ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα φυσίγγια και το σπουργίτι

Ως άνθρωποι μόλις ξεμυτίσει ο Δεκέμβριος αλλάζουμε… δέρμα, γινόμαστε άλλοι

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Σε κάποιο από τα αναγνωστικά των πρώτων τάξεων του δημοτικού είχε μια ιστορία με ένα σπουργίτι που εξαιτίας του ψύχους και της χιονόπτωσης δυσκολευόταν να βρει τροφή και καθόταν στα παράθυρα των σπιτιών περιμένοντας τα ψίχουλα από το οικογενειακό τραπέζι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση εμένα δεν ήταν ότι πεινούσε και ότι είχε μελανιάσει από το κρύο, αλλά το ότι η εικόνα έδειχνε ένα χιονισμένο τοπίο, αυτό που έβλεπα στην εικόνα του βιβλίου, δεν συμβάδιζε με ό,τι έβλεπα στην πραγματικότητα, μιας και ως παράλια πόλη η Σούδα στα Χανιά το χιόνι ήταν σπάνιο φαινόμενο, επίσης αναρωτιόμουν γιατί αυτό το ένα σπουργίτι δεν λειτούργησε όπως ο μέρμηγκας, από την άλλη ιστορία που μαθαίναμε, αυτή του μέρμηγκα και του τζίτζικα, ήταν δηλαδή και το σπουργίτι τεμπέλικο και απ’ όλα τα ζώα μόνο το μερμήγκι ήταν προκομμένο; Αυτά και άλλα πολλά ρωτούσα τους γονείς μου, ένα γιατί αυτό, και γιατί το άλλο, με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου να προσπαθούν να δώσουν πειστικές απαντήσεις, νομίζω ότι δεν τα κατάφερναν και πολύ καλά, άσε που με τέτοιες ερωτήσεις από ένα επτάχρονο-οκτάχρονο παιδί θα είχαν σκεφτεί ότι κάτι γίνεται με τον μοναχογιό…

Έλεγα και στον δάσκαλο το ίδιο πράγμα, «μα, κύριε, εμείς δεν έχουμε χιόνια, και αν σώσουμε το ένα και το ταΐσουμε, τα υπόλοιπα τι θα γίνουν;», και έλεγε ο καημένος ο δάσκαλος, «εμείς θα αρχίσουμε από το ένα…», επέμενα εγώ, «χιόνια δεν έχουμε εμείς, γιατί στην εικόνα δείχνει χιόνια;», είχα εγκλωβιστεί στον μικρόκοσμο της πόλης μου, της οικογένειάς μου, αν και ο παππούς μου με έβαζε να του διαβάζω τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, από εκείνη την εγκυκλοπαιδική σειρά, που νομίζω λεγόταν «Ο κόσμος μας», ενόσω έφτιαχνε χειροποίητα φυσίγγια… Με έβαζε κάθε απόγευμα να του λέω ποια είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γιουγκοσλαβίας και ούτω καθ’ εξής, κάθε μέρα, και έφτιαχνε τα φυσίγγια εκείνος και εγώ τον παρακολουθούσα, «παππού, γιατί τα φτιάχνεις, δεν το ξέρεις ότι είναι κρίμα τα σπουργίτια;», έλεγα εγώ, «μα, δεν σκοτώνω εγώ σπουργίτια, έτσι για να περνάει η ώρα μου το κάνω», και αμέσως σκεφτόμουνα ότι όπως εμείς δεν έχουμε χιόνια, άρα η εικόνα είναι ψεύτικη, έτσι και τα φυσίγγια του παππού ήταν ψεύτικα… Αυτή η πλευρά της ιστορίας με βόλευε, αυτή έπαιρνα. Αφήστε που δεν τον είχα δει και ποτέ να επιστρέφει με θήραμα, αλλά συνήθως με άσχετα χορταρικά και χοχλιούς, αν είχε καιρό, οπότε το πίστεψα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ο παππούς δεν θα ήταν και πολύ καλός κυνηγός.

Όπως και να ’χει, αυτή η εικόνα του ταλαίπωρου σπουργιτιού να σε κοιτάει ικετευτικά από το θολό τζάμι δεν με έπειθε, άσε που στα βουνά έβλεπες το χιόνι, και πηγαίναμε συχνά, το ήξερα δηλαδή, αλλά δεν ήταν παγιωμένη εικόνα στο μυαλό μου, ήξερα ότι υπήρχε, το είχα δει, αλλά το είχα συνδέσει με εκδρομή, με ξεγνοιασιά όχι με πείνα και δυστυχία. Όπως ήξερα ότι υπήρχαν και άλλες, πολύ μεγαλύτερες πόλεις, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να τις φανταστώ, οι εικόνες από τις εγκυκλοπαίδειες δεν με βοηθούσαν.

Πώς μου ήρθαν τώρα όλα αυτά χρονιάρες μέρες; Ως άνθρωποι μόλις ξεμυτίσει ο Δεκέμβριος αλλάζουμε… δέρμα, γινόμαστε άλλοι, προσπαθούμε να βρούμε την αγάπη, να τη διοχετεύσουμε, να περάσουμε το τζάμι το θολό, και να μπούμε στο σπίτι του άλλου, στην καρδιά του, αναζητώντας λίγα ψίχουλα αγάπης, που λέει και το άσμα, γινόμαστε σπουργίτια, δεν έχουμε ανακαλύψει όμως τον άλλο, δεν τον ξέρουμε, και μόλις η εικόνα αποσυνδεθεί με ό,τι εμπειρικά της έχουμε προσδώσει, αλλάζουμε αίφνης, και περιμένουμε μιαν άλλη περίσταση, μιαν άλλη γιορτή, έχοντας στο μεσοδιάστημα ακροβατήσει μεταξύ του πραγματικού και του νομιζόμενου. Θυμόμαστε τον μέρμηγκα, όταν δούμε τον τζίτζικα, και βλέπουμε τα σπουργίτια όσο εμείς είμαστε μέσα στην τάξη. Νιώθουμε το χιόνι κρύο μόνο όταν περπατήσουμε επάνω του ξυπόλητοι, και μη ευρισκόμενοι σε εκδρομή. Βολεύουμε τις αλήθειες μας, αναλόγως. Τα φυσίγγια του παππού μου δεν ήταν ψεύτικα, αληθινά ήταν, το κρυωμένο και νηστικό σπουργίτι δεν ήταν και δεν είναι ψεύτικο…, η δική μου πεποίθηση να πιστέψω σε ό,τι με βόλευε ήταν όμως αλήθεια, και αυτό πρέπει να κάνουμε με αφορμή τη χαρά, να μείνουμε λίγο σιωπηροί και να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια της μικροκοινωνίας μας, και σιγά-σιγά θα μάθουμε και τι εστί Παρίσι.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση