ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Λες και ήταν χθες...

Η Δήμητρα Χριστοδούλου επανέρχεται κάθε δύο-τρία χρόνια με βιβλία που επιβεβαιώνουν τα ώριμα πλέον χαρακτηριστικά της

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΠΑΛΗ

ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή
εκδ. Μελάνι, σελ. 58

Η Δήμητρα Χριστοδούλου (γενν. 1953) έχει οπωσδήποτε κατακτήσει την ιδιαίτερη θέση της στην ελληνόφωνη ποίηση από τη δίκαια βραβευμένη συλλογή της «Λιμός» (Νεφέλη, 2007). Επανέρχεται, έκτοτε, κάθε δύο-τρία χρόνια με βιβλία που επιβεβαιώνουν τα ώριμα πλέον χαρακτηριστικά της. Το ύφος, ο τόνος, η μορφή αλλά και το θεματικό εύρος, που με συνέπεια καλλιέργησε, συγκροτούν το συμπαγές, αναγνωρίσιμό της έργο: «Κι εγώ, μ’ εκείνη τη στριγγλιά που γεννήθηκα/ Μ’ αυτή απαντάω στα μουγκά πουλιά/ Σαν να ήταν ο θρήνος το νόμισμα/ Που αγοράζει κελαδήματα τερπνά» διαβάζουμε στο «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών», στην υπό συζήτηση συλλογή.

Ενα θάρρος συναισθήματος, δηλαδή ένας έξυπνος λυρισμός που αναλαμβάνει ρίσκα, έχοντας καταφέρει να κουρδίσει κατά το συγκεκριμένο του γούστο τη λύρα αξιοποιεί, στην περίπτωση της Χριστοδούλου, αυτό που με την παλιά, τη σχολική έννοια, θα λέγαμε «εκφραστικό πλούτο», τον οποίο αναμφισβήτητα διαθέτει.

Τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με αυτό; Συνθηματικά θα λέγαμε: κατασκευή λειτουργικών εικόνων, με μουσικότητα. Η ποιήτρια γνωρίζει τα μυστικά της παμπάλαιης τέχνης, και σχεδόν κάθε τυχαίο δείγμα των ποιημάτων και των στίχων του βιβλίου το επιβεβαιώνει, είτε μιλά για την πόλη, είτε για τα παιδιά είτε για τον θάνατο, όπως αισθάνεται υποχρεωμένη να εξηγήσει σε ένα εισαγωγικό σημείωμα της τελευταίας αυτής συλλογής της (θα πρόσθετα, ωστόσο, ότι αυτή η επιμονή που εκφράζεται στην ερμηνευτική προς τον αναγνώστη υπόδειξη βρίσκεται οριακά έξω από τον ποιητικό της έλεγχο).

Είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες η συζήτηση για τη σύγχρονη απαξίωση της ποίησης. Η εμπεδωμένη αυτή πεποίθηση επηρεάζει, πιστεύω, με τη σειρά της, μεγάλο μέρος της σημερινής ποιητικής γραφής, που ποικιλοτρόπως επιχειρεί να αναμετρηθεί μαζί της. Η Χριστοδούλου δεν τη λαμβάνει υπόψη. Αυτό είναι έκδηλο, για παράδειγμα, σε ποιήματα όπως

«Το τρίτο θρανίο», εμφανώς γραμμένο με έναυσμα μια συγκεκριμένη ανθρώπινη περίπτωση (όμοια όπως και η ροκ μπαλάντα «Η τελευταία νεότης»). Η ποιήτρια όχι μόνο συνθέτει το ποίημα αλλά και το χαρίζει, ρητά, στον άνθρωπο που αποτέλεσε την αφορμή της έμπνευσής της. Πρόκειται για χειρονομία με υψηλή ποιητική ποιότητα αλλά και μια σχεδόν αδικαιολόγητη για τα σύγχρονα ποιητικά μας ήθη φυσικότητα: είναι εξόχως παλιομοδίτικη. Υπό αυτό το πρίσμα φωτίζονται και τα άλλα ποιήματά της. Δεν εννοώ ότι η Χριστοδούλου ενδοσκοπείται ναρκισσιστικά, εκτός τόπου και χρόνου – κάθε άλλο.

Στα ποιήματά της, ειδικά των τελευταίων ετών, η πραγματικότητα και η ιστορία, ο δημόσιος χώρος, καταλαμβάνουν ευρύχωρη θέση, ιδωμένα πάντοτε υπό την αυστηρά προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή της οπτική – ας διαβαστεί, αντί άλλων, το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Ρεπορτάζ» από την υπό συζήτηση συλλογή. Εννοώ ότι μοιάζει να θεωρεί, χωρίς ποιητική αγωνία, φυσικό γεγονός ότι η ποίηση βρίσκεται ανέκαθεν, έτσι κι αλλιώς, εκτός τόπου και χρόνου. Γράφει, λοιπόν, με κάθε πρόσφορη αφορμή, επιδεικνύει την ευχέρειά της, χαρίζει απλόχερα τα ποιήματά της, με τον τρόπο των παλαιών ποιητών, σαν να μην αποτελεί προϋπόθεση για κάτι τέτοιο το δαφνοστέφανο, που πλέον δεν προβλέπεται.

«Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έχασε τα ρέστα του./ Κάποιος άφησε το σπίτι νηστικό./ Βρέχει αστρικό αλάτι κι ασβεστώνει/ Προϊσταμένη και αδελφές στις εκκλησίες./ Ή βήχει ή κλαίει ένας άγγελος/ Που δεν τον πιάνουνε τα αντιβιοτικά./ Σύννεφα μόλις φωτισμένα ανθίζουνε/ Με πέταλα-πλοκάμια στον φεγγίτη./ Και γλιστρά από τον ουρανό στα πλακάκια/ Ενα διάφανο, φοβισμένο χταπόδι» - μια βιρτουόζικη περιγραφή από το «Ρεπορτάζ», κι ας μετριούνται πια σε ελάχιστα δάχτυλα όσοι μπορούν να την απολαύσουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X