ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η Κύπρος αναβλύζει πηγαία και αφιλτράριστη

Η σκηνοθετική ομάδα Ν. Χατζόπουλος και Γ. Τσουρής μίλησαν στην «Κ» για τον «Αλαβροστοισειώτη» του Παύλου Λιασίδη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η ιδέα να παρουσιαστεί στο κοινό της Ελλάδας ένας διαλεκτικός ποιητής στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, του Παύλου Λιασίδη, είναι οπωσδήποτε μία ενδιαφέρουσα πρόταση. Ο σκηνοθέτης Νίκος Χατζόπουλος και ο βοηθός σκηνοθέτης Γιώργος Τσουρής, και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το θεατρικό του Παύλου Λιασίδη «Ο Αλαβροστοισειώτης» μακριά από «νοστιμιές» της γραφικότητας. Ο Νίκος Χατζόπουλος θεωρεί ότι το να συμπεριληφθεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ μια παράσταση σε διάλεκτο, αποτελεί σημαντική πολιτική πράξη και δηλώνει μια θέση απέναντι στην ελληνική γλώσσα. Στον «Αλαβροστοισειώτη» γίνεται προσπάθεια να γεφυρωθεί η επίγεια ζωή με τη μεταφυσική ύπαρξη, λέει ο Γιώργος Τσουρής.

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Προβάλαμε τον πλούτο και τη μουσικότητα της κυπριακής δι
αλέκτου

– «Η ποίηση εν σκελετός και η μουσική η ψυχή της», άλλωστε ο «Αλαβροστοισειώτης» είναι έμμετρο θεατρικό, πώς το τηρήσατε αυτό στην παράσταση;
–Κεντρικός άξονας της προσέγγισής μας είναι ακριβώς αυτός: ότι έχουμε να κάνουμε με ένα έμμετρο ποιητικό κείμενο, και όχι με καθημερινή ρεαλιστική ομιλία. Τα πρόσωπα επικοινωνούν μέσω της ποίησης. Και ενώ αυτό θα μπορούσε να μας ρίξει στην παγίδα της ηθογραφίας, επιχειρούμε, με όπλο μας την ποίηση, να τραβήξουμε προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, «ανεβάζοντας» τα δρώμενα λίγο ψηλότερα από το ρεαλιστικό έδαφος. Αυτό απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση από τους ηθοποιούς, ώστε να μην παρασύρονται από «νοστιμιές» της γραφικότητας. Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να λησμονούμε ότι αφηγούμαστε μια ιστορία με πραγματικά πρόσωπα, ιστορία με έναν πλούτο συναισθηματικών διακυμάνσεων, από τη γνήσια συγκίνηση μέχρι το χιούμορ. Ως προς το καθαρά μουσικό σκέλος, τώρα, η ζωντανή μουσική συνοδεία του Σταύρου Λάντσια είναι αναπόσπαστο μέρος της προσέγγισής μας. Πέρα από την καθαρά μουσική τους αξία, οι παρεμβάσεις του Σταύρου λειτουργούν ως βασικό όχημα της σκηνικής αφήγησης, έχοντας διαρκή συνομιλία με τους ηθοποιούς.

–Λέτε ότι το έργο του Λιασίδη «Αλαβροστοισειώτης» έχει κοινά στοιχεία με την αρχαία τραγωδία. Ποια είναι αυτά;
–Από την αρχή, ο «Αλαβροστοισειώτης» μάς θύμιζε κάποια έργα του Ευριπίδη. Μιλά για μια καταστροφή, προς την οποία οδεύουν οι ήρωες σχεδόν γνωρίζοντάς την. Μιλά για το υπερφυσικό στοιχείο που –μόνο από ιδιοτροπία– ορίζει τις τύχες των θνητών, και την αδυναμία των τελευταίων να ξεφύγουν απ’ αυτή τη μοίρα. Αλλά και η δομή του έργου θυμίζει τις αρχαίες τραγωδίες: Έχει τρία επεισόδια και μια τελική έξοδο. Η καταστροφή, όπως στους τραγικούς ποιητές, δεν συμβαίνει επί σκηνής. Τη μαθαίνουμε από αγγελική ρήση. Αυτήν ακριβώς την ομοιότητα θελήσαμε να αναδείξουμε και να ενισχύσουμε: εντάξαμε στο κείμενο και άλλα ποιήματα του Λιασίδη με σχετικό περιεχόμενο, και έτσι δημιουργήσαμε Πρόλογο, Χορικά και Επίλογο.

