ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μιλώντας για ένα παρανοϊκό παρελθόν

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμίδα η νουβέλα του Παύλου Παμπορίδη «Τζιαι πόψε»

Της ΜΕΡΟΠΗΣ ΜΩΥΣΕΩΣ

Από έναν πρωτάρη συγγραφέα –επαγγελματία οδοντοτεχνίτη– κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «Τζαιπόψε», γραμμένο εξ ολοκλήρου στην κυπριακή γλώσσα. Ο Παύλος Παμπορίδης υπογράφει μια ιστορία στο επίκεντρο της οποίας τοποθετεί το προσωπικό αφήγημα του ήρωά της, στην περιφέρειά της όμως ανιχνεύει το ιστορικό αφήγημα ενός νησιού που αννοίει λάκκους και ρίχνει μέσα τους «αντιήρωές» του.

Βρισκόμαστε, αρχές του ’90, στην πλατεία Ελευθερίας, όταν ήταν ακόμα του Μιλτήτζαι του Ευγενή, όχι της Ζάχα Χαντίτ. Ο Παμπορίδης περιγράφει υπέροχα την πλατεία τις πρώτες πρωινές ώρες κάθε μέρας: σάντουιτς ρόστο χαλούμι, οι εφημερίδες μόλις φτάνουν στο περίπτερο από το τυπογραφείο, λαθρανάγνωση με καφέ της μηχανής και «ανάσα κονιάκκιν». Από την πλατεία, ο ήρωας του βιβλίου, Νικόλας, ταξιδεύει στη βιομηχανική του Δαλιού, στο Σταυροβούνι, στο Κάβο Γκρέκο, σε ένα ταξίδι όπου η δική του μικροϊστορία συναντά τη μακροϊστορία της Κύπρου.

«Εσείς εγεννηθήκετε προδομένοι […]» 

Στο παρόν του Νικόλα η τηλεόραση δείχνει «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά». Στο παρελθόν του τόπου, οι παππούδες και οι πατεράδες μας δείχνουν τον νουν τους. Στην πένα του Παμπορίδη, το παρελθόν της Κύπρου είναι φωνές στο μυαλό του Νικόλα.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η επινόηση του συγγραφέα να αφηγηθεί τον παρελθόντα χρόνο σαν φωνή στο μυαλό του ήρωά του που τον τρελαίνει. Το παρελθόν κυνηγά και επηρεάζει το παρόν: οι προηγούμενες από μας (που κουβαλάμε τις αβίωτες μνήμες της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας) γενιές, σκότωσαν, βίασαν, άνοιξαν λάκκους τζαιεσύραν μέσα ανθρώπους, συνανθρώπους, συναγωνιστές που έγιναν «προδότες», ανυπεράσπιστους άντρες, γυναίκες, παιδιά. Είναι αυτό το παρελθόν της δικής μας χώρας και των δικών μας ανθρώπων και είναι ένα παρελθόν παρανοϊκό, είναι η ενοχλητική φωνή στο μυαλό μας που δεν μας αφήνει σε ησυχία.

«Εσκότωσεν με ο τζυρης σου. Πουκάτω που έναν πεύκο. Με τον κούσπον»

Ο Παύλος Παμπορίδης ξεθάφκει δύο προδομένα ιστορικά πρόσωπα και τα τοποθετεί μυθοπλαστικά στην ιστορία του. Είναι η Νίτσα Χατζηγεωργίου και ο Γιαννάκης Στεφανίδης που συμμετείχαν καθεμιά/καθένας με τον δικό τους τρόπο στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ και πέθαναν προδομένοι: η Νίτσα βρέθηκε, δέκα χρόνια μετά το τέλος του αγώνα, στραγγαλισμένη στο σπίτι της, αφού πρώτα αφέθηκε σε μια ζωή άσημη, βασανιστική και σε μια ύπαρξη ανύπαρκτη. Ο Γιαννάκης δολοφονήθηκε από τους συναγωνιστές του, το πτώμα του σύρθηκε σε ένα λάκκο που τον έβαλαν να ανοίξει ο ίδιος και ήταν άφαντος για μέρες μέχρι που τον ξέθαψαν και άφησαν το πτώμα στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης γιατί, στο μεταξύ, ο πατέρας του αναζητούσε τον γιο του με ένα πλακάτ στα χέρια: «Θέλω το νεκρό σώμα του υιού μου».


Η μνήμη της Νίτσας και του Γιαννάκη δεν αποκαθίστανται στο «Τζαιπόψε». Η έμμεση παραπομπή του συγγραφέα στις ιστορίες τους, ωστόσο, αφενός είναι μια καλή αφορμή για να ψάξουμε τις ιστορίες τους. Αφετέρου αποκαθηλώνει μια γενιά που τείνουμε συχνά να ξεχνάμε τι υπήρξε, τι έπραξε και τι κόστος εξακολουθεί να έχει στις ζωές των παιδιών τους. Και αυτή, νομίζω, είναι η σημαντική συμβολή του βιβλίου.

Σημ.: Αν και δεν αφαιρεί από το έργο, ωστόσο, μία πιο ενδελεχής επιμέλεια της γραφής της κυπριακής θα μπορούσε να το ενισχύσει. Η κυπριακή γλώσσα έχει ανάγκη μια συνέπεια στη γραφή για την τυποποίησή της που θα συμβάλει στην αποδοχή της. Γιατί υπάρχουν, ακόμη, οι πολέμιοί της.

 

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΜΠΟΡΙΔΗΣ

Τζαι πόψε
εκδ. Αρμίδα, σελ. 80

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X