ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το αλλόκοτο σύμπαν του Λάνθιμου

Το 2009 ο Γιώργος Λάνθιμος σχολίασε στην «Κ» τι είναι αυτό που αισθάνεται ότι πλήττει περισσότερο την επαγγελματική του αξιοπρέπεια

Kathimerini.gr

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ

«Ας κάνουμε ένα τεστ», λέει ο Παντελής Βούλγαρης στον Γιώργο Λάνθιμο, την ώρα της φωτογράφισης. «Βλέπεις αυτό το παράθυρο απέναντι; Τι υπάρχει πίσω από αυτό;». «Τίποτα, άδεια δωμάτια», απαντάει ο Γ. Λάνθιμος. Είναι Οκτώβριος του 2009 και ο «Κυνόδοντας» βγαίνει στις αίθουσες την ίδια εβδομάδα με την «Ψυχή βαθιά».

Η δεύτερη ταινία του νεαρού σκηνοθέτη σε δύο αίθουσες. Η 13η ταινία του Π. Βούλγαρη (για τον ελληνικό εμφύλιο), διανέμεται σε 40 κινηματογράφους.

Σε αυτήν την κοινή συνέντευξη των δύο (που είχαμε συνυπογράψει με τον συνάδελφο Δημήτρη Μπούρα, «Κ» 11/10/2009), ο Γ. Λάνθιμος σχολίασε τι είναι αυτό που αισθάνεται ότι πλήττει περισσότερο την επαγγελματική του αξιοπρέπεια: «Νιώθεις διαρκώς ότι ζητιανεύεις χρήματα... Μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν σχεδόν αποκλεισμένοι οι νέοι σκηνοθέτες και οι νέες ιδέες. Είναι σαν να παρακαλάμε... Αγωνιζόμαστε για πράγματα συμφωνημένα και αυτονόητα. Για την ελάχιστη βοήθεια της πολιτείας, για να γίνει το στοιχειώδες στο σινεμά».

Τρία χρόνια αργότερα ο Γιώργος Λάνθιμος ήταν μόνιμος κάτοικος Λονδίνου. Πριν από τον «Κυνόδοντα» είχε γυρίσει την «Κινέττα» (2005), μετά τις «Αλπεις», τον «Αστακό», τον «Θάνατο του ιερού ελαφιού», και το 2018 εκτινάχθηκε με την «Ευνοούμενη» και τις 10 υποψηφιότητες για Οσκαρ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο 46χρονος Ελληνας δημιουργός θα βρεθεί στην τελετή της απονομής (24 Φεβρουαρίου). Ο «Κυνόδοντας» ήταν υποψήφιος για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και ο «Αστακός» στην κατηγορία πρωτότυπου σεναρίου που συνυπέγραφε με τον Ευθύμη Φιλίππου. Ομως, με το «The Favourite» («Η Ευνοούμενη», που από τις 7 Φεβρουαρίου θα προβληθεί στην Ελλάδα) καλύπτει τις σημαντικότερες κατηγορίες: καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, φωτογραφίας, καλύτερου μοντάζ για τον Γιώργο Μαυροψαρίδη, κουστουμιών, α' γυναικείου ρόλου για την Ολίβια Κόλμαν και διπλή υποψηφιότητα β' γυναικείου ρόλου για τις Εμα Στόουν και Ρέιτσελ Βάις.

Η πρώτη ταινία εποχής του Γιώργου Λάνθιμου βασίζεται στην αληθινή ιστορία της βασίλισσας Αννας (Ολίβια Κόλμαν), τελευταίας της δυναστείας των Στιούαρτ που, αν και ασθενής, ντροπαλή και υποτιμημένη, στέφθηκε βασίλισσα τον καιρό που η Μεγάλη Βρετανία έγινε παγκόσμια δύναμη. Ο σκηνοθέτης με ό,τι κι αν καταπιάνεται, καθώς φαίνεται, δημιουργεί με άνεση το δικό του σύμπαν. Είτε πειραματίζεται σε άδεια δωμάτια ξενοδοχείων, είτε σε μια έπαυλη στο πουθενά με μια απομονωμένη, δυσλειτουργική, οικογένεια, είτε εξελίσσει τους όρους της μαύρης κωμωδίας, παρεμβάλλοντας την καυστική, αλλόκοτη, ελλειπτική ματιά του, επιβάλλει το ύφος του, κατορθώνει να ισορροπεί ακροβατικά στην κόψη του ξυραφιού.