–Οι πέντε υποκριτές ισορροπούν ανάμεσα στην ταύτιση και την αφήγηση. Θέλετε να μας το εξηγήσετε; Τι σημαίνει ταύτιση στον «Αλαβροστοισειώτη»;
–Η «ταύτιση» είναι τεχνικός όρος, σημαίνει την ταύτιση του ηθοποιού με τον ρόλο του, στα μάτια του θεατή. Αν σας μπερδεύει η λέξη, αντικαταστήστε την με την «υπόδυση». Μιλάμε για το διαρκές πήγαινε-έλα ανάμεσα στο «υποδύομαι» και στο «αφηγούμαι». Και τον αφηγηματικό άξονα μάς τον εξασφαλίζει ένα κείμενο του ίδιου του Λιασίδη που περιγράφει τον «Αλαβροστοισειώτη».

–Η παράσταση παρουσιάστηκε και στο ελλαδικό κοινό. Ποια ήταν η απήχησή της;
–Στις τέσσερις παραστάσεις που δώσαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, η υποδοχή ήταν εξαιρετικά θερμή. Σημειωτέον ότι οι θεατές ήταν κυρίως Ελλαδίτες, και πολύ λιγότερο Κύπριοι. Και μ’ όλο που μερικοί θα ήθελαν να μπορούν να καταλαβαίνουν περισσότερα από την κυπριακή γλώσσα, όλοι συμφώνησαν ότι η έλλειψη κατανόησης δεν στάθηκε εμπόδιο. Κύριος στόχος μας ήταν να προβάλουμε τον πλούτο και τη μουσικότητα της κυπριακής διαλέκτου, και τον πετύχαμε. Και τελικά δικαιωθήκαμε στην επιλογή μας να μη βάλουμε υπερτίτλους στα νέα ελληνικά. Διαφορετικά, οι θεατές θα ένιωθαν ότι παρακολουθούν παράσταση σε ξένη γλώσσα, θα «κώφευαν» στους κυπριακούς ήχους, και θα επικεντρώνονταν μόνο στην ανάγνωση. Άλλωστε η πλοκή του έργου είναι πολύ απλή και καθόλου δυσνόητη.

–Τι κάνει ελκυστικό το θεατρικό έργο ενός όχι πολύ γνωστού συγγραφέα και μάλιστα στην κυπριακή διάλεκτο;
–Για τους θεατές ενός φεστιβάλ, ελκυστική γίνεται μια παράσταση κυρίως χάρη σ’ αυτούς που την πραγματοποιούν. Τώρα, το γιατί ένας σκηνοθέτης αποφασίζει να εμπλακεί στο ανέβασμα ενός έργου, είναι μια τρομερά σύνθετη υπόθεση. Το ίδιο το έργο είναι μόνο ένα μέρος της αιτίας. Μεγάλο ρόλο παίζουν η χρονική συγκυρία, ο διαθέσιμος χρόνος, οι συμπτώσεις, αλλά κυρίως η επικείμενη συνεργασία με ένα ανθρώπινο δυναμικό. Στην περίπτωσή μου, ελκυστική ήταν και αυτή ακριβώς η διάλεκτος. Θεώρησα ότι, το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ μια παράσταση σε διάλεκτο, αποτελεί σημαντική πολιτική πράξη και δηλώνει μια θέση απέναντι στην ελληνική γλώσσα. Όλα αυτά με έκαναν να δεχτώ την πρόταση των Κυπρίων ηθοποιών.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΣΟΥΡΗΣ: Προσπάθεια να γεφυρώσει την επίγεια ζωή και τη μεταφυσική του ύπαρξη

–Περίγραψέ μας με δυο λόγια το έργο ο «Αλαβροστοισειώτης».
–Ο Αλαβροστοισειώτης είναι ένα έργο που αφηγείται μια ιστορία για έναν νεραϊδοπαρμένο νεαρό που οι γονείς του προσπαθούν να τον επανεντάξουν στην κοινωνία και τη ζωή την ίδια. Ο Αντωνής μιλάει μόνος, βλέπει σκιές στους τοίχους, ακούει και βλέπει γυναικείες οπτασίες και απομονώνεται στο δωμάτιό του, μακριά από τις καθημερινές ασχολίες που χαρακτηρίζουν τη νόρμα του υγιούς ατόμου κατά τα πρότυπα της κοινωνίας του. Οι γονείς του και η –με καλές προθέσεις– γριά προξενήτρα του χωριού, επιχειρούν να τον παντρέψουν με μία κοπέλα. Αυτός συγκατανεύει κάτω από την πίεση κυρίως της μητέρας του, μη θέλοντας να προξενεί στους γύρω του πόνο. Όμως τη νύχτα του γάμου, οι νεράιδες τον παίρνουν για πάντα μαζί τους, στην κυριολεξία τον σκοτώνουν για να μην πλαγιάσει με άλλη γυναίκα, επιβεβαιώνοντας τη ρήτρα θανάτου που υπογράφει όποιος απατήσει τα στοιχειά, όταν έχει τάξει τη ζωή του σε αυτά. Η προσπάθεια να γεφυρώσει ο «Αλαβροστοισειώτης» την επίγεια ζωή και τη μεταφυσική του ύπαρξη αποτυγχάνει, και ο θάνατος – ανάληψή του τον ενώνει με τον άυλο κόσμο που τάχθηκε να υπηρετεί.

–Πώς ήλθε η ιδέα να παρουσιάσετε στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου ένα κυπριακό έργο και μάλιστα ενός όχι και τόσο γνωστού, τουλάχιστον στο ελλαδικό κοινό, συγγραφέα;
–Η ιδέα για το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου με τριγύριζε ήδη από τη σχολή, μόλις είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα έργο που δικαιώθηκε στο πρώτο του ανέβασμα στη Νέα σκηνή του ΘΟΚ πριν από 16 χρόνια, και που η πρώτη επαφή του με το αθηναϊκό κοινό, όταν παίχτηκε στο θέατρο «Εμπρός» τότε, ήταν κάτι παραπάνω από πετυχημένη. Έχτιζε μία γέφυρα ανάμεσα στο ελλαδικό κοινό και την Κυπριακή διάλεκτο και μία εξίσου σημαντική γέφυρα ανάμεσα στον Λιασίδη και τους νεοέλληνες συγγραφείς και ποιητές, δίνοντάς του τη θέση που πιστεύω ότι του αναλογεί και είναι εξέχουσα. Χρειάστηκαν 12 χρόνια για να βρεθεί η σωστή συγκυρία για να ξανανέβει, στη Αθήνα αυτή τη φορά, αυτό το έργο. Και η συγκυρία ήταν πολλαπλή: Κατ’ αρχάς η ανάληψη της σκηνοθεσίας από ένα σημαντικότατο σκηνοθέτη και μεταφραστή «πρώτης γραμμής», τον Νίκο Χατζόπουλο. Αυτό ήταν το καθοριστικότερο για να ανέβει αυτή η παράσταση. Έπειτα το φεστιβάλ Αθηνών ώς ιδανικός θεσμός για την παρουσίαση ενός τέτοιου πρότζεκτ. Η εμπλοκή του πολυδιάστατου συνθέτη και πιανίστα Σταύρου Λάντσια (ο οποίος βρίσκεται και επί σκηνής) και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές και ηθοποιοί ολοκλήρωσαν μια ιδανική βάση για να ταξιδέψει αυτή η παράσταση.

