ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σόιμπλε: Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει εξαντλήσει τα όριά της

Βάσει του σχεδιασμού του Ντάγκι, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης λήγει τον Μάρτη του 2017

Kathimerini.gr

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επανέλαβε χθες τη γνωστή πλέον διαφωνία του με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι έχει ουσιαστικά εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Η παρέμβασή του συνέπεσε με δήλωση του επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να εξεταστούν τα όρια του προγράμματος αγοράς ομολόγων στη συνεδρίαση της Τράπεζας τον Δεκέμβριο. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχει αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο να διακοπεί πρόωρα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που, βάσει του σχεδιασμού του, λήγει τον Μάρτιο του επόμενου έτους.

Η χθεσινή δήλωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελεί πάγια θέση του, καθώς ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει σε όλους τους τόνους εκφράσει τη διαφωνία του με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) και με την άκρως επεκτατική πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Αυτήν τη φορά, όμως, η επωδός του Γερμανού υπουργού Οικονομικών έρχεται να συμπληρώσει τη συντονισμένη κριτική που άσκησαν μία ημέρα νωρίτερα, αφενός, οι Πέντε Σοφοί σύμβουλοι της γερμανικής κυβέρνησης και, αφετέρου, ο επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της Deutsche Bank, Ντέιβιντ Φόλκερ Λαντάου. Οι Πέντε Σοφοί ζήτησαν, μάλιστα, με έκθεσή τους να δοθεί εσπευσμένα τέλος στην «εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική» της ΕΚΤ, αφού κρίνουν ότι δεν είναι πλέον η δέουσα, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη ανακάμπτει.

Στην ετήσια έκθεσή τους, την οποία απέστειλαν στη Γερμανίδα καγκελάριο, οι Πέντε Σοφοί αναγνωρίζουν ότι το επίμαχο πρόγραμμα ήταν καθοριστικό για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης. Υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα του προγράμματος συγκαλύπτουν τα διαρθρωτικά προβλήματα και εγκυμονούν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Καλούν, μάλιστα, τις χώρες της Ευρωζώνης να «χρησιμοποιήσουν τους ούριους ανέμους της ανάκαμψης για να προωθήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», και σε μια ασυνήθιστη παρέμβασή τους επικρίνουν ακόμη και τη γερμανική κυβέρνηση επειδή «δεν χρησιμοποίησε επαρκώς τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων ετών για να προωθήσει μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς».

Σε ό,τι αφορά την Deutsche Bank, έχει επιρρίψει στην ΕΚΤ και στην πολιτική αρνητικών επιτοκίων την ευθύνη για τη μείωση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σημειωτέον ότι η Deutsche Bank πήρε χθες την έγκριση για την πώληση των μετοχών που διαθέτει στην κινεζική Hua Xia. Η πώληση αφορά το 20% των μετοχών της κινεζικής εταιρείας που θα πωληθεί στην PICC Property and Casualty έναντι 3,2 έως 3,7 δισ. ευρώ, καθώς η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας έχει δρομολογήσει σχέδιο αναδιάρθρωσής της και ενίσχυσης της ρευστότητάς της.

Η συγκεκριμένη πώληση περιουσιακού στοιχείου της Deutsche Bank σχετίζεται με την ευνοϊκή μεταχείριση της οποίας έτυχε η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας στο πλαίσιο των τεστ κοπώσεως. Η ΕΚΤ τής επέτρεψε να καταχωρίσει τα 4 δισ. δολάρια που θα προσπορισθεί από τη συναλλαγή στους ισολογισμούς της για το 2015, μολονότι η υπόθεση βρισκόταν ακόμη στο στάδιο των προτάσεων. Σε καμία άλλη από τις 50 τράπεζες της Ευρωζώνης που συμμετείχαν στα τεστ κοπώσεως δεν επέτρεψε η ΕΚΤ ανάλογη μεταφορά εσόδων, ενώ πολλές είχαν ανάλογες συναλλαγές.

Καθοριστικός ο ρόλος Μαρκ Κάρνεϊ

Η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε χθες αμετάβλητα τα επιτόκια της στερλίνας στο 0,25%, στο οποίο τα μείωσε τον Αύγουστο. Ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της, ο επικεφαλής της Τράπεζας, Μαρκ Κάρνεϊ, σχολίασε ότι η κεντρική τράπεζα μπορεί να επιβάλει περιοριστική νομισματική πολιτική ή αναπτυξιακή, ανάλογα με τις εξελίξεις, «ώστε να διασφαλίσει βιώσιμη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο». Σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, ο πληθωρισμός στη χώρα θα επιταχυνθεί σε επίπεδα πάνω από τον στόχο του 2%, στις αρχές του επόμενου έτους, και θα παραμείνει πάνω από το επίπεδο αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα, φθάνοντας στο 2,5% στα τέλη του 2019. Ο κ. Κάρνεϊ δεν απέκλεισε ενδεχόμενη παρέμβαση της Τράπεζας στις αγορές συναλλάγματος σε περίπτωση περαιτέρω πτώσης της στερλίνας, κάτι που έχει αποφύγει να κάνει μετά το 1992. Προσέθεσε, πάντως, ότι η Τράπεζα δεν θέτει ως στόχο την ισοτιμία αλλά τον πληθωρισμό.

 

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X