ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σιγά μη μου το ματιάσετε!

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Σιγά και θα μου το ματιάσετε», κάθε πρωί η ίδια κουβέντα με τους γείτονές τους. Βλέπετε, το είχαν μονάκριβο, εδώ και χρόνια μόνο με αυτό είχαν να κάνουν. Και αν καμιά φορά έπρεπε να λείψουν για μερικές ημέρες, γύριζαν τον κόσμο ανάποδα για να βρουν κάποιον να το φροντίζει, «νερό, ταγή και αγάπη να του δίνεις», έλεγαν. Φυσικά, δεν εμπιστευόντουσαν τον καθένα, ζύγιαζαν καλά αυτόν που θα πήγαιναν να το βλέπει. Πολλές φορές, βέβαια, η γυναίκα του αναρωτιόταν, «εγώ και δεν κάνω κι έτσι, που στο κάτω-κάτω έχω και παραπάνω λόγους». Η αλήθεια είναι ότι είχε σηκώσει το βάρος του για περισσότερο καιρό, χωρίς να βαρυγκωμήσει.

Είχε χίλιους λόγους, και αυτός και η γυναίκα του για να το προσέχουν σαν τα μάτια τους, αλλά μη φανταστείτε, όποιος ζητούσε να το δει, να το αγκαλιάσει, να το χαϊδέψει, τον άφηναν, πάντα βέβαια υπό την επίβλεψή τους. «Σιγά και θα μου το ματιάσετε» έλεγε και σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι που κάποτε το είχε ακούσει όταν είχε πάει διακοπές, και του είχε κάνει τόση εντύπωση που το έμαθε απέξω και πήγαινε κάπως έτσι «ευρέθ’ ένα παγώνι, ω το παγώνι μας τ’ όμορφο», και αμέσως του έλεγε η γυναίκα του, «πε, ρε, και το άλλο», και άρχιζε «μια κόρη ρόδα εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα, να πλέξει τζόγια με τσ’ ανθούς και στεφάνι με τα ρόδα» και αυτό του είχε εντυπωθεί και μάλιστα της το αφιέρωνε. Πολλά βράδια μαζευόντουσαν με φίλους και τους τα τραγουδούσε. Πάντα, έλεγε «σιγά και θα μου το ματιάσετε» και πρόσθετε «να αλαφροπατάτε, να μη μου το ξυπνήσετε» και η γυναίκα του συγκατάνευε… και όσοι ήξεραν σιγανά μουρμούριζαν σκοπούς και έμοιαζαν σαν νανούρισμα.

Πρώτη ασχολία τους κάθε πρωί ήταν να το δουν, να το φροντίσουν, να ελέγξουν ότι όλα είναι εντάξει… και αν τύχαινε να περάσει κανείς από εκεί και σταματούσε για να ποθαυμάσει εκείνοι με μια φωνή του έλεγαν «σιγά, μη μα το ματιάσεις». Για να λέμε την αλήθεια ήταν πραγματικά όμορφο, δεν είχαν άδικο που το φυλούσαν σαν τα μάτια τους. Πολλοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν προς τι η τόση αγάπη – πολλές φορές έφταναν στην ψύχωση, η αλήθεια να λέγεται – και αναρωτιόντουσαν, καλά, σιγά την περιουσία πια, ο καθένας μας μπορεί να έχει ένα τέτοιο. «Είναι αλήθεια, ο καθένας μπορεί να έχει ένα τέτοιο, αλλά όχι το ίδιο, δεν θα είναι ποτέ το ίδιο με το δικό μας», έλεγαν. Υπερβολές, έλεγαν όσοι δεν ήξεραν, και όσοι γνώριζαν δεν μιλούσαν, άλλοι από αμηχανία, άλλοι από φόβο, άλλοι από αλαφρή καρδιά. «Σωπάστε και θα μας το ματιάσετε».

Κάποια μέρα, όπως κάθε πρωί άνοιξαν το παράθυρό τους, άκουσαν βουή και φασαρία ασυνήθιστη για την ώρα και τον τόπο, βγήκαν στην αυλή τους και τι να δουν; Κόσμο πολύ μαζεμένο, μεγάλα μηχανήματα και έναν υπάλληλος, καλά γραβατωμένο, με ένα χαρτί στο χέρι, κράδαινέ το και φώναζε, «πια δεν σας ανήκει, δεν το ορίζετε. Βγήκε απόφαση για τούτο». «Πώς είναι δυνατόν;», κοιτούσαν ξιστικοί ο εις τον άλλο. «Μάλιστα, κύριοι, είναι δυνατόν», απάντησε ο υπάλληλος, και οι εργάτες κοντά του έτοιμοι να λάβουν εντολές, «Μα εγώ με δώδεκα ζευγάρια βόδια τη γη αυτή όργωσα την αιματοποτισμένη και τόσα χρόνια να ανθίσει η δάφνη περιμένουμε και δέντρα ζωής όλα αυτά που βλέπετε να γίνουν και το περιβόλι μας, η άμπελός μας να απλωθεί ως τα πέρατα της οικουμένης...». «Αυτά που λέτε, μόνο εσείς τα καταλαβαίνετε και ο κόσμος χρειάζεται την άνοιξη, το άνοιγμα. Εμπρός, κάνετε στην άκρη, η άνοιξη δεν μπορεί να περιμένει». Έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτούν ο ένας τον άλλο. Τότε, βρήκαν δυο κουβέντες να πουν «άμμα ξερε, πώς η άνοιξη δεν έρχεται, χωρίς χειμώνας να διαβεί, χωρίς η γης να ποτιστεί και να ανθίσει».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση