ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ε.Ε: Με πολλές αδυναμίες η κυπριακή οικονομία

Η Επιτροπή αξιολόγησε την Κύπρο στο πλαίσιο της εξόδου της από το μνημόνιο

Σε κανονικούς ρυθμούς οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης εισέρχεται η Κύπρος μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης.

Έκθεση που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αξιολογεί την οικονομία της Κύπρου υπό το πρίσμα της ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης της Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015. Σύμφωνα με την έκθεση, η Κύπρος επωφελήθηκε από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, κατά τη διάρκεια του οποίου ανέκαμψε από την ύφεση, σταθεροποίησε τον χρηματοπιστωτικό της τομέα και εξυγίανε τα δημόσια οικονομικά της. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται πολλές προκλήσεις.

Η οικονομία έφθασε σε σημείο καμπής στο 2015, ενώ η ανάπτυξη ανέκαμψε και η ανεργία άρχισε να μειώνεται. Ωστόσο, η δυνητική ανάπτυξη δέχτηκε πλήγμα από την ύφεση και εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα όσον αφορά το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος.

Η ανάκαμψη είναι μέτρια και οφείλεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση, ενώ ο πληθωρισμός παρέμεινε αρνητικός. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,6% το 2015. Ωστόσο, σε ονομαστικούς όρους, η οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε στάσιμη λόγω της βραδείας αύξησης των τιμών, η οποία αποτυπώνεται στο αρνητικό ποσοστό του πληθωρισμού τιμών καταναλωτή (-1,6%). Η ιδιωτική κατανάλωση είναι μία από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η αύξηση των επενδύσεων (με εξαίρεση τις νηολογήσεις πλοίων) παραμένει χαμηλή, η δημόσια κατανάλωση είναι συγκρατημένη και οι καθαρές εξαγωγές εξακολουθούν να είναι υποτονικές.

Παρόλο που η αγορά εργασίας άρχισε να ανακάμπτει, η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία παραμένουν υψηλές, στο πλαίσιο της δημιουργίας θέσεων εργασίας που αυξάνεται με αργό ρυθμό. Το ποσοστό ανεργίας άρχισε να μειώνεται με αργό ρυθμό το 2015, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,9% περίπου. Ωστόσο, η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία παραμένουν υψηλές: ανέρχονται στο 33% του νεανικού εργατικού δυναμικού και στο 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού, αντίστοιχα.

Οι επενδυτές εξακολουθούν να αποθαρρύνονται από το υψηλό χρέος των επιχειρήσεων και η στεγαστική αγορά παραμένει στάσιμη. Η ροή πιστώσεων προς την οικονομία εξακολουθεί να κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα και οι τράπεζες είναι αντιμέτωπες με πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (περίπου 55% στα δάνεια προς νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες). Αυτό το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων επιβαρύνει την κερδοφορία των τραπεζών και την ικανότητά τους να δημιουργήσουν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Η χορήγηση νέων δανείων

Σύνοψη

περιορίζεται από την έλλειψη βιώσιμων έργων προς επένδυση, λόγω του υψηλού ιδιωτικού χρέους και της μη συμμόρφωσης με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις. Οι ΜΜΕ εξαρτώνται υπέρμετρα από τον τραπεζικό δανεισμό, ενώ η εναλλακτική χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη, γεγονός που μειώνει την ικανότητά τους να επενδύσουν και να αναπτυχθούν.

Σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των εθνικών στόχων στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», η Κύπρος έχει πετύχει ή σημειώνει πρόοδο όσον αφορά τους στόχους της για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και την αύξηση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Από την άλλη πλευρά, η πρόοδος που έχει σημειωθεί προς την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για το ποσοστό απασχόλησης, τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και την μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού φαίνεται περιορισμένη.

Τα κύρια ευρήματα της εμπεριστατωμένης επισκόπησης που περιέχονται στην παρούσα έκθεση, και οι σχετικές προκλήσεις πολιτικής, έχουν ως εξής:

Έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ωστόσο, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα παραμένει υψηλό και περιορίζει τις νέες πιστώσεις. Οι τράπεζες περιόρισαν δραστικά τους ισολογισμούς τους και προέβησαν σε πλήρη αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους. Ταυτόχρονα, η τραπεζική εποπτεία επανασχεδιάσθηκε και ενισχύθηκε. Ωστόσο, το τραπεζικό μοντέλο εξακολουθεί να βασίζεται στην ισχυρή έκθεση σε ξένες καταθέσεις, ενώ οι πρακτικές δανεισμού δεν έχουν μετατοπιστεί από την υπέρμετρη εξάρτηση από εγγυήσεις προς μια συστηματικότερη χρήση των εργαλείων αξιολόγησης του κινδύνου.

Η αύξηση των προσωρινών πιστώσεων επηρεάζει τα κέρδη και την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, ενώ είναι δύσκολο να βρεθούν καλές επενδυτικές ευκαιρίες, δεδομένων της υψηλής δανειακής επιβάρυνσης του ιδιωτικού τομέα και του
χαμηλού ρυθμού εξόφλησης από τους οφειλέτες. Η νέα νομοθεσία για τις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων αναμένεται να καταστήσει δυνατή την εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών.

Ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα είναι υψηλός και η μείωση του χρέους αποδεικνύεται πολύ αργή. Το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ως ποσοστό της κυπριακής παραγωγής, συγκαταλέγεται στα υψηλότερα στην ΕΕ. Η εν λόγω υπερχρέωση συγκρατεί τις επενδύσεις στον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και συρρικνώνει τις αγορές ακινήτων. Η μείωση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης συνέβαλε στην εκτεταμένη μη συμμόρφωση με τις δανειακές συμβάσεις, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως αυτό το φαινόμενο.

Θεσπίστηκαν μεταρρυθμίσεις, ιδίως στους τομείς της νομοθεσίας για την κατάσχεση και την αφερεγγυότητα, ώστε αυτή να συμβάλει στην εξάλειψη των μη βιώσιμων χρεών και την υποστήριξη της βιώσιμης αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, ο αντίκτυπος του νέου νομοθετικού πλαισίου στη μείωση του συσσωρευμένου χρέους είναι μέχρι σήμερα περιορισμένος. Ειδικότερα, οι υφιστάμενες ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος συγκαταλέγονται στους παράγοντες που περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου. Η απότομη μείωση των τιμών των κατοικιών συμπίεσε σημαντικά τις αξίες των εξασφαλίσεων, περιορίζοντας για τους οφειλέτες το πεδίο αναδιάρθρωσης του χρέους μέσω της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων και δημιουργώντας κίνητρα για στρατηγική αθέτηση υποχρεώσεων. Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο ακόμα ανεπαρκές - παρά τη λήψη ορισμένων μέτρων - σύστημα έκδοσης και μεταβίβασης των τίτλων ιδιοκτησίας είναι υπό συζήτηση μεταξύ των αρχών και των σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων, αλλά δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία έως τη στιγμή της παρούσας δημοσίευσης.

• Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση συγκαταλέγεται στις πλέον αρνητικές στην ΕΕ, αλλά οι κίνδυνοι έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό. Οι αλλοδαπές εταιρείες χαρτοφυλακίου και το δημόσιο χρέος ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αρνητική διεθνή επενδυτική θέση. Καθώς οι ξένες αυτές επιχειρήσεις αλληλεπιδρούν σε μικρό σχετικά βαθμό με την κυπριακή οικονομία, ενέχουν περιορισμένους κινδύνους. Το δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του επίσημου δανεισμού από το ΔΝΤ και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον μηχανισμό χρηματοδοτικής στήριξης των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, και παρακολουθείται στενά στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα. Εντούτοις, χωρίς περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, η επιστροφή στα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών του παρελθόντος θα μπορούσε να θέσει την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση σε μη βιώσιμη τροχιά. 

Παρόλο που τα δημοσιονομικά αποτελέσματα στο πλαίσιο του προγράμματος ξεπέρασαν σταθερά τους συμφωνημένους στόχους, η βιωσιμότητα του χρέους εξακολουθεί να υπόκειται σε αυξημένους κινδύνους. Οι κίνδυνοι αφορούν ιδίως την ενδεχόμενη αναστροφή της δημοσιονομικής προσαρμογής στα πλαίσια του προγράμματος, τους δυσμενείς μακροοικονομικούς κραδασμούς και την ανεπαρκή εφαρμογή των δημοσιονομικών-διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που καθορίστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης.

Άλλα βασικά οικονομικά ζητήματα που αναλύονται στην παρούσα έκθεση και καταδεικνύουν ιδιαίτερες προκλήσεις για την Κύπρο είναι τα εξής:

Οι επενδύσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας παρουσιάζουν πάγια υστέρηση σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και συνιστούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Η ύφεση και ο ακόμα εύθραυστος τραπεζικός τομέας έχουν συμπιέσει περαιτέρω τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα αυτές να ανέρχονται σε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Η έλλειψη επενδύσεων που συμβάλλουν στην τόνωση της ανάπτυξης μπορεί επίσης να αποδοθεί στις ανεπάρκειες στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ιδίως στην πλημμελή εκτέλεση των συμβάσεων, στις μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες, στη διοικητική και ρυθμιστική επιβάρυνση, στα περιορισμένα κίνητρα για καινοτομία, και στην περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδίως για τις ΜΜΕ.

Διατέθηκαν κονδύλια και χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ για τις ΜΜΕ στην Κύπρο, αλλά η αξιοποίηση υπήρξε μέχρι σήμερα περιορισμένη, εν μέρει λόγω του αναποτελεσματικού τοπικού συντονισμού. Έχουν χαραχθεί στρατηγικές που ευνοούν την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, αλλά δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή.

Η ανεργία παραμένει υψηλή, ιδίως η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία. Η μείωση της εν λόγω υψηλής ανεργίας θα απαιτήσει χρόνο, επίσης λόγω της περιορισμένης ικανότητας των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης και της περιορισμένης εμβέλειας των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας. Η κυπριακή αγορά εργασίας και το σύστημα καθορισμού των μισθών είναι σχετικά ευέλικτα, στοιχείο που συνέβαλε στην επανεξισορρόπηση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η προσαρμογή των μισθών κατά την περίοδο της ύφεσης απέτρεψε την αύξηση της ανεργίας και διασφάλισε την εξωτερική ανταγωνιστικότητα. Πρόσφατα ξεκίνησαν συζητήσεις για την εκ του νόμου επέκταση των συλλογικών συμβάσεων σε ορισμένους τομείς (π.χ. κατασκευές). Μολονότι η αλλαγή αυτή αποσκοπεί στον καθορισμό ελάχιστων προτύπων στους τομείς αυτούς, καθώς δεν ισχύουν κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας, ενδέχεται να καταστήσει το σύστημα καθορισμού των μισθών λιγότερο ευέλικτο και να αποτρέψει την αποτελεσματική προσαρμογή.

Η μεταρρύθμιση της αναπροσαρμογής των μισθών δεν έχει ακόμα υιοθετηθεί πλήρως από τον ιδιωτικό τομέα. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι χαμηλή και η ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι ανεπαρκής: οι δαπάνες για την εκπαίδευση είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά τα αποτελέσματα είναι σχετικά πενιχρά. Επιπλέον, η συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι χαμηλή και το σύστημα δεν περιλαμβάνει τη συμμετοχή των εργοδοτών στην εκπαίδευση των φοιτητών.

 

 

 

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση