ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το κόστος των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στην αλυσίδα τροφίμων

Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι επωμίζονται το μεγαλύτερο κόστος με ποσοστό 31,85%

Της Μαρίας Ηρακλέους

Της Μαρίας Ηρακλέους

Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού αγροδιατροφικών προϊόντων συνιστούν τεράστιο ζήτημα για το οποίο θα πρέπει να βρεθούν άμεσα τρόποι αντιμετώπισης. Αυτό καταδεικνύουν εξάλλου τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, καθώς το 91,7% του συνολικού δείγματος της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων, έχει δεχτεί αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ενώ το κόστος  του ετήσιου κύκλου εργασιών, ανέρχεται στο 16,56%.  Σύμφωνα με την έρευνα, το μεγαλύτερο κόστος επωμίζονται οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι (31.85%). 

Η έρευνα κατέδειξε και τις συχνότερες περιπτώσεις αθέμιτων πρακτικών, με τις προθεσμίες πληρωμής για ευπαθή ή άλλα γεωργικά προϊόντα διατροφής, τις μονομερείς και αναδρομικές τροποποιήσεις των συμβάσεων να είναι οι πιο συχνές αθέμιτες πρακτικές που παρατηρούνται.  Την ίδια ώρα μέσα από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα προκύπτει ότι οι αθέμιτες πρακτικές θα πρέπει να ρυθμιστούν με εθνική νομοθεσία η οποία θα διασφαλίζει τα συμφέροντα των εμπορευόμενων.

Από την πλευρά του το Υπουργείο Γεωργίας έχει εκφράσει την πρόθεση του για αντιμετώπιση του φαινομένου ώστε να τερματιστούν ή να περιοριστούν δραστικά οι αθέμιτες πρακτικές σε βάρος του αγροτικού κόσμου.

Στο 100% σε αλιεία και ιχθυοκαλλιέργεια

Όλοι οι επαγγελματίες στον τομέα της αλιείας και της ιχθυοκαλλιέργειας έχουν δηλώσει ότι έχουν έρθει αντιμέτωποι με περιστατικά αθέμιτων εμπορικών πρακτικών την τελευταία πενταετία. Εξαιρετικά υψηλό είναι το ποσοστό και στις επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου το οποίο φτάνει το 97,6%. Στις μεταποητικές επιχειρήσεις το ποσοστό ανέρχεται στο 93,9%, στο 92,3% στην οργάνωση παραγωγών. Το ποσοστό των γεωργών και των κτηνοτρόφων που έχουν δηλώσει ότι υπήρξαν θύμα αθέμιτων εμπορικών πρακτικών την τελευταία πενταετία ανέρχεται στο 92%, ενώ στο λιανικό το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 74,1%.

Ποσοστό 56% του συνολικού δείγματος δήλωσε ότι έχει υποστεί αθέμιτες πρακτικές από επιχείρηση λιανικού εμπορίου, το 50% δήλωσε ότι υπήρξε θύμα αθέμιτων πρακτικών από επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου, ενώ 45% των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, 50% των Οργανώσεων Παραγωγών, 41,9% των μεταποιητικών επιχειρήσεων και 31,7% των επιχειρήσεων χονδρικού εμπορίου, δήλωσε ότι έχουν υποστεί ΑθΕΠ από μεμονωμένους γεωργούς/κτηνοτρόφους.

Οι πιο σοβαρές περιπτώσεις

Σύμφωνα με την έρευνα, οι πιο σοβαρές αθέμιτες εμπορικές πρακτικές είναι οι μονομερείς και αναδρομικές τροποποιήσεις συμβάσεων. Συμβάσεις οι οποίες μπορεί να αφορούν τον όγκο, τα ποιοτικά πρότυπα, ή τις τιμές. Παράλληλα εξίσου σοβαρές θεωρούνται οι προθεσμίες πληρωμής για ευπαθή ή άλλα γεωργικά προϊόντα διατροφής μεγαλύτερες των 30 ημερών, οι ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής και η απόκρυψη από το ένα μέρος βασικών πληροφοριών.

Μικρότερη επιχείρηση, μεγαλύτερο το κόστος

Το εκτιμώμενο κόστος των ΑθΕΠ ως ποσοστό (%) του ετήσιου κύκλου εργασιών συσχετίζεται αρνητικά και στατιστικά σημαντικά με τον ετήσιο κύκλο εργασιών, καθώς και με τον αριθμό των απασχολουμένων, υποδεικνύοντας ότι οι επιχειρήσεις με μικρότερο ετήσιο κύκλο εργασιών (ή μικρότερο αριθμό εργαζομένων) τείνουν να έχουν υψηλότερο κόστος από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Τα κυριότερα συμπεράσματα και εισηγήσεις που προκύπτουν από την έρευνα είναι τα εξής: Οι ΑθΕΠ αποτελούν υπαρκτό και σε κάποιες περιπτώσεις σοβαρό φαινόμενο στην κυπριακή αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, ενώ το κόστος τους αποτελεί ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό του ετήσιου κύκλου εργασιών των εμπορευόμενων. 

Η ευρωπαϊκή οδηγία

Αλλαγή της νομοθεσίας, ώστε να ελέγχονται εκτός από τους μεγάλους παίκτες και οι μεμονωμένοι γεωργοί ή κτηνοτρόφοι οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς προμηθευτές ενώ παράλληλα η εθνική νομοθεσία να συμπεριλάβει το σύνολο των εμπορευόμενων.

Σε ό,τι αφορά την ίδια τη νομοθετική ρύθμιση για την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, η έρευνα εισηγείται ένα μίγμα πολιτικών που να συνδυάζει ιδιωτικές, διοικητικές και δικαστικές μεθόδους παρακολούθησης και επιβολής. Πρόκειται για μικτή προσέγγιση η οποία θα πρέπει να επιτρέπει σε εθελοντικά συστήματα και πρότυπα να λειτουργήσουν και να συμπληρώνεται με αξιόπιστα και αποτελεσματικά θεσμικά όργανα ελέγχου και επιβολής του νόμου.

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Μαρίας Ηρακλέους

Επιχειρήσεις: Τελευταία Ενημέρωση