ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Νίνα Ιακώβου: Τρισδιάστατες εικόνες ζωής

Η καλλιτέχνις μίλησε στην «Κ» για τη ζωή της, τον πόλεμο, την τέχνη και τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας

Η «Κ» συνεχίζει να παρουσιάζει καλλιτέχνες της Κύπρου, οι οποίοι ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται πριν από την εισβολή. Τέταρτη στη σειρά, και δεύτερη γυναίκα, η γλύπτρια Νίνα Ιακώβου, η οποία μας άνοιξε το σπίτι της στη Λάρνακα για μια συζήτηση γύρω από τη ζωή της, τον πόλεμο, την τέχνη, και τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αλλά και για τις σημαντικές βοήθειες που είχε όλα αυτά τα χρόνια. Η κα Νίνα Ιακώβου είναι μια γυναίκα που πέρασε και έζησε πολλές έντονες στιγμές, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, ανέκαθεν το μεράκι της ήταν γλυπτική. Η κα Νίνα Ιακώβου είπε στην «Κ», «είμαι από τις πρώτες Κύπριες γυναίκες που πήγαν να σπουδάσουν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Είχαμε πουλήσει το οικόπεδό μας για να πάω να σπουδάσω. Όταν πήγα να γραφτώ στη Σχολή, νόμιζα ότι εκεί είναι που θα έβρισκα την απάντηση»...

–Ας ξεκινήσουμε από τη αρχή, κα Ιακώβου...

–Πριν έρθουμε στη Λάρνακα και πριν από την εισβολή ζούσαμε σε ένα υπέροχο σπίτι. Οι γονείς της μητέρας μου θέλανε να παντρευτεί μορφωμένο άντρα, παρόλο που η ίδια μέχρι την τρίτη δημοτικού πήγε. Όταν ήρθε ο πατέρας μου, που ήταν δάσκαλος τότε, να τη ζητήσει, φυσικά δεχτήκαν. Ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι, δεν τους άκουσα ποτέ να τσακώνονται και έτσι εμείς ζήσαμε μέσα στην αγάπη. Ο πατέρας διορίστηκε στο Λεονάρισσο, εκεί ήμασταν την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι εγώ από νωρίς προσπαθούσα να καταλάβω για τον πόλεμο και γι’ αυτό η δουλειά μου είναι αντιπολεμική. Η προσευχή μας κάθε νύχτα ήταν «να έχεις καλά τον πατέρα μου και τη μητέρα μου και να σταματήσει ο πόλεμος», μωρά τώρα, πριν καν πάμε στο δημοτικό. Στο Λεονάρισσο είχαν έρθει και οι πρόσφυγες από τη Χίο και εκεί γνώρισα μια άλλη όψη του πολέμου, άνθρωποι που έφυγαν από το σπίτι τους, που έχασαν ή που δεν ήξεραν εάν οι συγγενείς τους είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι και έτσι κατάλαβα και τι σημαίνει αγνοούμενος!

–Η τέχνη πώς μπήκε στη ζωή σας;

–Εγώ από μωρό σχεδίαζα και είχα διάφορες περιπέτειες γι’ αυτό. Ζωγράφιζα κοπέλες πάνω στο χαρτί και μετά το έκοβα με τη λεπίδα, από τότε ήθελα να βλέπω τη μορφή μόνη της, χωρίς να ξέρω τίποτα περί γλυπτικής και μια μέρα ένας συμμαθητής μου πήρε τη λεπίδα και έκοψε το σχέδιό μου και έτσι εγώ του έσπασα τη μύτη (γέλια!), έλειψα τρεις μέρες από το σχολείο γι’ αυτό. Πέρασε ο καιρός και γυρίσαμε πίσω στην Αμμόχωστο, στο σπίτι μας στην οδό Καντάρας, θυμούμαι την υπέροχη στέγη από κεραμίδια που είχε. Εκεί ανακάλυψα τη γλυπτική, μια φορά που είχα πάει σινεμά και είχα δει στην οθόνη κάποιον να σκαλίζει την πέτρα. Έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γλυπτική, πριν καν να πάω να σπουδάσω και μερικά μου έργα τα είχε εκθέσει ο Κάνθος που ήταν πολύ καλός φίλος του πατέρα μου, όταν ήθελα να πάω να σπουδάσω ήταν εκείνος που τον ενθάρρυνε να με αφήσει να πάω. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να με αποχωριστεί για να πάω να σπουδάσω, τελικά όμως λόγω του ότι ήταν μόνο ένα χρόνο με άφησε και έτσι και έγινε.

–Πήγατε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας...

–Είμαι από τις πρώτες Κύπριες γυναίκες που πήγαν να σπουδάσουν στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Είχαμε πουλήσει το οικόπεδό μας για να πάω να σπουδάσω. Όταν πήγα να γραφτώ στη Σχολή, νόμιζα εκεί είναι που θα έβρισκα την απάντηση. Η Σχολή τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα, που έχεις μια ελευθερία, τότε έπρεπε να είμαι σε ένα εργαστήριο και συνεχώς να ζωγραφίζω πίσω από ένα άγαλμα. Εγώ όλα αυτά τα είχα κάνει πριν πάω, πήγαινα σε γηροκομεία, σε παράγκες και ζωγράφιζα. Αλλά μου το έλεγαν και οι άλλοι αυτό, «για ποιο λόγο ήρθες, αφού εσύ τα ξέρεις;». Τους έλεγα όμως «θέλω να προχωρήσω για να γίνω γλύπτρια, εξάλλου αυτό είναι το μεράκι μου».

–Και πώς συνεχίσατε;

–Όταν είδα ότι στη σχολή δεν μπορούσα να ζωγραφίζω τα ίδια και τα ίδια και δεν ήταν κάτι που με γέμιζε, ξεκίνησα να πηγαίνω και να παρακολουθώ διάφορα εργαστήρια. Πήγα στον Πάνο Σαραφιανό, ένας εξαίρετος ζωγράφος και δάσκαλος, όταν είδε πώς ζωγράφιζα, αναγνώρισε ότι το σχέδιο μου έβγαινε πριν να βάλω φωτοσκιάσεις, συμπληρωνόταν με όγκο. Του είχα πει ότι εγώ θέλω γλυπτική να ακολουθήσω, βλέπω τα πράγματα τρισδιάστατα. Έτσι, με πήρε στον Γιώργη Γεωργίου, αυτός ο άνθρωπος ήταν η τύχη μου η μεγάλη. Ο γλυπτής Γιώργης Γεωργίου ήταν ένας από τους πολύ καλούς μαθητές του Μ. Τόμπρου, πάμφτωχος, του είχαν δώσει ένα εργαστήριο, όλο το υπόγειο, για να είμαι ακριβής, κάτω από το Ζάππειο. Σου τα λέω όλα αυτά διότι στη μνήμη του έπρεπε να κάνω πολλά και εάν μπορούσα θα έκανα ακόμη περισσότερα. Εκεί είδα τη γλυπτική σωστά. Με άφηνε να δουλεύω μαζί του, στα έργα του και κυρίως μαζί με τη γλυπτική έμαθα εκεί την τεχνική, πώς βγαίνει το καλούπι, πώς μετατρέπεις τον πηλό σε γύψο. Μου μάθαινε συνέχεια πράγματα, ήταν όπως θα είχα μια σχολή δική μου και ουδέποτε πληρώθηκε. Όταν ήταν φύγω για να επιστρέψω στην Κύπρο, μου ετοίμασε καβαλέτο, κουμπάσα, διάφορα πράγματα για να τα φέρω μαζί μου.

–Η επιστροφή στην Κύπρο πώς ήταν;

–Ο πατέρας μου, έτοιμος, με υποδέχτηκε, έκανε το μισό μας σπίτι εργαστήριο για να δουλεύω αλλά επίσης με ωθούσε να παντρευτώ και έτσι και παντρεύτηκα τον Φειδία Ιακώβου. Με το πέρασμα των χρονών, ο κόσμος με είχε μάθει, μετά την ΕΟΚΑ τα ξενοδοχεία στην Αμμόχωστο ήταν στην άνθισή τους. Αυτό που με βοήθησε εκείνη την εποχή για να μπορέσω να δουλέψω ήταν ότι ο άντρας μου δεν αποχωριζόταν τη μητέρα έτσι την είχαμε μαζί μας ευτυχώς στο σπίτι και μας βοηθούσε, ενώ εγώ δούλευα πυρετωδώς. Είχα έργα σε όλα σχεδόν τα ξενοδοχεία που είχαν κτιστεί, πρώτα ήταν στο Golden Μαριάννα που έκανα τις κουκουμάρες και μετά ακολούθησαν τα υπόλοιπα, στο Λοϊζιάνα είχα κάνει μια μεγάλη γοργόνα σε φυσικό μέγεθος, στο Grecian και Sandy Beach είχα κάνει μεγάλα ανάγλυφα και στο Cypriana τα πιο μοντέρνα μου πριν να φύγουμε από το Βαρώσι το ’74.

«Τίποτα δεν έκανα» αυτό είπα όταν έφυγα από την Αμμόχωστο

«Έκαμα όμως έργα τέχνης, για να εκφράσω εκείνα όλα που ένιωθα και με κάποιο τρόπο να συμβάλω και εγώ στον αγώνα, όπως τα «Γονατισμένα Δέντρα», η «Μάνα που Κλαίει», ο «Ίκαρος» και αλλά πολλά», λέει συγκινημένη η κα Νίνα Ιακώβου.

Η κα Ιακώβου συνέχισε να μου αφηγείται τη ζωή της, όσα έζησε τις ημέρες του αγώνα της ΕΟΚΑ, και πώς την επηρέασε η φυγή της από την αγαπημένη της Αμμόχωστο, για τον πρώτο χρόνο της στη Λεμεσό και πώς αντιμετώπισε την απώλεια της πόλης της... Για την ΕΟΚΑ μού λέει:

–Υποφέραμε πολύ με τον αγώνα της ΕΟΚΑ, παρόλο που δεν λάβαμε μέρος. Εγώ δεν ήμουν ο άνθρωπος του αγώνα, διότι δεν ήρθε κανένας να με εμπιστευτεί ή να φυλάξω κόσμο. Δούλευα στους Εγγλέζους, δούλευα στα hireness, μια από τις δουλειές μου δηλαδή… τίποτε εν τις αγάπουν τούτες τις δουλειές αλλά έπρεπε να δουλέψω. Έκαμα όμως έργα τέχνης, για να εκφράσω εκείνα όλα που ένιωθα και με κάποιο τρόπο να συμβάλω και εγώ στον αγώνα, όπως τα «Γονατισμένα Δέντρα», η «Μάνα που Κλαίει», ο «Ίκαρος» και αλλά πολλά.

Και συνεχίζει με τα γεγονότα του πραξικοπήματος και της φυγής από την Αμμόχωστο...

Ήρθε το πραξικόπημά που επηρέασε όλη την Κύπρο και οι Κερυνιώτες είχαν έρθει στην Αμμόχωστο, η Αμμόχωστος ήταν η τελευταία που πιάστηκε από τους Τούρκους, και πηγαίναμε στο Λύκειο Ελληνίδων να τους πάρουμε ρούχα και τρόφιμα. Λέγαμε ότι όπου και να ’σαι θα έρθει και η δική μας σειρά, ιδίως μετά που απέτυχαν οι συνομιλίες.

Φύγαμε από την Αμμόχωστο και δεν πιάσαμε τίποτα, μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο χωρίς τίποτα μαζί μας, νομίζοντας ότι θα επιστρέφαμε. Για αρχή μείναμε για δύο νύχτες στις βάσεις στην ύπαιθρο, και ύστερα πήγαμε στη Λεμεσό που μας κανόνισε ο καρδιακός φίλος του άντρα μου, το σπίτι αυτό ήταν ενός Γερμανού που είχε φύγει. Όταν έπιασε δουλειά ο άντρας μου στη Λεμεσό νοικιάσαμε δικό μας σπίτι και μείναμε για αρκετό καιρό μέχρι το τέλος του ’74. Τα άφησα όλα πίσω μου, όταν φύγαμε από την Αμμόχωστο, για να έρθουμε στην ελεύθερη Κύπρο, είπα ότι «τίποτα δεν έκανα, τίποτε δεν αξίζει», δεν έπιασα τίποτα μαζί μου, δεν ήθελα να θυμούμαι. Παρόλο που είχα κάνει πολλή δουλειά εκεί, δεν ήθελα τίποτα να μου θυμίζει τα χρόνια μου εκεί.

–Πώς ήταν αυτός ο πρώτος χρόνος στη Λεμεσό;

–Για εμένα αυτός ο χρόνος ήταν η αφοσίωση στα παιδιά και στο σπίτι, είχα πει ότι δεν έκανα τίποτα, τίποτε δεν άξιζε να το θυμούμαι ούτε να το επαναλαμβάνω. Τώρα επέτρεψα στον εαυτό μου να τα θυμηθεί το τι έκαμα. Όταν τα θυμόμουν όλα αυτά, στεναχωριόμουν τόσο πολύ που δεν είχα δύναμη να συνεχίσω, δεν θα μπορούσα να φροντίσω την οικογένειά μου ούτε τον εαυτό μου. Σε όλη αυτή τη διάρκεια του χρόνου είχα επαφή με τον δάσκαλο μου τον Γεωργίου, κάποτε σκέφτομαι όλα αυτά τα έργα που άφησα πίσω στην Αμμόχωστο, το μόνο που πραγματικά λυπούμαι είναι αυτά που άφησα που μου είχε δώσει ο δάσκαλός μου. Να σημειώσω ότι είχα ξαναπάει Αθήνα το ’67 στο τέλος της Χούντας στη σχολή, αφήνοντας πίσω την οικογένειά μου αλλά φυσικά με την υποστήριξή τους πήγα ακόμη ένα χρόνο πίσω Αθήνα, βρήκα πάλι τον δάσκαλό μου εκεί, ο οποίος είχε γίνει και κεραμίστας και έτσι έμαθα μαζί του την καλή κεραμική, ο Παναγιώτης Σέργης με είχε στείλει τότε.

Έξι ατομικές εκθέσεις

Η Νίνα Ιακώβου έχει κάνει συνολικά έξι ατομικές εκθέσεις, την πρώτη της ατομική την έκανε στην Γκαλερί Γκλόρια στη Λευκωσία που την παρουσίασε ο Γιωργος Σκοτεινός. Όπως χαρακτηριστικά αφηγείται η κα Ιακώβου: «Την ημέρα που πέθανε ο άντρας μου συμπλήρωνα το έργο μου η “Μάνα του Αγνοούμενου”, όλες μου τις ατομικές εκθέσεις τις έκανα μετά που πέθανε ο άντρας μου, ίσως να τις έκανα ασυνείδητα προς τιμή του». Όσο για το αν συνεχίζει να δουλεύει ακόμη μου λέει: «Ο πηλός εδιπλώθηκε προς το παρόν αλλά συνεχίζω να κάνω διάφορα σκίτσα. Ο σκοπός εμένα πάντα ήταν να εκφράζομαι όσο πιο ελευθέρα μπορώ. Η ζωή και γεγονότα είναι αυτά που με εμπνέουν».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση

Στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στα Πλατανίσκια θα παρουσιαστούν χαρακτικές εικονογραφήσεις μιας περιόδου 46 χρόνων, από το ...
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
Το κοινό προσκαλείται να παρακολουθήσει τη δημιουργική διαδικασία του καλλιτέχνη από τις 28 Φεβρουαρίου, ενώ η μεγάλη τελετή ...
Kathimerini.com.cy
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
X