ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μία εποχή έκλεισε, μια άλλη ξεκινάει

Τέσσερις «παλαίμαχοι» του Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας ανοίγουν την καρδιά τους και ξεκλειδώνουν τη μνήμη τους

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Σήμερα Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 θα γίνουν τα εγκαίνια του ανακαινισμένου Δημοτικού Θεάτρου της Λευκωσίας, το θέατρο του ΘΟΚ, εκεί όπου έχει γραφτεί μεγάλο μέρος της θεατρικής ιστορίας της Κύπρου. Το Δημοτικό Θέατρο είναι νεοκλασικού ρυθμού και ξεκίνησε να ανοικοδομείται τη δεκαετία του 1950 και εγκαινιάστηκε το 1967. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε έδρα του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου όπου και έδωσε στις 18 Νοεμβρίου 1971 την πρώτη του παράσταση, τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, με σκηνοθέτη τον πρώτο διευθυντή του Οργανισμού, τον Νίκος Χατζίσκο.

Η επαναλειτουργία του είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να αναβαθμιστεί έτι περισσότερο το πολιτιστικό γίγνεσθαι της πόλης. Ο υπερσύγχρονος τεχνικός εξοπλισμός του μπορεί να γίνει το δέλεαρ για παραστάσεις υψηλού επιπέδου και να αναβιώσουν στην πλατεία του παλιές, καλές στιγμές. Από το σανίδι του Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας έχουν περάσει πολλοί και αξιόλογοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους και παραστάσεις που ανέβηκαν άφησαν εποχή. Δεν θα αναφέρω ονόματα, με τον φόβο ότι μπορεί να ξεχάσω κάποιον ή κάποια και δεν θα ήταν δίκαιο, κανείς δεν έκανε λιγότερα απ’ όσα μπορούσε, είτε ηθοποιός είτε τεχνικός. Η σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου, λοιπόν, φιλοξένησε για πάρα πολλά χρόνια τον πολιτισμό και τους υπηρέτες του, αλλά έπαιρναν όλοι χειροκρότημα από το φιλοθεάμον κοινό; Όχι, φυσικά δεν το ζητούσαν και όλοι, «εμείς κάμναμε τη δουλειά μας, τίποτε άλλο». Αυτή η φράση ήταν κοινή στους τέσσερις «παλαίμαχους» του Δημοτικού Θεάτρου, τους Σουζάννα Ιωάννου, προϊσταμένη εργαστηρίου ραπτικής, Σπύρο Αρότη, διευθυντή Σκηνής, Μιχάλη Μάρκου, μηχανικό Σκηνής και Γρηγόρη Παπαγεωργίου, ανώτερο φωτιστή.

Κλείσαμε ραντεβού με τους τέσσερις στο ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας και ομολογώ ότι όταν τους συνάντησα στην είσοδό του δεν ήθελα να διακόψω την τελετή επανασύνδεσής του με τον χώρο, αλλά και μεταξύ τους. Κοιτούσαν τους ανακαινισμένους χώρους με συγκίνηση και αναζητούσαν τα γραφεία τους, εκείνα τα σημεία που έζησαν πολλές και έντονες στιγμές, να δουν τα νέα καμαρίνια, να ελέγξουν τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Είμαι βέβαιος ότι αν τους έδινα θεατρικό κείμενο, μέχρι να τελειώναμε τη συνέντευξή μας θα είχαν ετοιμάσει παράσταση.

Εντύπωση μου έκαναν οι θεατρικές αναφορές τους, συνεχώς μιλούσαν για θεατρικούς συγγραφείς και έργα και τις αντίστοιχες παραστάσεις, τους ήρωες τους, και ακουγόταν συχνά η φράση «θυμάσαι;». Όσο περνούσε η ώρα οι αναμνήσεις ξεχείλιζαν, έδιναν και έπαιρναν τα γέλια και τα χαμόγελα και τα βλέμματά τους έμοιαζαν να ανακρίνουν τον χώρο… Από τη Λευκωσία και οι τέσσερις ταξίδευαν στη Σαλαμίνα και στους Σόλους, στην Επίδαυρο και στα θέατρα της Αθήνας, στη Σχολή Τυφλών και πάλι στο θέατρο του ΘΟΚ, σήμερα Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας.

Ας τους αφήσουμε, όμως, να μιλήσουν.

ΣΟΥΖΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ, υπεύθυνη εργαστηρίου ραπτικής

Ξεκίνησα να δουλεύω στο θέατρο τον Μάιο του 1972 και αφυπηρέτησα το 2006. Ξεκίνησα ως απλή ράπτρια και έφυγα ως υπεύθυνη εργαστηρίου ραπτικής. Για δύο με τρία χρόνια ήμουν εντελώς μόνη μου και να φανταστείς στην αρχή έφερα από το σπίτι τη δική μου μηχανή, γιατί αυτή του Οργανισμού ήταν πολύ μικρή και ήταν με πετάλια. Ήταν δύσκολες οι συνθήκες, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ αυτό που έκανα που δεν με πείραζε. Θυμάμαι έντονα την παράσταση «Πολύ κακό για το τίποτα» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Στέφανου Αθηαινίτη, που χρειάστηκε τη μέρα της πρεμιέρας να αλλάξουμε ένα από τα κοστούμια, το οποίο τελικά το αλλάξαμε λίγο πριν από το τρίτο κουδούνι. Μια άλλη περίπτωση ήταν η αλλαγή κοστουμιού στην Επίδαυρο, στα καμαρίνια. Το χειροκρότημα δεν το ζήτησα ποτέ, ήθελα απλώς να κάνω τη δουλειά μου, αυτό είχε σημασία. Στους Σόλους θυμάμαι τον «Αίαντα», αλλά και στη Σαλαμίνα που νυχτοξημερωνόμαστε στις πρόβες. Καθόμασταν στις κερκίδες και βλέπαμε την ανατολή του ήλιου. Ποτέ δεν κοιτάζαμε την ώρα. Σήμερα ελάχιστοι αγαπούν τη δουλειά τους, αφήστε που τη δουλειά την αγαπάς από τα μικρά χρόνια. Για τη νέα αρχή του θεάτρου εύχομαι καλή επιτυχία και ό,τι το καλύτερο και ακόμη καλύτερα από ό,τι ήταν πριν και να ευχαριστηθούμε παραστάσεις.

ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΟΤΗΣ, διευθυντής Σκηνής
Ξεκίνησα ως φροντιστής το 1982, και αργότερα έγινα διευθυντής Σκηνής. Πάντοτε ήμουν πολύ αυστηρός με τους άλλους συναδέλφους, ήθελα να γίνονται τα πράγματα σωστά. Την πρώτη δοκιμή του έργου την έκανε ο σκηνοθέτης, και τις επόμενες εγώ, παραλάμβανα το έργο από τον σκηνοθέτη και το έκανα. Μάλιστα, θυμάμαι σε κάποια παιδική παράσταση με τη Μήδεια Χάννα, που μπήκε ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης στο θέατρο και φώναξε «πρώτη φορά όλα τα φροντιστήρια είναι στη θέση τους!» και μετά ακολούθησε η παράσταση «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη με την Ειρήνη Παπά, όπου ο Κακογιάννης ζήτησε να με βάλει στο πρόγραμμα ως βοηθός σκηνοθέτης, μάλιστα η κ. Παπά του είπε «Μιχάλη, αυτό το παιδί τα κάνει όπως στην Αμερική!», όπως και έγινε, μετά από κάμποσες περιπέτειες. Θέλω ό,τι το καλύτερο για το θέατρο πραγματικά.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΚΟΥ, υπεύθυνος κατασκευής σκηνικών

Προσλήφθηκα τον Οκτώβριο του 1979 ως ξυλουργός, για την κατασκευή σκηνικών και αφυπηρέτησα τον Δεκέμβριο του 2012, ως υπεύθυνος εργαστηρίου κατασκευής σκηνικών. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ, και όλο το συνεργείο ήταν στη σκηνή και βοηθούσε στην εναλλαγή των σκηνικών, περίπου τρεισήμισι ώρες έργο και όλοι μας με τα μέσα της εποχής μετακινούσαμε τις διάφορες κατασκευές. Ένα ακόμη σκηνικό που θυμάμαι ήταν το σκηνικό για το έργο «Χορεύοντας στη Λουνάσα» που έφτιαχνε ο Άγγελος Αγγελή, ύψους εννέα μέτρων, ο οποίος προσπαθούσε να το στήσει σε αυτό το ύψος. Ένα από τα στοιχεία που λείπουν σήμερα είναι το μεράκι για τη δουλειά, σημειώνει ο κ. Μάρκου. Μία ακόμη παρατήρηση που κάνει ο κ. Μάρκου είναι ότι το Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας είναι συνυφασμένο για τους περισσότερους με τον ΘΟΚ, ήταν αλληλένδετες έννοιες και για μένα ήταν κρίμα που χωρίστηκαν αυτές οι δύο έννοιες. Όταν ανέλαβα υπεύθυνος του εργαστηρίου, θυμάμαι που όταν στήναμε σκηνικά στη Σχολή Τυφλών και φυσούσε δεν κοιμόμουν τα βράδια, είχα έννοια μη φυσήξει ή συμβεί κάτι άλλο και πέσουν, και σχεδόν κάθε νύχτα σηκωνόμουν και πήγαινα για να τα ελέγξω. Χαίρομαι που διατηρήθηκε τουλάχιστον όπως ήταν η εξωτερική όψη του θεάτρου και εύχομαι να έχει ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες από εκείνες που είχε παλαιότερα.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ανώτερος φωτιστής

«Προσελήφθην στον ΘΟΚ το 1971 ως ηλεκτρολόγος φωτιστής. Εκείνον τον καιρό δεν είχαμε ειδικότητες, αφυπηρέτησα μετά από τριάντα χρόνια ως ανώτερος φωτιστής. Πολλές οι έντονες στιγμές, και οι καλές και κακές. Σε κάποια παράσταση έπεσα από το ύψος των προβολέων, 15 μέτρα, αλλά ευτυχώς τη γλύτωσα. Επίσης, όταν πριν από τον πόλεμο πηγαίναμε στην Αμμόχωστο είχαμε μαζί με άλλους συναδέλφους ένα ατύχημα, καθώς πηγαίναμε να στήσουμε την παράσταση. Όσο για τον εξοπλισμό, να πούμε ότι όλα ήταν όλα χειροκίνητα, αν είχες για παράδειγμα 60 προβολείς έπρεπε να γράψεις 60 νούμερα και την έντασή του καθένα. Πολλές φορές κάθισε και η Σουζάννα στο χειριστήριο για να με βοηθήσει. Δεν ζηλέψαμε ποτέ το χειροκρότημα των ηθοποιών. Προς Θεού, όχι ποτέ, ό,τι κάναμε το κάναμε από αγάπη για το θέατρο. Εμείς, ως πρωταγωνιστές των παρασκηνίων, εισπράτταμε άλλου είδους ικανοποίηση, ότι και με τη δική μας δουλειά έβγαινε ένα καλό αποτέλεσμα. Όταν περνάς απ’ έξω είναι το θέατρο που όλοι θυμόμαστε, εκεί που ανέβηκε ο Αγαμέμνων, το 1970-71, μέσα άλλαξε βέβαια. Εύχομαι το θέατρο αυτό να ζήσει τις παλαιές δόξες του και αν είναι δυνατόν το χειροκρότημα να ακούγεται και έξω από αυτό. Να απολαύσει η Λευκωσία και όλη η Κύπρος το ανακαινισμένο θέατρο.

Αφανείς ήρωες

Πρωταγωνιστές των παρασκηνίων, ακούραστοι αφανείς ήρωες εκατοντάδων παραστάσεων, δεν αναζητούσαν το χειροκρότημα του κόσμου, κάθε επιτυχημένη παράσταση ήταν γι’ αυτούς μια ομαδική επιτυχία. Ωστόσο, κανείς τους δεν ξεχνά ότι ο Γερμανός σκηνοθέτης Χανς Ούβε Χαους σχεδόν μετά από κάθε παράσταση που σκηνοθετούσε τους καλούσε στην υπόκλιση όταν τελείωνε το έργο. Σχεδόν ταυτόχρονα μου αραδιάζουν τα έργα που σκηνοθέτησε ο σκηνοθέτης τη δεκαετία του ’70 στον ΘΟΚ και στο θέατρό του, «Ο καυκασιανός κύκλος με τη κιμωλία», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», «Μάνα κουράγιο», «Μέτρο για μέτρο». Αυτό το έκανε ένας Γερμανός σκηνοθέτης, μου λένε με μια φωνή…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X