ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η πιο καλή γειτόνισσα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Τη φαντάστηκα να κάθεται σε κάποιο σκαμνάκι, και γύρω τριγύρω άλλες γυναίκες, κι η καθεμιά κάτι να κρατάει, με κάτι να ασχολείται τέλος πάντων. Οι κουβέντες τους πολλές, μα σχεδόν ψιθυριστά τα λόγια τους, όχι πως είχαν κάτι να κρύψουν, μα έτσι έμαθαν να μιλάνε, οι άντρες στο καφενείο φωνάζουν, οι γυναίκες στις αυλές μιλάνε σιγανά, είτε κουτσομπολεύουν είτε ανταλλάζουν απόψεις για τις δουλειές του σπιτιού. Όπως και να ’χει, αυτή η γυναικεία ομήγυρης, εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα συζητούσε τα συνηθισμένα, η μία είχε απλωμένα τα πόδια της σε ένα πεζούλι, ανεμίζοντας λιγάκι τα φουστάνια της, η  άλλη κάτι καθάριζε, μία άλλη παραδίπλα μασουλούσε κουκιά, και η οικοδέσποινα έλεγε ότι πρέπει να κανονιστούν, να σαρίσουν την εκκλησία, να πλύνουν την αυλή, να συνεννοηθούν με τον παπά για να λειτουργηθεί σωστά η εκκλησία. Παρακεί μια  γειτόνισσα άκουγε σιωπηλή, καθισμένη στην καρέκλα της. Έλεγες πως κάτι τέτοιες στιγμές είχε γράψει ο ποιητής το στίχο «Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα / και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει», κάπως έτσι τα φύλλα από τις απέναντι πορτοκαλιές σάλευαν αργά και η οικοδέσποινα έλεγε πως ίσως έπρεπε να είχε φυλάξει περισσότερους κλώνους  και σπόρους, μα της έλεγε ο άντρας της πως είναι σα να φυλάει κόκκους άμμου,  ενώ ζει στην αμμουδιά, και τον πίστευε...


Ώσπου με το «άντε για ύπνο πια /
κ’ είν’ η ώρα περασμένη» / σηκώνεται
κι η Παναγιά / και παίρνει την καρέκλα
της και μπαίνει.
«Παναγιά στο Μόρφου»
Κ. Μόντης

Κυλούσαν οι ώρες νωχελικά, οι κουβέντες των γυναικών είχαν αλλάξει, ο ήλιος πάλευε να κρυφτεί, και όσο λιγότερο φως τόσο οι ιστορίες άλλαζαν, οι γυναίκες της αυλής θυμήθηκαν περασμένες γιορτές, τότε που η τάδε είπε το δείνα και κάποιος άλλος δεν έκανε το τάδε, και οι ιστορίες ντυνόντουσαν με υπερβολές, και όσο μούχρωνε οι ιστορίες γινόντουσαν πιο ατμοσφαιρικές, θυμήθηκε η γηραιότερη μια ιστορία με προσκυνητές, που εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους και έφτασαν στο απέναντι βουνό και εκεί βρήκαν καταφύγιο, ώσπου τους πήραν και ερήμωσε το βουνό από τους προσκυνητές, μα σύντομα, μια άλλη γειτόνισσα συμπλήρωσε, ξαναγέμισε το βουνό προσκυνητές μετά από λίγο, και οι ιστορίες συνέχιζαν για τους προσκυνητές. Η σιωπηρή γειτόνισσα σαν να δάκρυζε, μα κοιτούσε να το κρύψει, μην τη δούνε οι άλλες, μα η οικοδέσποινα την είδε, δεν μίλησε όμως. Τα βράδια ο κάμπος δροσιζόταν από ένα ανεπαίσθητο αεράκι και μύριζαν τα ποτίσματα, και μύριζε ο τόπος από τον ιδρώτα της γης. Οι γειτόνισσες συνέχιζαν τις ιστορίες τους, οι προσκυνητές ξαφνικά έμπλεξαν με ιππότες και στρατιώτες, νικούσαν οι προσκυνητές για την πίστη  τους και οι ιππότες πάλι προσπαθούσαν, μα δεν τα κατάφερναν, οι γειτόνισσες, σαν χορός τραγωδίας έμοιαζε η αυλή, όλο και έλεγαν, και η σιωπηρή γειτόνισσα πάντα στο καρεκλάκι της και η οικοδέσποινα σιμά της… Ξάφνου η οικοδέσποινα, σαν να τη βλέπω, έχασε το βλέμμα της, ξεχύθηκε πέρα στα πλάγια του βουνού, και οι πέτρες γινόντουσαν σαμάρι και τα χορτάρια χαλινάρια και ολάκερο το βουνό σαν να πάσχιζε να αποσείσει τον αδέξιο καβαλάρη, που πολεμούσε τους προσκυνητές, μα ο καβαλάρης είχε τα χάμουρα καλά πιασμένα και του κάκου προσπαθούσαν οι προσκυνητές να  τον αποτάξουν... το βράδυ τελείωνε, οι δουλειές για τη μεγάλη μέρα είχαν ετοιμαστεί, και «άντε για ύπνο πια κ’ είν’ η ώρα περασμένη» είπαν και μάζεψαν τα σκαμνάκια τους, μαζί και η γειτόνισσα πήρε την καρέκλα της και μπήκε έσσω της και η οικοδέσποινα της είπε καλή αυριανή και μη στεναχωριέσαι γειτόνισσα αύριο μας ψήνεις εσύ τον καφέ!

Υγ. Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά  Τι θλιβερός χειμώνας, Θέ μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θέ μου! Τι θλιβερός χειμώνας

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X