ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα ψηλά κυπαρίσσια

Πόσες φορές προσπάθησε ο Γιαννής να τους τρομάξει, φαινόταν ότι θα γίνει μεγάλος λαφαζάνης

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«… Και πάλιν κατενόησα εν τοις μνήμασι και είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα», και συνέχιζε την ψαλμουδία χωρίς να σκέφτεται ούτε τη ζέστη ούτε τον στενό χώρο στον οποίο είχε συγκεντρωθεί ολόκληρο το χωριό ο παπα-Θεοδόσης «… εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία»… Θέλεις η ζέστη, θέλεις το πολύ λιβάνι και η σκόνη και φυσικά η συγκίνηση... παρ’ τον κάτω φαρδύ-πλατύ…

Έτρεξε η μάνα του, «σήκω, γιόκα μου, και δεν είναι τίποτα, τώρα, τώρα θα φύγουμε» του ψιθύρισε, και ο παπα-Θεοδόσης μετά από μία ολιγόλεπτη παύση και με στραβή ματιά, συνέχισε να ψάλλει… «ο τον θάνατον καταπατήσας, τον δε διάβολον καταργήσας και ζωήν τω κόσμω σου δωρησάμενος»… τον μικρό τον σήκωσαν γρήγορα-γρήγορα και τον πήγαν στο στέγαστρο που υπήρχε λίγο πιο πέρα, του έδωσαν ένα ποτήρι νερό και τον άφησαν εκεί. «Πάρε υπομονή, ακόμα λίγο, εσύ μείνε δαμέ». Έκανε όπως του είπε η μάνα του, άλλωστε δεν του άρεσε να τριγυρίζει και μόνος του στο νεκροταφείο. Μόνος του στον ξύλινο πάγκο παρατηρούσε τον συγκεντρωμένο κόσμο στο μνήμα λίγο πιο πέρα, περιεργαζόταν τους φρεσκοκτισμένους τάφους και τους σωρούς από χώμα, και άκουγε τον παπα-Θεοδόση να λέει «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα…», ποθαύμαζε τα πανύψηλα κυπαρίσσια που όριζαν την περίμετρο του νεκροταφείου και περίμενε τη μάνα του… Μέσα σε όλα και μάλλον για να ξεγελάσει τον φόβο του σκεφτόταν πόσες φορές πήγε με τους φίλους του αργά το απόγευμα ώς την ξερολιθιά του νεκροταφείου και ξαναγύρισαν πίσω, επειδή φοβήθηκαν να περάσουν τη σιδερένια πόρτα του. Πόσες φορές προσπάθησε ο Γιαννής να τους τρομάξει όταν κάτι σούρουπα καθόντουσαν στην πλατεία και ακούγανε τις ιστορίες του, φαινόταν ότι θα γίνει μεγάλος λαφαζάνης. Μα φυσικά και ποτέ δεν πίστεψε αυτά που του ’λεγε ο Γιαννής, ότι τάχα μου είχε μπει μεσάνυχτα μέσα και του έδειχνε ως αποδεικτικό ένα μικρό σταυρό που είχε πάρει από κάποιον τάφο, μα φυσικά και δεν τον πίστευε, μπορεί να ήταν μικρός, αλλά δεν ήταν παλαβός, κανείς δεν μπαίνει το βράδυ στο νεκροταφείο… Παραπέρα ο παπα-Θεοδόσης συνέχιζε «το δε σώμα τη παρά σου δημιουργηθείση φύσει δοθήναι», και να κλάματα, και να φωνές… ταράχτηκε, είπαμε, δεν του άρεσε να πηγαίνει εκεί, αμέσως σκέφτηκε να φτιάξει μια ιστορία για να την πει το απόγευμα στην πλατεία στον Γιαννή και στους άλλους, έτσι να ξεφύγει λιγάκι. Θα πρέπει να την κάνει πολύ τρομαχτική όμως την ιστορία του, εμ τι, μόνο ο Γιαννής θα λέει ιστορίες τρομαχτικές… Μα ώσπου να σκεφτεί την ιστοριούλα του, άκουσε τη βροντερή φωνή του παπα-Θεοδόση «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι […] Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών» και μετά από λίγο έφτασε η μάνα του «άτε, γιόκα μου, πάμε». Η μάνα του φρόντιζε τους τάφους όσων δεν είχαν δικολογιά στο χωριό, άναβε τα καντήλια, ξεχορτάριαζε τους απεριποίητους τάφους, έπλενε με τη σίκλα τα πέτρινα κιβούρια. Τον έπαιρνε συχνά κοντά της, μα εκείνος δεν έλεγε να συνηθίσει… δεν τον άφηνε και να τη βοηθάει, δεν ήταν δουλειές για μικρά παιδιά αυτές, αναγκαστικά όμως τον έπαιρνε μαζί της, κι ας της λιποθυμούσε φορά παρά φορά…

«Άντε, δώστε του ένα πάτσο, φέρτε και λίγο νερό, το έχει συνήθειο από παιδί», είπε ο Γιαννής, «πού να δείτε πόσο φοβόταν με τις ιστορίες μου» συμπλήρωσε. Όταν συνήλθε για τα καλά και αφού του πέταξαν ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο είδε τον Γιαννή και χωρίς να το καταλάβει έψαξε να βρει το στέγαστρο, τη σιδερένια πόρτα και τη μάνα του να του λέει «λίγο ακόμα και φεύγουμε», αναζητούσε να αφουγκραστεί τη φωνή του παπα-Θεοδόση, μα τίποτα από αυτά δεν έβρισκε, έβλεπε μόνο ένα άσχημο χώρο, έναν βρώμικο οικόπεδο. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτό το νεκροταφείο του χωριού του, μόνο ο Γιαννής κατάλαβε τι έψαχνε και του ψιθύρισε στ’ αφτί «το απόγευμα θα σου πω μια ιστορία που δεν την έχεις ξανακούσει…»

 

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X