. Στο έργο φαίνεται μία πολύ μεγάλη ανάγκη για επικοινωνία, και όχι μόνο της Κάτιας, αλλά όλων των ηρώων. Ενυπάρχει η έντονη ανάγκη για έναν προσωπικό χώρο. Η Λούλα Αναγνωστάκη είδε αυτή την έλλειψη το 1985, που έγραψε το έργο και το βλέπουμε και σήμερα.

–Οι ήρωες του έργου πώς συνδέονται με την Κάτια;

–Συνδέονται με πάρα πολλούς τρόπους, όπως είπα και πριν εκτός από τον γιο της, τεράστιο ρόλο παίζουν και ο άντρας της, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, η κόρη της που αντιμετωπίζει διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, ο φίλος του γιου της κ.λπ. όλοι με κάποιον τρόπο έχουν να κάνουν με την Κάτια.

–Πώς θα τη χαρακτηρίζατε, εν τέλει την Κάτια;

–Η Κάτια είναι μία γυναίκα που τελικά, λόγω της επιλογής της να παντρευτεί έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο από εκείνη, έζησε χωρίς να ζήσει. Παντρεύτηκε παρά τη θέληση των γονιών της, έφυγε από την Αθήνα για να πάει στην επαρχία. Εκτός από τον σύζυγό της, παντρεύτηκε και την οικογένειά του. Η Κάτια από τότε σωπαίνει, αν και τον αγαπάει τον άντρα της δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Αναπτύσσεται, λοιπόν, ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα, επαναλαμβάνεται ένα μοντέλο συνεχώς, αυτό της μάνας – γιου. Η Κάτια είναι πολύ καταπιεσμένη, τελικά δεν μπορεί να κάνει διαχείριση της αγάπης της προς τον γιο της. Την καταπίεση αυτή τη μεταφέρει, άθελά της, στα παιδιά της, κυρίως στον γιο της. Η Κάτια έχει εγκλωβιστεί στην κουζίνα, είναι μάλλον αυτοκαταστροφική, παίζει τον εαυτό της.

–Τι σας άφησε ο ρόλος της Κάτιας;

–Αυτό το έργο με αναστατώνει, με αφορά και νομίζω ότι δεν υπάρχει θεατής που να μη δει κάτι μέσα σε αυτό το έργο, να μην αναγνωρίσει ίσως και τον εαυτό του. Είναι ένα έργο καθρέφτης της κοινωνίας μας.

Πληροφορίες

«Ο ήχος του όπλου», της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Άδωνι Φλωρίδη. Νέα Σκηνή, ΘΟΚ. Πρεμιέρα 9 Νοεμβρίου. Παραστάσεις έως 26 Ιανουαρίου 2019. Παίζουν Γιώργος Αναγιωτός, Λουκάς Ζήκος, Αντρέας Κουτσόφτας, Μαρία Μιχαήλ, Ράνια Σχίζα, Βικτώρια Φώτα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση