ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Ποινές – χάδι» και η πραγματικότητα

Της Ειρήνης Οικονομίδου *

Οι λεκτικές επιθέσεις που δέχονται κατά καιρούς Δικαστές και Δικαστήρια για το ύψος των ποινών που επιβάλλουν σε περίπτωση διάπραξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων αποτελεί φαινόμενο που προβληματίζει.

Συχνά παρατηρούμε μεγάλη μερίδα πολιτών να εκδηλώνει έντονες αντιδράσεις εναντίον της διάρκειας των ποινών φυλάκισης που επιβάλλουν Επαρχιακά Δικαστήρια στην ποινική τους δικαιοδοσία, κάνοντας λόγο για αδικαιολόγητη επιείκεια από μέρους των δικαστηρίων.

Οι αντιδράσεις αυτές πηγάζουν από την άγνοια και την παραπλάνηση του πολίτη σε σχέση με την εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην επιβολή ποινών. Βεβαίως, κανείς δεν έχει την απαίτηση από τον καθένα να γνωρίζει τα όσα προνοούν οι νόμοι και η νομολογία. Εντούτοις, θα περιμέναμε κάτι περισσότερο από άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου τα οποία ασκούν και κάποια επιρροή, όταν διαδίδουν ανακρίβειες και μάλιστα δημοσίως, την ώρα που θα μπορούσαν με μεγάλη ευκολία να πληροφορηθούν τα όσα προνοεί ο νόμος.

Πρόκειται συνήθως για περιπτώσεις σοβαρών ποινικών αδικημάτων που άπτονται της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου και τα οποία παραπέμπονται για εκδίκαση στα Επαρχιακά Δικαστήρια από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να εκδικαστούν συνοπτικά (Βλ. σχετικά άρθρο 155 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Στις περιπτώσεις αυτές το Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση τα όσα προνοεί ο νόμος δεν μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης που ξεπερνά τα 5 έτη (βλ. σχετικά άρθρο 24(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).

Το ζήτημα αυτό που άπτεται της διακριτικής ευχέρειας του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας απασχολεί την Κυπριακή Νομολογία εδώ και δεκαετίες.

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποινική Έφεση Υπ’ αρ. 2870, ημερομηνίας 2 Φεβρουαρίου του 1967, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Νεόφυτου Νικόλα Βασιλειώτη και άλλου, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική δίκη στην παρούσα υπόθεση, δείχνει, ότι κατά τη γνώμη του, η ποινή μέσα στη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή, θα ήταν κατάλληλη ούτως ώστε να συμβαδίζει με το έγκλημα, δηλαδή ποινή που να μην υπερβαίνει τα 3 χρόνια φυλάκισης». (Το άρθρο 24 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν. 14/60) τροποποιήθηκε από το Ν. 41(I)/2000 και πλέον το Επαρχιακό Δικαστήριο ασκώντας ποινική δικαιοδοσία δεν μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης που ξεπερνά τα 5 έτη).

Ο Γενικός Εισαγγελέας, αφού μελετήσει το φάκελο του κατηγορουμένου έχει δικαιοδοσία να παραπέμψει την υπόθεση για συνοπτική εκδίκαση, όταν, μεταξύ άλλων,  επιδιώκει να προστατεύσει το θύμα ενός ποινικού αδικήματος.

Για παράδειγμα σε περίπτωση διάπραξης των αδικημάτων του βιασμού (άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) ή σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων (άρθρο 153 Κεφ. 154, Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των δεκατριών χρόνων και άρθρο 154, Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών μέχρι δεκαέξι), η πολιτεία, όπως έχει και την υποχρέωση, θα επιχειρήσει να προστατεύσει τα θύματα αυτών των βάναυσων επιθέσεων με αποτέλεσμα να επιδιώξει την ομολογία του θύτη και την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου.
 
Το Δικαστήριο θα θεωρήσει ως μετριαστικό παράγοντα την άμεση παραδοχή του κατηγορουμένου για πολλούς λόγους, όπως, λ.χ. το ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης – και μάλιστα εάν είναι και ανήλικο – δεν θα χρειαστεί να ξαναπεράσει τα όσα πέρασε στα χέρια του βιαστή του, πράγμα που θα συμβεί, εάν ο κατηγορούμενος δεν παραδεχθεί, αφού η υπόθεση θα οδηγηθεί σε ακρόαση και κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί ως μάρτυρας το θύμα της κακοποίησης.

Με το ίδιο σκεπτικό ο Γενικός Εισαγγελέας, αναλογιζόμενος τα πιο πάνω, ενδέχεται να παραπέμψει την υπόθεση για συνοπτική εκδίκαση, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο να πείσει τον κατηγορούμενο να παραδεχθεί και να προστατεύσει το θύμα από αυτή την τραυματική εμπειρία.

Φανταστείτε ένα ανήλικο παιδάκι, που έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από κάποιον μεγαλύτερο τον οποίο εμπιστευόταν να κληθεί να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου!

Συνεπώς, τα πιο πάνω συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα σχόλια του τύπου «Ποινή – Χάδι» κ.λ.π. σε τέτοιες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται επιεικώς άτοπα.

Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι οι Νόμοι που εφαρμόζονται από τα Δικαστήρια ψηφίζονται, ως γνωστόν, από την Βουλή των Αντιπροσώπων, που απαρτίζεται από βουλευτές που ψήφισε ο λαός.

*Δικηγόρος
i.eclaw@hotmail.com

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X