–Ο «αλαβροστοισειώτης» είναι τελικά ο κάθε άνθρωπος ή ο κάθε καλλιτέχνης;
–Αλαβροστοισειώτης είναι πιστεύω ο κάθε άνθρωπος, που προσπαθεί να αντιληφθεί και να εντάξει στη ζωή του όλα όσα συνθέτουν την άυλή του φύση. Άλλοι το αποκαλούν ψυχή, άλλη έμπνευση, άλλη ενέργεια… Σε κάθε περίσταση στη ζωή μας υπάρχουν πράγματα που φαίνονται και πράγματα που δεν φαίνονται, και μάλιστα δεν σου αποκαλύπτονται, εκτός αν τους δοθείς. Μόνο αν αφεθείς να νοιώσεις και να βιώσεις πράγματα πέρα από τον κόσμο των πέντε αισθήσεων, μπορείς κατά τη γνώμη μου να αποδεσμευτείς από την ύλη και τους ολέθριους περιορισμούς της. Ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα ρυθμίζονται σε σχέση με την καθαρά υλική τους χρησιμότητα. Ακόμη και ο ρόλος της τέχνης και εν γένει της αισθητικής, υποβαθμίζεται ως όχι απτά προσοδοφόρος και άρα δευτερεύων. Αλαβροστοισειώτης οφείλει να είναι ο κάθε ποιητής που γεννά την αντίσταση στην ύλη. Αλαβροστοισειώτης ήταν και ο ποιητής μας και ως τέτοιος κρύβεται πιστεύω πίσω από την περσόνα του Αντωνή, και δεν αποκαλύπτει τα χαρτιά του. Πρόσβαση όμως σε αυτό το ευγενές προνόμιο έχουν όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο οι καλλιτέχνες. Η ανάγκη μας για κάτι πιο ψηλά από μας, η ανάγκη μας για εμπνευσμένη δημιουργία, η ανάγκη μας τελικά για να υπάρξουμε ως ψυχοπνευματικοσωματικές οντότητες, «enbloc», συμπαγείς και αδιάσπαστες, αυτή η ανάγκη φέρνει τις νεράιδες κάθε βράδυ στο προσκεφάλι μας.

–Ο Π. Λιασίδης είναι ένας λαϊκός ποιητής και θα περίμενε κάποιος και το θεατρικό του έργο να είναι «λαϊκό», ισχύει κάτι τέτοιο με τον «Αλαβροστοισειώτη»;
–Ισχύει εκατό τοις εκατό. Με μια μικρή επιφύλαξη. Η λέξη «λαϊκός» είναι πιστεύω αρκετά παρεξηγημένη. Για μένα ο Λιασίδης είναι λαϊκός γιατί πετυχαίνει με απλούς όρους και ανεπιτήδευτα, μέσα από χαρακτήρες καθημερινούς, να μιλήσει για ένα θέμα καθαρά μεταφυσικό. Αυτό συνθέτει τον ορισμό του «λαϊκού», όπως τον αντιλαμβάνομαι: να μιλάς για τα μεγάλα με απλά υλικά. Αυτό θεματοποιεί και ο Σολωμός στα σχεδιάσματά του. Στο σύνολο της ποίησής του ο Λιασίδη καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να είναι απόλυτα οικείος αλλά και πολύ περίτεχνος στην πένα του. Το ίδιο κάνει και στον «Αλαβροστοισειώτη».

–«Ο κόσμος εν η ποίηση και ο ποιητής ζωγράφος». Ο Αδαμάντιος Διαμαντής ζωγράφισε τον κόσμο της Κύπρου, ο Παύλος Λιασίδης τον περιέγραψε με λόγια, στον «Αλαβροστοισειώτη» βλέπουμε την Κύπρο;
–Δεν είμαι σίγουρος αν ο Λιασίδης «περιγράφει». Μου φαίνεται παράταιρη η λέξη. Νοιώθω ότι ο Λιασίδης εκφράζει κάτι πανανθρώπινο στις μεστές του στιγμές, κάτι βαθιά υπαρξιακό. Μέσα από την ποίησή του δεν περιγράφεται η Κύπρος, αλλά μάλλον αναβλύζει πηγαία και αφιλτράριστη. Με τα χρώματά της, τις γεύσεις της και τα αρώματά της απείραχτα. Χωρίς φτιασίδια και καλλιγραφίες. Η Κύπρος φωτίζεται στον «Αλαβροστοισειώτη», όσο περίπου και η Ισπανία του Λόρκα στον «Ματωμένο Γάμο». Με τα φώτα της ποίησης.

Πληροφορίες: «Ο Αλαβροστοισειώτης», Θέατρο ΘΟΚ, Νέα Σκηνή, Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου. 2 παραστάσεις 7:00 μ.μ. και 9:00 μ.μ. και Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου, 8:00 μ.μ.

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση