ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Απορρίφθηκαν οι εφέσεις τριών καταζητούμενων των ΗΠΑ για απάτη εκατομμυρίων

Oι συνολικές απώλειες των θυμάτων ξεπέρασαν τα έξι εκατομμύρια δολάρια

ΚΥΠΕ

Το Ανώτατο Δικαστήριο με τρεις διαφορετικές αποφάσεις απέρριψε αυτή την εβδομάδα αιτήσεις για ακύρωση διαταγμάτων σύλληψής τριών φυγόδικων οι οποίοι καταζητούνται στις ΗΠΑ για αδικήματα που έχουν να κάνουν με διαδικτυακή επενδυτική απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και κλοπή ταυτότητας με συμμετοχή τους σε ένα εξελιγμένο διεθνές σύστημα επενδυτικής απάτης μαζικού μάρκετινγκ εκατομμυρίων δολαρίων.

«Από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό και κυρίως τον όρκο που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του επίδικου εντάλματος, προκύπτει ότι σε αυτό περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Γίνεται πλήρης περιγραφή του καταζητούμενου προσώπου με αναφορά στο όνομα της αιτήτριας, τον αριθμό διαβατηρίου και την ημερομηνία γεννήσεως της και ότι αυτή βρίσκεται στην Πάφο», αναφέρεται στη μία εκ των τριών αποφάσεων ημερομηνίας 24 Ιουνίου.

Παρατίθεται έκθεση γεγονότων και παραπομπή στο χρόνο γένεσης των αδικημάτων που είναι το έτος 2015 μέχρι σήμερα και ως τόπος διάπραξης τους, διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ.

Γίνεται, αναφέρει το Δικαστήριο, παραπομπή στο Νόμο και λεπτομερής, θα χαρακτήριζα περιγραφή των εγκληματικών ενεργειών και στοιχείων όπως τα ακόλουθα:

Διαδικτυακή επενδυτική απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και κλοπή ταυτότητας με συμμετοχή της αιτήτριας και άλλων προσώπων που συμμετέχουν σε ένα εξελιγμένο διεθνές σύστημα επενδυτικής απάτης μαζικού μάρκετινγκ εκατομμυρίων δολαρίων που σκοπό είχαν να εξαπατήσουν αγγλόφωνους επενδυτές από τον κόσμο και διανείμουν τα έσοδα μεταξύ τους. Ουσιαστικά παρουσιάζονταν ως μέλη/υπάλληλοι επιτυχημένων εταιρειών χρηματοοικονομικών επενδύσεων και έπειθαν τα θύματα τους να μεταφέρουν χρήματα σε διάφορους λογαριασμούς υπό τον έλεγχο τους, κατασκευάζοντας προς τούτο πλαστούς ιστότοπους, που φαίνεται να σχετίζονταν με πραγματικές εταιρείες.

Τα θύματα θεωρούσαν ότι επένδυαν τα χρήματα τους σε υπαρκτές εταιρείες, ενώ οι παρουσιαζόμενες ως εταιρείες χρηματοοικονομικών επενδύσεων ήταν ψεύτικες, οι αγορές μετοχών που νόμιζαν ότι έκαναν ήταν δόλιες και τα χρήματα που
στάλθηκαν από τα θύματα τους δεν επιστράφηκαν ποτέ, αφού μεταφέρονταν σε λογαριασμό υπό τον έλεγχο των συνωμοτών.

«Υπολογίζεται ότι οι συνολικές απώλειες των θυμάτων ξεπέρασαν τα έξι εκατομμύρια δολάρια», αναφέρεται.

Τα χρήματα από τα θύματα, αντί να χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση επενδύσεων, μεταφέρονταν στα Victim Depository
Accounts και επιστρέφονταν στους συνωμότες από άτομα που μερικές φορές αναφέρονται ως «bankers» (οι τραπεζίτες»), τα οποία στην πραγματικότητα ήταν υπεύθυνα για τη νομιμοποίηση των εσόδων του σχεδίου επενδυτικής απάτης.

Δηλώνεται περαιτέρω ότι θα ακολουθήσει αίτηση για έκδοση της αιτήτριας εναντίον της οποίας καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση στις 18 Μαρτίου 2021.

«Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η αίτηση και ο όρκος περιείχαν όλα τα απαιτούμενα από το Ν. 8(ΙΙΙ)/2008 στοιχεία, στη βάση των οποίων εκδόθηκε από την Πρόεδρο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης, με αναφορά τόσο στο πρόσωπο όσο και στα αδικήματα και στα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έκρινε ως επαρκή», βρίσκει το Δικαστήριο.

«Η θέση της αιτήτριας ότι βασίστηκε σε λανθασμένη νομική βάση δεν ευσταθεί», προστίθεται.

Σημειώνεται πως όπως προκύπτει από την αίτηση και τα γεγονότα, δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας και πως όσα περιλαμβάνονται στον όρκο αποτελούν ικανά στοιχεία για έκδοση εντάλματος σύλληψης, πλην όμως η λανθασμένη κατ’ ισχυρισμό, νομική βάση, δεν αιτιολογούν την έκδοση του.

Η θέση ότι δεν τηρήθηκε πρακτικό από το κατώτερο Δικαστήριο και συνεπώς η δικαστική απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν προέβη σε δική του κατάληξη ή αιτιολόγηση για το εάν καταδείχθηκε ή στοιχειοθετήθηκε η ανάγκη έκδοσης του επίδικου εντάλματος δεν είναι ορθή. Ούτε η θέση πως το Κατώτερο Δικαστήριο προέβη σε μια μηχανική αποτύπωση του λεκτικού του όρκου στο ένταλμα χωρίς να προβεί σε εξαγωγή δικών του συμπερασμάτων βρίσκει έρεισμα. Από την εκδοθείσα απόφαση όπως αυτή αποτυπώνεται στο επίδικο ένταλμα καταδεικνύεται το αιτιολογημένο αυτής, η οποία όπως ανωτέρω καταγράφηκε περιέχει τα στοιχεία του προσώπου της αιτήτριας, τα αδικήματα, το Νόμο και εκφράζει τη θέση ότι υπάρχουν
επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης.

«Σε σχέση με την επικαλούμενη νομική πλάνη του Δικαστηρίου, η οποία κατ’ ισχυρισμό έλαβε χώρα με τη μη εξειδίκευση της νομικής βάσης επί της οποίας στηρίχθηκε αρκεί να επισημανθεί ότι νομική πλάνη καταφανής από τα πρακτικά αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου. Πρέπει, σημειώνεται, «να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας».

«Κρίνεται συνεπώς πως το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη δικαστική του κρίση συνεκτιμώντας τα ενώπιον του στοιχεία μαρτυρικό υλικό και γεγονότα, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί με ένταλμα certiorari η διακριτική αυτή ευχέρεια. Δεν έχει επίσης καταδειχθεί ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στην όψη πρακτικού (εδώ του εκδοθέντος προσωρινού εντάλματος σύλληψης), το οποίο να εκληφθεί ότι δημιουργεί εκ πρώτης όψεως θέμα για συζήτηση το οποίο να ενεργοποιεί την εξουσία του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση