ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το Βερολίνο εξετάζει δημοσιονομική χαλάρωση

Η κ. Μέρκελ είπε ότι θα μειωθεί ο φόρος αλληλεγγύης για την πλειονότητα των Γερμανών πολιτών

Kathimerini.gr

Σήμα για περιορισμένης έκτασης χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έδωσε χθες η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ. Τόνισε, πάντως, ότι η κυβέρνησή της θα τηρήσει απαρεγκλίτως την πολιτική για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.

«Επειτα από δέκα χρόνια με ανάπτυξη, έχουμε μια δύσκολη φάση χαμηλότερης ανάπτυξης» εξαιτίας της έντασης στο εμπόριο, δήλωσε χθες η Γερμανίδα καγκελάριος κατά την καθιερωμένη ετήσια συνέντευξη Τύπου που παραχωρεί πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. «Αυτό αποτελεί κίνητρο για εμάς όχι απλώς να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε στην έρευνα και την ανάπτυξη, αλλά φυσικά για να ενισχύσουμε την οικονομία μας». Εσπευσε να προσθέσει, πάντως, ότι «εξακολουθώ να υποστηρίζω τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού».

Η κ. Μέρκελ είπε ότι θα μειωθεί ο φόρος αλληλεγγύης για την πλειονότητα των Γερμανών πολιτών, ωστόσο πρόσθεσε ότι δεν θα προχωρήσει σε μείζονος σημασίας φορολογική μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πραγματική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί στο 0,5% το 2019, ενώ είχε καταγράψει πραγματική ανάπτυξη 1,5% το 2018 και 2,2% το 2017. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το δημοσιονομικό πλεόνασμα της Γερμανίας ανήλθε το 2018 στο 1,7% ή στα 58 δισ. ευρώ. Για το 2019 το ΔΝΤ προβλέπει ότι η Γερμανία θα περιορίσει σημαντικά το δημοσιονομικό της πλεόνασμα στο 1,15% του ΑΕΠ. Το πρόγραμμα σταθερότητας για το 2019 που έχει υποβάλλει η γερμανική κυβέρνηση στην Κομισιόν είναι πιο απαισιόδοξο, αλλά εξακολουθεί να προβλέπει σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξεως του 0,75% του ΑΕΠ.

Η γερμανική οικονομία μόλις που απέφυγε τεχνική ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2018 (ανάπτυξη -0,2% το τρίτο τρίμηνο και μηδενική ανάπτυξη το τέταρτο), αν και ανέκαμψε το πρώτο τρίμηνο του 2019 με ρυθμό 0,4%.

Η βασική πρόβλεψη τόσο της γερμανικής κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν έως και τον Ιούνιο ότι η γερμανική και γενικότερα η οικονομία της Ευρωζώνης θα ανακάμψουν το δεύτερο εξάμηνο του 2019. Ωστόσο, η ελπίδα αυτή έχει διαψευστεί, καθώς συνεχίζεται η αναταραχή στο εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και καθώς τα μέτρα ενίσχυσης που έχει λάβει η Κίνα αποδίδουν μεν, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 6,2%, από 6,4% το πρώτο τρίμηνο. Το ΔΝΤ αλλά και ο ΟΟΣΑ καλούν συστηματικά τη γερμανική κυβέρνηση να αυξήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες της, ώστε να υποστηρίξει την οικονομία, τις επενδύσεις και να εκσυγχρονίσει τις επί δεκαετίες υποχρηματοδοτούμενες υποδομές της χώρας.

Παράλληλα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγηθεί η επιμονή της γερμανικής κυβέρνησης να δανειστεί χρήματα, τη στιγμή που δανείζεται για 10 χρόνια με επιτόκιο -0,32% και για 20 χρόνια με επιτόκιο 0,05%. «Το τραγικό αυτού του θέματος είναι ότι η κυβέρνηση δεν δαπανάει αρκετά χρήματα για δημόσιες επενδύσεις ή για υποδομές», είχε πει στο Bloomberg στις αρχές του μήνα ο Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW Berlin. 

Μηδενική πρόοδος

Στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η πρόοδος που έχει συντελεστεί από τα τέλη Ιουνίου, οπότε και άρχισαν ξανά οι διαπραγματεύσεις, είναι μηδαμινή. Χθες ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν και ο εμπορικός αντιπρόσωπος Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ μίλησαν τηλεφωνικά με τους Κινέζους επικεφαλής των διαπραγματεύσεων. Ο Μνούτσιν δήλωσε χθες ότι μετά την τηλεφωνική συνομιλία είναι πιθανό να ακολουθήσει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Κινέζο αναπληρωτή πρωθυπουργό και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας Λιου Χε. Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε χθες ότι οι δύο πλευρές εξέτασαν τρόπους για να εφαρμόσουν τα σημεία όπου έχει επιτευχθεί συμφωνία έως σήμερα. Κατά τον Γουίλιαμ Λι, επικεφαλής οικονομολόγο του ινστιτούτου Milken, υπάρχει ένταση μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ εμφανίζονται έτοιμες να προβούν σε υποχωρήσεις σε κρίσιμα ζητήματα. «Αυτό το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας κάνει τις βιομηχανίες να διστάζουν να επενδύσουν. Αυτός ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας επιβραδύνει την αμερικανική ανάπτυξη. Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι η Κίνα απαιτεί σεβασμό. Η Κίνα αναζητεί έναν τρόπο που θα της επιτρέψει να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να τρωθεί το γόητρό της», κατέληξε. Στις αρχές της εβδομάδας, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε απειλήσει την Κίνα με επιβολή επιπλέον δασμών στις εξαγωγές προς ΗΠΑ στις οποίες δεν έχει ήδη επιβάλει, προκαλώντας αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση