ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Άκυρη η μείωση του εφάπαξ δημοσίων υπαλλήλων

Τέσσερις δημόσιοι υπάλληλοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο

ΚΥΠΕ

Το Διοικητικό Δικαστήριο κήρυξε άκυρη τη μείωση του εφάπαξ ποσού το οποίο δικαιούντο να λάβουν κατά την αφυπηρέτηση τους τέσσερις δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά των σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών και του Γενικού Λογιστή.

Οι αιτητές με τις προσφυγές τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, ζητούσαν απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Γενικού Λογιστή, με τις οποίες εφάρμοσαν τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανόμενων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (216(Ι)/2012), είναι παράνομες και/ή άκυρες και/ή στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, ως στηριζόμενες σε Νόμο ο οποίος μεταξύ άλλων προσκρούει στο Σύνταγμα, στην αρχή της αναλογικότητας και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου Μ.Καλλιγέρου αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ότι «θεωρώ ότι παραβιάστηκε το συμβατικό και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα των αιτητών στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα στο εφάπαξ φιλοδώρημα, με τους συντελεστές που προβλέπονταν κατά την συμπλήρωση της υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση κατά την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους. Ο περιορισμός κρίνεται ανεπίτρεπτος, διότι δεν έγινε κατ’ επίκληση λόγων που προβλέπονται ως επιτρεπόμενοι στο άρθρο 23.3 του Συντάγματος».

Πέραν της ανωτέρω κρίσης, σημειώνει, «θεωρώ πως θα πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα των ακόλουθων ισχυρισμών των αιτητών, που προβλήθηκαν διαζευκτικά με τον ανωτέρω λόγο αντισυνταγματικότητας του Νόμου».

Σύμφωνα με τους αιτητές «παραβιάστηκε με μην επίδικη νομοθεσία η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων, που διέπει το κοινοτικό δίκαιο».

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «ο συνήγορος των αιτητών υποστήριξε ότι στις επίδικες υποθέσεις υπάρχει παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθότι οι αιτητές έχουν οργανώσει την προσωπική και οικογενειακή ζωή τους (συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων υποχρεώσεων, όπως δανείων, που λήφθηκαν εκ μέρους τους με τα σταθερά δεδομένα πριν τη θέσπιση του επίδικου νόμου) στη βάση μίας πλήρους απολαβών δημοσιοϋπαλληλικής σταδιοδρομίας και οικογενειακού και ατομικού προϋπολογισμού, που ανατρέπεται χωρίς να συντρέχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις που επιβάλλονται από τo κοινοτικό κεκτημένο».

«Και αυτό επειδή», συνεχίζει ο συνήγορος των αιτητών, « δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, που διέπουν τους όρους εργοδότησης τους και της σύναψης συμφωνίας με τη Δημοκρατία, έτρεφαν την καθόλα δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τα συνταξιοδοτκά τους δικαιώματα θα εξακολουθούσαν να είναι ισχυρά και να τυγχάνουν του σεβασμού».

Εξετάζοντας και αυτό το ζήτημα, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου σημειώνει πως «οι σχετικές μεταβατικές διατάξεις, ως θεσπίστηκαν στο Νόμο 216(Ι)/2016, σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των αιτητών που αποκτήθηκαν ως προς τους συντελεστές υπολογισμού του εφάπαξ που δικαιούντο με την συνταξιοδότησή τους με δεδομένη την παραμονή τους στην υπηρεσία μετά την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους, παραβιάζουν για τους αιτητές την αρχή της προοτατευόμιενης εμπιστοσύνης που εφαρμόζεται και σε σχέση με τους εθνικούς νόμους, λόγω της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου δυνάμει του άρθρου ΙΑ του Συντάγματος, αφού αιφνιδιαστικά (και αφού οι αιτητές συμπλήρωσαν τους απαιτούμενους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας) ανατράπηκε το νομοθετικό καθεστώς που δημιούργησε τις δικαιολογημένες προσδοκίες τους σε σχέση με τους συντελεστές υπολογισμού του εφάπαξ τους».

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγει, « οι επίδικες αποφάσεις κηρύσσονται άκυρες, ως βασιζόμενες στο άρθρο 7(1)(α)(ιι) και τις εκεί επιφυλάξεις, που παραβιάζει το άρθρο 23.3 του Συντάγματος, αλλά και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που οφείλει να εφαρμόζεται και κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου, δυνάμει του άρθρου 1Α του Συντάγματος».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X