Το 2015 τον ξανασυνάντησα, «εγκατεστημένο» πλέον στη διεθνή κινηματογραφική κοινότητα, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας για ρυθμισμένες συνεντεύξεις. Με αφορμή τον «Αστακό». Τότε, τον ρώτησα γιατί «οι ήρωες των ταινιών σας ζουν σε συνθήκες ενός πειράματος. Σαν να ρυθμίζετε την πίεση και τη θερμοκρασία και να τους παρακολουθείτε πώς θα αντιδράσουν». Απάντησε: «Στην ουσία καθορίζουμε και τις αντιδράσεις, γράφοντας το σενάριο. Κατασκευάζουμε ένα σύστημα δραματουργικό στο οποίο βάζουμε τους χαρακτήρες να έχουν μια πορεία και συμπεριφορά. Με τον Ευθύμη (σ.σ. Φιλίππου) δουλεύουμε πολλά χρόνια μαζί. Χτίζεται έτσι σε μακρύ χρόνο η ιδέα, πλάθεται και δημιουργείται. Πολλά δεν θυμόμαστε από πού προέρχονται. Δεν υπάρχει προσπάθεια για κάτι πιο περίεργο. Iσως πιο πρωτότυπο, αλλά όχι πιο περίεργο».

Τα πρώτα βήματα

Η έμφυτη απόσταση από τον συνομιλητή, που εισπράττεται άλλοτε ως άμυνα, άλλοτε ως υπεροψία, ακολουθεί τον Γιώργο Λάνθιμο από τα πρώτα δημόσια βήματά του. Η πρώτη μας συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην «Κ» το 2005. Ηταν η μεγάλη κινηματογραφική έκπληξη εκείνου του καλοκαιριού, η ανακάλυψη του Φεστιβάλ του Τορόντο. Μια τυχαία λοξοδρόμηση από την εθνική οδό τον έφερε σε ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο τού άλλοτε δημοφιλούς θέρετρου, της Κινέττας. Εκεί όπου γύρισε μια εντελώς χειροποίητη, αφτιασίδωτη, πειραματική, ως προς τη σκηνοθετική φόρμα της, ταινία: «Και μόνο που κινηματογραφείς την πραγματικότητα, μετατρέπεται σε κάτι άλλο», είχε πει. Ηταν, τότε, ένας εκκολαπτόμενος δημιουργός, απόφοιτος της σχολής Σταυράκου, με 10ετή θητεία στον χώρο της διαφήμισης.

Οταν η ίδια ταινία προβλήθηκε στην ΕΤ1 τον συναντήσαμε τηλεοπτικά, σε μια συνέντευξη μαζί με τους ηθοποιούς του, Αρη Σερβετάλη, Ευαγγελία Ράντου, Κώστα Ξυκομηνό, τέλη καλοκαιριού του 2011. Τότε, είχε υπογραμμίσει ότι «το ελληνικό σινεμά είναι εισαγόμενο στην Ελλάδα», εννοώντας ότι πρέπει να έρθει αναγνωρισμένο και με περγαμηνές από το εξωτερικό για να σταδιοδρομήσει και στη χώρα μας. Δεν είχε άδικο.

Η πρώτη κίνηση που είχε κάνει το 2015, σε εκείνη τη φθινοπωρινή συνομιλία, ήταν να ανοίξει τις βαριές κουρτίνες της αίθουσας του ξενοδοχείου για να μπει φυσικό φως. Εμοιαζε να του λείπει. Πριν αποχαιρετιστούμε είχε σχολιάσει για την Ελλάδα της κρίσης: «Η Ελλάδα έχει αυτή τη ζεστασιά ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενα δίχτυ κοινωνικό που δεν το βλέπεις σε άλλες χώρες. Οπως υπάρχει μια γενναιοδωρία με τους Ελληνες. Συναισθηματική και υλική. Με το ελάχιστο. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι ακριβό ή πολύ».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση