ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τρεις συναντήσεις με τον Ντίλαν

Πολλά έχουν γραφεί για τις μουσικές καταβολές του Μπομπ Ντίλαν. Τα έχω διαβάσει, τα έχω εμπεδώσει. Δεν είμαι ειδικός

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ

Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν το καλοκαίρι του 1974 ή του 1975. Εμενα στο Σαν Φρανσίσκο και απ’ το 1974 μέχρι το 1978 πηγαίναμε κάθε χρόνο για λίγες ημέρες διακοπές με την κοπέλα μου Ελεν Χέλφερντ στο Μαλιμπού, σε σπίτι φιλικής οικογένειας παραγωγών στο Χόλιγουντ. Οταν ήταν διαθέσιμο. Το Μαλιμπού είναι ένα από τα πιο ακριβά παραλιακά θέρετρα του Λος Αντζελες. Δεν ήταν τότε εύκολη η πρόσβαση εκεί. Μια περίκλειστη αποικία πλουσίων.

Ενα μεσημέρι πήραμε το σπορ αμάξι της οικογένειας, ένα κατακόκκινο MG, και βγήκαμε βόλτα στα πέριξ. Κάπου είδαμε το παγωτατζίδικο Ben & Jerry’s και σταματήσαμε για παγωτό. Ενώ καθόμασταν απολαμβάνοντας το παγωτό, βλέπω κάποιον που έμοιαζε με τον Μπομπ Ντίλαν να κάθεται λίγο πιο κει. Ρωτάω την Ελεν αν είναι όντως ο Μπομπ Ντίλαν και μου λέει: «Ναι, αυτός είναι, κάπου εδώ πρέπει να μένει». Ηταν με τη γυναίκα του και δυο παιδάκια.

Βρήκα το θράσος και το θάρρος και σηκώθηκα και πήγα και του συστήθηκα. Ηταν συγκρατημένα φιλικός και κάπως καταδεκτικός. Μας είπε να καθίσουμε μαζί τους. Οταν του είπα ότι είμαι Ελληνας και ότι μου αρέσουν πολύ οι στίχοι των τραγουδιών του (δεν του είπα ότι έγραφα ποιήματα), μου είπε ότι απ’ την Ελλάδα ξεκίνησαν όλα και ότι εμείς έχουμε τον Ομηρο, τη Σαπφώ και τον Καβάφη. Μέχρι εκεί. Δεν είχε πάει στην Ελλάδα. Ηταν στα σχέδιά του να δώσει μια συναυλία το 1969, όμως τελικά δεν το αποφάσισε, διότι δεν ήθελε να εκληφθεί ότι έδινε συγχωροχάρτι στη χούντα. Είχε δει την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Ισως τον είχε επηρεάσει. Του άρεσε η μουσική του Θεοδωράκη, αλλά είχε και μερικούς δίσκους με ρεμπέτικα που έμοιαζαν πολύ με τουρκικά τραγούδια – μια προγιαγιά του καταγόταν από την Τουρκία, μας είπε.

⇒ Διαβάστε επίσης: Ο Mπομπ Ντίλαν μάς τραγουδά ακόμη

Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία. Η δεύτερη ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό ενός Σαββάτου το 1978 ή το 1979, σε μία από τις συχνές επισκέψεις μου στο βιβλιοπωλείο City Lights στο Σαν Φρανσίσκο. Είδα μαζεμένο όλο το κομβόι, Μπομπ Ντίλαν, Αλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο, Λάρι Φερλινγκέτι, Ουίλιαμ Μπάροουζ, Μάικλ Μακ Λιουρ και κάνα δυο ακόμη που δεν τους αναγνώρισα. Αν και ήξερα καλά τους Γκίνσμπεργκ, Φερλινγκέτι και Κόρσο (και με ήξεραν ώς ένα βαθμό), δεν είχα κανένα λόγο να πάω κοντά τους. Δεν τόλμησα να πλησιάσω. Μπροστά σε αυτούς ήμουν ο απολύτως κανένας. Ηταν έξω απ’ το μπαρ Vesuvio, ακριβώς δίπλα από το City Lights και χαριεντίζονταν. Αλλά με πήρε το μάτι του Φερλινγκέτι και με κάλεσε να μου γνωρίσει τη συμμορία. «Come meet the gang», είπε επί λέξει. Εγιναν οι συστάσεις.

Η τρίτη επαφή με τον Ντίλαν ήταν τον Αύγουστο του 2002 στο Νιούπορτ του Ρόουντ Αϊλαντ, στο εκεί Folk Festival. Εδώ ήμουν πολύ μακριά. Ούτε καν στον χώρο του φεστιβάλ, γιατί δεν μπόρεσα να βρω εισιτήριο. Ημουν πιο έξω και απλώς καθόμουν και έβλεπα και άκουγα τον τροβαδούρο των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτά όσον αφορά τις τρεις «επαφές» με τον βασιλιά της κάντρι.
Να πάμε τώρα στα άλλα, τα της ποίησης και της μουσικής. Πολλά έχουν γραφεί για τις μουσικές καταβολές του Μπομπ Ντίλαν. Τα έχω διαβάσει, τα έχω εμπεδώσει. Δεν είμαι ειδικός. Οσον αφορά τους στίχους και τις λογοτεχνικές του ρίζες, εκείνα που έμαθα διαβάζοντας το βιβλίο «The Double Life of Bob Dylan: Volume I: 1941–1966 A Restless, Hungry Feeling» (εκδόσεις Bodley Head) του Αγγλου βιογράφου του Κλίντον Χέιλιν, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι σημαντικά. Ο Χέιλιν είχε πρόσβαση στα προσωπικά αρχεία του Μπομπ Ντίλαν, που τα πούλησε το 2016 έναντι 22 εκατ. δολαρίων στο Ιδρυμα Τζορτζ Κάιζερ, στην Τούλσα της Οκλαχόμας. Εκεί διάβασα πως τέσσερα βιβλία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, τέσσερα βιβλία που τον χάραξαν και τον έκαναν αυτό που είναι: το «Mexico City Blues» και το «On The Road» του Τζακ Κέρουακ, το «Howl & Other Poems» του Αλεν Γκίνσμπεργκ και το «Gasoline» του Γκρέγκορι Κόρσο. Σημειώνω ότι το πρώτο το είχε απορρίψει ο Φερλινγκέτι το 1957, αλλά το εξέδωσε ο οίκος Grove Press το 1959.

Εμαθα ακόμη ότι το 1975, πάνω από το μνήμα του Κέρουακ στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, ο Ντίλαν εξομολογήθηκε στον Γκίνσμπεργκ: «Ο καλός μου φίλος Ντέιβ Γουίτεϊκερ μου χάρισε το “Mexico City Blues” το 1959 στη Μινεάπολη. Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε μια τρύπα στο μυαλό». Στον δε τότε νεόφυτο τραγουδιστή Μπόνο, το 1985, ο Ντίλαν ομολόγησε ότι το «Howl» του Γκίνσμπεργκ τον «άλλαξε ριζικά».

Διαβάζοντας το βιβλίο του Χέιλιν, παρακολουθεί κανείς την πορεία του 20χρονου Μπομπ να φθάνει το 1961 στη Νέα Υόρκη, όπου τον αγκαλιάζουν όλοι όσοι ασχολούνται με την κάντρι, και σταδιακά γίνεται ο εκπρόσωπος μιας γενιάς της οποίας τα τραγούδια γίνονται η ηχώ του ανερχόμενου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων διεθνώς.

Το συμπέρασμα
Κλείνω λέγοντας πως έπειτα απ’ όλα αυτά συμπεραίνω πως ο Μπομπ Ντίλαν ήταν τόσο κοντά στους Μπιτ και επηρεάστηκε τόσο πολύ από το έργο τους, ώστε θα έλεγα πως είναι ένας απ’ αυτούς, όχι εκ μεταγραφής, ούτε ετερόκλητος, αλλά ένας sui generis Μπιτ, τόσο sui generis που τελικά βρέθηκε μια καινούργια λέξη για να ορίσει το φαινόμενο: Ντιλανισμός, που περιλαμβάνει τόσο τα τραγούδια του όσο και την όλη στάση του απέναντι στη ζωή.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση

X