ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ήττας

Η Λευκωσία δεν κατόρθωσε ούτε να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία αλλά ούτε, όπως φαίνεται, να πείσει και για το δίκαιο των αιτημάτων της τους Ευρωπαίους εταίρους της

Του Γιάννη Ιωάννου

Του Γιάννη Ιωάννου

Όταν το τουρκικό γεωτρύπανο «Fatih» ολοκλήρωνε, τον Νοέμβριο του 2019, την γεώτρησή του ανοικτά της Πάφου και πριν την κάθοδο του «Υavuz» στο αδειοδοτημένο τεμάχιο «7» της κυπριακής ΑΟΖ, λίγο νωρίτερα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Λευκωσία είχε κλειδώσει στην ιδέα ότι η μεταφορά των τουρκικών τετελεσμένων επί της θαλάσσης πρέπει να επισύρει στην Άγκυρα πολιτικό και οικονομικό κόστος σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία. Εξάλλου μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά, είχε διαφανεί πως η Τουρκία θα προχωρήσει σε αναθεωρητικές κινήσεις τέτοιου επιπέδου από την παρεμπόδιση της γεώτρησης της ΕΝΙ στο τεμάχιο «3», τον Φεβρουάριο του 2018. Απλά κανείς δεν είχε πειστεί πως η ΤΡΑΟ και θα προχωρήσει με την απόκτηση πλατφόρμας, και θα την στελεχώσει επαρκώς και δεν θα κινηθεί όπως την περίοδο 2014 –που το ερευνητικό «Βarbaros» κινούνταν πέριξ της Κύπρου όποτε ήθελε να διακόψει τις συνομιλίες. Το πως δύο χρόνια μετά η Τουρκία προχώρησε σε έξι συνολικά γεωτρήσεις πέριξ της Κύπρου ενώ προχώρησε και με νέα τετελεσμένα επί του εδάφους με τις ενέργειες της στο Βαρώσι, χωρίς να υποστεί ουσιαστικά κάποιο κόστος σε πολιτικό ή οικονομικό επίπεδο μέσω της ΕΕ αποτελεί ιδιαίτερη περιπτωσιολογία. Που, μεταξύ άλλων, υπενθυμίζει στην Λευκωσία τόσο το χρονικό ενός προαναγγελθέντος φιάσκου, σε επίπεδο στρατηγικής κι εξωτερικής πολιτικής όσο και το πως η όλη πολιτική πρόσληψη του κεφαλαίου «Τουρκία και κυρώσεις» έλαβε τις διαστάσεις ενός κεφαλαίου εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης –στο οποίο εξυπαρχής ο πήχης τοποθετήθηκε αρκετά ψηλότερα σε σχέση με τις ρεαλιστικές επιλογές επίτευξης των αντικειμενικών στόχων που τέθησαν.

Περί κυρώσεων και ΕΕ

Χωρίς υπερβολή, η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει στην τρέχουσα συγκυρία πάνω από 40 διαφορετικά καθεστώτα επιβολής κυρώσεων («περιοριστικών μέτρων» ή restrictive measures όπως χαρακτηριστικά ονομάζονται οι κυρώσεις) είτε αυτόνομα είτε στα πλαίσια του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ. Οι κυρώσεις μάλιστα αποτελούν βασικό πυλώνα εφαρμογής της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (CFSP). Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει ωστόσο κάθε φορά σε σχέση με την Κύπρο ανάγεται σχεδόν πάντα σε ένα ζήτημα, στο εσωτερικό, ευρωπαϊκής αλληλεγγύης σε σχέση με τις τουρκικές παραβιάσεις στη Κύπρο: Πως η ΕΕ επιβάλλει κυρώσεις στην Ρωσία, την Λευκορωσία ή το καθεστώς Άσαντ στην Συρία και αγνοεί τις τουρκικές παραβιάσεις ισχυρών ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ για το Βαρώσι; Για να απαντήσει κάποιος με πληρότητα στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να συμπεριλάβει, αρχικά, τους προφανείς παράγοντες:

• To πλέγμα εμπλεκόμενων συμφερόντων της ΕΕ που σε επίπεδο κοινής εξωτερικής πολιτικής, διαχρονικά, δεν έχει ακολουθήσει τον δρόμο της οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης και

• Την ιστορική εμπειρία των ευρωτουρκικών σχέσεων –ιδίως υπό το φάσμα της ενταξιακής πορείας στην ΕΕ, της Τουρκίας

Ωστόσο πηγαίνοντας κανείς βαθύτερα αντιλαμβάνεται πως στην περίπτωση του Κυπριακού δεν αρκεί απλά –λόγω και του μεγέθους της ΚΔ ως «μικρού κράτους»- κάθε φορά η Κύπρος να βρίσκεται στις συμπληγάδες της ειδικής σχέσης Βερολίνου-Άγκυρας, των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων Ιταλίας-Ισπανίας κι Ολλανδίας με την Τουρκία ή των ιδιαιτεροτήτων χωρών της Βαλτικής ή της Μαύρης Θάλασσας –που λόγω ΝΑΤΟ και ρωσικής επιθετικής πολιτικής αγοράζουν πχ τουρκικά drones. Η ίδια η φύση και η πρακτική εφαρμογή των ευρωπαϊκών κυρώσεων –όπως προκύπτει από την ίδια την νομοθεσία αλλά και το πνεύμα της ΕΕ- δεν είναι τιμωρητική. Κι αποσκοπεί στο να αλλάξει μια τρέχουσα πολιτική συμπεριφορά ή μια κρίση ή μια σύγκρουση στη γέννησή της, από το να γονατίσει μια χώρα σε πολιτικό ή οικονομικό επίπεδο. Αυτό προκύπτει εξάλλου κι από την εμπειρία της επιβολής (ή μη) κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ τα τελευταία χρόνια: Η αδυναμία συντονισμού σε σχέση με τον πόλεμο στην Γεωργία το 2008 (σ.σ. ωστόσο οδήγησε στη διακοπή της απελευθέρωσης των θεωρήσεων εισόδου για Ρώσους πολίτες στην ΕΕ, στο πάγωμα λογαριασμών Ρώσων σε ευρωπαϊκές τράπεζες, στο μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων στο Σότσι, κτλ) δεν απέτρεψε την απόσχιση της Κριμαίας το 2014 και τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία –που επιστρέφει, ειρήσθω εν παρόδω, ως απειλή. Η επιβολή, επίσης, πολλαπλών γύρων κυρώσεων στην Λευκορωσία του Λουκασένκο ή την Συρία του Άσαντ δεν επέφερε την πολιτική αλλαγή και την υποχώρηση των εν λόγω καθεστώτων. Και το εύλογο ερώτημα, που προκύπτει αναστοχαστικά αλλά κι εν γένει σε σχέση με την πολιτική κυρώσεων (sanctions policy) διαχρονικά (βλέπε Β. Κορέα, Ιράκ του Σαντάμ Χουσέϊν παλιότερα, Ιράν, κτλ) συνδέεται, στην περίπτωσή μας, με δύο πτυχές: α. είναι η πολιτική κυρώσεων αποτελεσματική σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής; β. θα μπορούσε, ιδίως μετά το 2016, η ΕΕ να επιβάλλει κυρώσεις με πολιτικό και οικονομικό κόστος στην Τουρκία, νοουμένου πως παραμένει, τυπικά πλέον, υποψήφια προς ένταξη χώρα;

H χαμένη, εντός της ΕΕ, αξιοπιστία

Στο σημείο β δείχνει να ξεδιπλώνεται η ιστορία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ σε σχέση με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού, ιδίως την περίοδο 2002-2004, και την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα αποκρυσταλλώνεται στο γεγονός πως εν τέλει η ΚΔ εισήλθε το 2004 στην ΕΕ χωρίς να διευθετηθεί το Κυπριακό και πως η περίοδος μέχρι το 2010 κατέστησε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας μια εργαλειακή κατάσταση η οποία βόλευε τόσο τις Βρυξέλλες και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όσο και την Άγκυρα αλλά και την Λευκωσία σε σχέση με την επιδιωκόμενη λύση και πως η κάθε πλευρά την ερμήνευε. Για την Λευκωσία το πάγωμα ενταξιακών κεφαλαίων σε σχέση με τις κυπρογενείς υποχρεώσεις υπήρξε σε αυτό το επίπεδο ένα «υπέρ-ατού» χωρίς ωστόσο δεύτερο πλάνο ενώ η ένταση στις σχέσεις Δύσης/ΕΕ-Τουρκίας σε σχέση με τον προσανατολισμό της δεύτερης πέρασε από πολλαπλές φάσεις με αποκορύφωμα τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων (πραξικόπημα στη Τουρκία, προσφυγική κρίση 2015-2016, Συριακό, αυταρχική στροφή Ερντογάν, ενδυνάμωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων). Την ίδια περίοδο το Κυπριακό πέρασε από διάφορες φάσεις με το κομμάτι της ενέργειας με φόντο την ανατολική Μεσόγειο να αποκτά νέο νόημα αλλά και ξεχωριστή γεωπολιτική βαρύτητα, το ναυάγιο στο Κρανς Μοντανά να κλείνει έναν ιστορικό κύκλο ως προς τις συνομιλίες και την Κύπρο να βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο υποθέσεων διαφθοράς σε σχέση με την Ρωσία –που η ιστορική εμπειρία σε ευρωπαϊκό επίπεδο την καθιστά, διαχρονικά, υπ. αριθμόν ένα «εξωτερική απειλή». Μέσα από αυτό το πλέγμα καθοριστικών εξελίξεων, χαμένων ευκαιριών, ανακολουθιών αλλά και στρατηγικών παραλείψεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει διαφανεί:

• Πως οι ενέργειες της Τουρκίας παραμένουν αντικείμενο πρόσληψης μέσω του άλυτου Κυπριακού εξού και η επιμονή των Βρυξελλών σε θετική ατζέντα με την Άγκυρα –πράγμα που εξ΄ορισμού ανάγει το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο στα πλαίσια του πνεύματος των ΜΟΕ, που οι ίδιες οι Βρυξέλλες έθεσαν στο τελευταίο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων

• Πως το αρνητικό state branding που η Κύπρος απέκτησε τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την επίτευξη των στρατηγικών στόχων (αλλά και των «δίκιων» της κατεχόμενης από την Τουρκία χώρα) που η ΚΔ θέτει σε σχέση με την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό και τις έκνομές ενέργειές της (ΑΟΖ και Βαρώσι) και

• H σχέση Τουρκίας-ΕΕ έχει καταστήσει την ενταξιακή πορεία της τελευταίας, τα τελευταία χρόνια, νεκρό γράμμα. Συνεπώς οποιαδήποτε επιδίωξη της ΚΔ σε σχέση με το τελευταίο χρήζει όχι μόνον αναθεώρησης –μιας και η σχέση έχει καταστεί πλέον συναλλακτική σε πολλαπλά επίπεδα πέραν των εμπλεκόμενων συμφερόντων- αλλά και μιας νέας προσέγγισης ώστε να καταστεί σαφές το πως η Τουρκία, δυνητικά, καθίσταται –όπως η Ρωσία- πηγή προβλημάτων για την ΕΕ (αυτό που η ΕΕ ορίζει ως «malign behavior/influence»). Το τελευταίο αποτελεί μια άσκηση πειθούς

Ανάγκη για ουσία έναντι της επικοινωνίας

Όταν το 2018 τα πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού παρεμπόδιζαν το τρυπάνι «Saipem 3000» της ΕΝΙ από το να επικαθήσει επί του γεωτρητικού στόχου «Σουπιά», στο τεμάχιο «3» η κυβέρνηση έκανε λόγο για την σθεναρή στάση του Ιταλού καπετάνιου της πλατφόρμας, που συνομιλούσε με το τουρκικό ναυτικό. Η γεώτρηση παρεμποδίστηκε και το διάστημα μέχρι την σημερινή κατάσταση –που οι κυρώσεις στην Τουρκία παραπέμθηκαν στις ελληνικές καλένδες- διαφάνηκε ήδη από την αποτυχία, επί της ουσίας, παρεμπόδισης του έργου της τουρκικής ΤΡΑΟ –όταν η ΚΔ κατόρθωσε να εντάξει σε κατάλογο κυρώσεων τα δύο υψηλόβαθμα στελέχη της τουρκικής κρατικής εταιρείας. Έκτοτε η επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος των κυρώσεων προς την Τουρκία δείχνει να επικράτησε έναντι της ουσίας τόσο σε σχέση με τις ίδιες τις προσδοκίες που τέθηκαν σε σχέση με το ενδεχόμενο επιβολής τους όσο κι αναφορικά με το πως η Τουρκία προχώρησε και σε άλλα τετελεσμένα, επί του εδάφους, σε σχέση με το Βαρώσι. Στο ενδιάμεσο η ΚΔ προσπάθησε να ρίξει, ως ύστατο μέσο, και το χαρτί του veto –σε σχέση με τις κυρώσεις στην Λευκορωσία- αγνοώντας την βασική αρχή της χρήσης του δικαιώματος αρνησικυρίας τόσο σε σχέση με τα μικρά-κράτη όσο κι αναφορικά με την απειλή χρήσης του –έναντι της χρήσης- αλλά και σε μια συγκυρία που το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων είχε, εντός της ΕΕ, δημιουργήσει έντονες ανησυχίες και καχυποψία λόγω του ρωσικού αποτυπώματός του αλλά και σε ένα timing που η κρίση στην Λευκορωσία δοκίμαζε έντονα της σχέσεις Ευρώπης-Ρωσίας. Μια διολίσθηση προς το επίπεδο της έξωθεν κακής μαρτυρίας για την Λευκωσία που συχνά αποτυγχάνει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της σε σχέση με την Τουρκία.
Τέλος, η όλη πολιτική σε επίπεδο συμβολισμών εκ μέρους της ΚΔ κατέδειξε πως για τους Ευρωπαίους εταίρους το Κυπριακό παραμένει σε μεγάλο βαθμό ζήτημα διαβούλευσης –άρα και συνομιλιών από το οποίο δεν μπορεί, καλώς ή κακώς, να αποκλειστεί η Τουρκία. Όσο κι αν η συνεργασία που η ΚΔ προβάλλει με τα κράτη της περιοχής σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο (Τριμερείς) διακηρύττει τον μη αποκλεισμό της Τουρκίας, η πραγματικότητα εδράζεται σε μικρότερες λεπτομέρειες από τις οποίες τόσο η ΕΕ σαν ολότητα όσο και τα επιμέρους κράτη-μέλη, λόγω συμφερόντων, αντιλαμβάνονται, προφανώς, διαφορετικά. Κι αυτή η αντίληψη δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε σκληρή ισχύ ή αποκλειστικά, μόνο, συμφέροντα πχ της Γερμανίας ή της Ισπανίας με την Τουρκία, αλλά και στο πολιτικό DNA της ίδιας της Ευρώπης ως ενός inclusive project ιδίως σε σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα –αλλά και με τα επιμέρους, ενίοτε, δύο μέτρα και δύο σταθμά. Και το πολυτιμότερο μάθημα, μέχρι στιγμής, είναι πως η Λευκωσία δεν κατόρθωσε ούτε να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία αλλά ούτε, όπως φαίνεται, να πείσει και για το δίκαιο των αιτημάτων της.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννη Ιωάννου

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση