ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Στα μαρμαρένια αλώνια

Η βροχή τους αδιάκριτους περαστικούς μοιάζει να φυλακίζει

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

 Ένα βροχερό απομεσήμερο αποφάσισες να περάσεις από το σοκάκι, και μόνο τα πέταλα του μπεγιριού να ακούγονται, πάνω στο καλντερίμι, κι εσύ με την κάπα σου, να προσπαθείς να προφυλαχθείς από τη βροχή με τη βαριά κουκούλα σου. Και καβαλάρης να προσπαθείς να ξεχωρίσεις του θορύβους, τους ήχους, κι ας σε χαϊδεύουν οι στάλες. Και όχι μόνο την ακοή σου να εκπαιδεύεις, όχι μόνο την όρασή σου να παιδεύεις, αλλά και τα γκέμια να βαστάς, μην και το άλογό σου ξεφύγει, στη μισγάγκειά σου να φτάσεις, που μοιάζει με αλώνι, περνώντας όμως πριν από τα πατρογονικά σου.

Σκέφτεσαι και τη μαντινάδα, το ποίημα, τον λόγο. Όλα μαζί και ανυπομονείς να φτάσεις, αλλά και η διαδρομή εύχεσαι να μην τελειώσει, ακόμα έχεις καιρό, έχεις δρόμο να κάνεις, το έμπα του χωριού είναι μακριά και μια η βροχή δυναμώνει και μια μαλακώνει, και ψάχνεις, καβαλάρης εσύ, να βρεις τα λόγια που θα πεις, και να είναι δυνατά, μα και λίγα, δωρικός όπως είσαι. Αυτή η βροχή, που, είπαμε, άλλοτε δυναμώνει, αλλά όχι τόσο που να σε ραβδίζει, ίσα ένα χάιδεμα, λίγο τραχύ και αδρό, αλλά ποθητό, και άλλοτε μοιάζει τόσο ελαφριά ίσα να κουνήσει χορδή, και σε κάνει να σκέφτεσαι πως είναι εργαλείο της φύσης για να φτιάχνει ήχους κι εσύ να ψάχνεις λόγια για να βάλεις στη μουσική αυτή, τη μαντινάδα που θα πεις. Καβαλάρης σε όλο το δρόμο σκέφτεσαι πώς και τι να πεις. Αργείς να βρεις τα πλακόστρωτα, βλέπεις ισχνά φώτα, μέσα στον μουντό καιρό, και συνεχίζεις να σκέφτεσαι, και είναι περίεργο που δεν νιώθεις μόνος σου. Η φύση αναγεννιέται με τη βροχή, χρυσοπράσινα τα φύλλα από τα μουρέλα, και το όλον φτιάχνει αδαμάντινο κολιέ, με τις δροσοσταλίδες στην άκρια των φύλλων.

Και το νερό τρέχει στα πλαϊνά του πετρόστρωτου και το άλογο να βιάζεται και τα γκέμια να μην το σταματούν, και εσύ να σκέφτεσαι και να ξανασκέφτεσαι και να σβήνεις και να γράφεις, νοερά βέβαια, πού τόπος και πού χρόνος, πού καιρός για μελάνι, άσε που στο κάτω-κάτω κάποια λόγια καλύτερα να μη μένουν, αλλά να πετούν ελεύθερα και στο χαρτί να μη φυλακίζονται. Τα απαγγέλλεις και δυνατά, δεν σ’ ακούει κανείς, μα δειλά κάποιος κότσιφας απιλογάται… Το μπεγίρι ξέρει τον δρόμο, μόνο πού και πού μια ελαφριά στα καπούλια χρειάζεται.

Και να σου, το πρώτο σπίτι μόλις πέρασες, και η βροχή τώρα πιο δυνατή κι εσύ ακόμα τον λόγο δεν έχεις βρει, μα σαν να μη βιάζεσαι να φτάσεις, δεν βιάζεσαι, δεν θες όμως και μάτια να σε δουν, φοβούνται οι άνθρωποι τες ανεράδες και τους δροσουλίτες. Ευτυχώς, τουλάχιστον, η βροχή τους αδιάκριτους περαστικούς μοιάζει να φυλακίζει, τα παράθυρα είναι μικρά και οι λάμπες θολώνουν τα τζάμια. Κι εσύ, χωρίς κουκούλα πια, ανυπομονείς να φτάσεις… Μα, πέταλα ας μη φορούσε τ’ άλογο, σε μονόκερο να πέζευες και μόνο η βροχή να με ακολουθούσε… μα τα πέταλα στην πλακούρα, και η βροχή στις πέτρες, μουσική κάνουν κι ας σε δυσκολεύουν να βρεις τον ήχο, εκείνο που ζητάς, σκέφτεσαι…

Και αφού διέσχισες τα πολυδαίδαλα δρομάκια του βρεγμένου χωριού, με τη βροχή που δεν έλεγε να κοπάσει, με τους ανθρώπους να μένουν κλεισμένοι, λες και δώρο θέλανε να σου κάνουν, το άλογο άρχισε να ελαφροπατά, σαν να θέλει να σου πει, να, κάπου εδώ, σε κάποια καμάρα, τρίπορτη, ίσως και δίπορτη ξάφνου ίσως να φανεί… κι εκείνη και άλλοι πολλοί. Φτάνεις, πλησιάζεις και ακόμα τα λόγια δεν έχουν γεννηθεί, ωδίνες μόνο, λέξεις αδέσποτες, και ολοένα πλησιάζεις, έναν έναν περνάς ασβεστωμένους τοίχους και χαμηλά μπεντένια, με κόκκινες γλώσσες, ή δάκρυα αιμοβαφή…

Πέρασες τα σπίτια, τις γειτονιές, έφτασες στα δικά σου μαρμαρένια αλώνια, κάπου στην άκρη τους να σταθείς, σε στάση γονυκλισίας, αλλά εκείνη η γονυκλισιά των καλών αντρών για να προσκυνήσεις, στα δικά σου μαρμαρένια αλώνια, που μακριά τους δεν έφυγες ποτέ, μα ούτε και η καλή δικολογιά σου.

Μνήμη Α.Κ.

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

Ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Καραγιάν μιλάει στην «Κ» με αφορμή την αναδρομική έκθεση για το έργο του στη Λεμεσό
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