ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μια ενδιαφέρουσα τριαδική θεατρική πράξη

«Φωνές» του Άλαν Μπένετ από την ΕΘΑΛ: Τρεις σκηνοθέτες, τρεις ηθοποιοί, τρεις μονόλογοι για τον άνθρωπο και τους δαίμονές του

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η Κεντρική Σκηνή της ΕΘΑΛ ανεβάζει τις «Φωνές» του Άλαν Μπένετ, που αποτελούνται από τρεις συγγενικούς μονόλογους, τους «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη», «Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές» και «Μια κυρία των Γραμμάτων», καλώντας τρεις σκηνοθέτες και τρεις ηθοποιούς, μία δυάδα για κάθε ιστορία, οξύμωρο πώς καταρρίπτεται εν τέλει η τριάδα και γίνεται δυάδα, και πώς στο τέλος αυτό που δίνεται στον θεατή από την παράσταση είναι έξι διαφορετικοί συμπυκνωμένοι κόσμοι. Στον μονόλογο «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη» ο Αντρέας Αραούζος σκηνοθετεί τον Φώτη Αποστολίδη, ως Γκράχαμ, στο «Κρεββάτι ανάμεσα στις φακές» ο Παναγιώτης Λάρκου έχει απέναντί του την Πέννυ Φοινίρη και στην «Η κυρία των γραμμάτων» η Αλεξία Παπαλαζάρου αντιμετωπίζει την Πόπη Αβραάμ. Οπωσδήποτε η ύπαρξη τριών σκηνοθετών μέσα στην ίδια παράσταση, πρωτόγνωρο για τα θεατρικά μας πράγματα είναι κέρδος, για τον θεατή, για τους συντελεστές, για τη θεατρική πράξη. Στην «Κ» μίλησαν και οι έξι, συστήνοντάς μας τους μονολόγους τους.

«Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη»

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος
Ηθοποιός: Φώτης Αποστολίδης

Ανδρέας Αραούζος: «δεν υπάρχει περίπτωση να μην κατανοήσει ο θεατής τον Γκράχαμ, όσο αντίθετος και αν είναι σε επιλογές και τρόπους ζωής και διαχείρισης...».

–Ανδρέα, τι θέλησες να πρωτοκαταλάβεις στον Γκράχαμ;

– ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΑΟΥΖΟΣ: Η πρώτη εντύπωση που δίνει ο Γκράχαμ στον θεατή, όπως φρόντισε ο Άλαν Μπένετ να δώσει στον αναγνώστη, είναι ξεκάθαρη. Η απλή γραμμή για την απλή ζωή των απλών ανθρώπων του αγγλικού Βορρά είναι η σφραγίδα του Μπένετ. Εκείνο όμως που μέχρι και σήμερα, λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα, ακόμα ανακαλύπτω, μαζί με τον Φώτη στην πρόβα, είναι σε πόσα αναρίθμητα στρώματα κάθεται αυτή η απλότητα. Είναι τόσο ευφυής συγγραφέας που, όπως ακριβώς κάνει και η ζωή, απολαμβάνει το φλερτ μεταξύ επιφάνειας και βάθους. Από ένα περιστατικό που συμβαίνει στον Γκράχαμ και τη μητέρα του, από τις σκέψεις ενός προσώπου μόνο, από μόνο έναν ηθοποιό, εμείς λαμβάνουμε μια ολόκληρη ζωή και τα παρακλάδια της. Δεν θα ήθελα να τα απαριθμήσω στους θεατές πριν δουν την παράσταση. Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να μην κατανοήσει ο θεατής τον Γκράχαμ, όσο αντίθετος και αν είναι σε επιλογές και τρόπους ζωής και διαχείρισης...

–Ελευθερία, πρέπει, νοσηρότητα, ελπίδα, είναι χρώματα που θα βάζατε στη σκηνοθετική σας παλέτα;

– Α.Α.: Δεν νομίζω ότι υπάρχουν χρώματα που θα αρνηθώ να βάλω στη σκηνοθεσία μου. Όχι, όμως, στρατηγικά. Όλα εξάγονται και προκύπτουν από το κείμενο και την ανάγνωσή μου. Και θέλω να εντάσσω και την αυθεντικότητα των συνεργατών σε αυτή την παλέτα.

–Τι μας διδάσκει ο Γκράχαμ;

– Α.Α.: Ο Γκράχαμ είναι αξιολύπητος και αξιοθαύμαστος ταυτόχρονα. Αισθάνομαι ότι δεν φταίει για τη δυστυχία του, και όμως έχω ένα ερωτηματικό. Θα ήθελα να διδάξω εγώ στον Γκράχαμ κάτι που έμαθα πρόσφατα: ότι είναι καλό να παραιτείσαι κάποιες φορές... Εκείνο που θαυμάζω σε αυτόν είναι η αυτογνωσία του, η ευγένειά του και η γενναιοδωρία του.

–Φώτη, λυπήθηκες τον Γκράχαμ; Είναι άρρωστος ή απλώς ανελεύθερος; Η κοινωνία μας μοιάζει με τον Γκράχαμ;

– ΦΩΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Λυπήθηκα και τον Φώτη, όχι μόνο τον Γκράχαμ. Διότι κι εγώ έχω νιώσει να με πνίγει η μητέρα μου, όσο κι αν υπήρξε υπέροχη και απέραντη, επειδή ήταν αντιφατική. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε «είμαι αντιφατικός, άρα απέραντος». Τώρα που σκέφτομαι πως να απαντήσω σ’ αυτή την ωραία ερώτηση, νιώθω πως λυπάμαι περισσότερο τον Γκράχαμ. Ο Φώτης διεκδίκησε την ελευθερία του, αναποδογύρισε κι ένα τραπέζι στρωμένο από τα νεύρα του, έτσι για το γαμώτο, κι ας μην έπραξε όλα όσα θα ήθελε στην πρώτη νιότη του, είτε επειδή ήταν πια αργά, είτε επειδή είχε κουραστεί. Ο Γκράχαμ όμως δεν το έκανε και μάλλον δεν θα το κάνει ποτέ. Ο Γκράχαμ δεν είναι άρρωστος, είναι ανελεύθερος, επειδή δεν διεκδικεί την ελευθερία του. Κουρνιάζει μέσα στην ασφάλεια, δηλαδή στη μεγαλύτερη παγίδα. Πλέκει μαζί με τη μητέρα τον ιστό που τον καθηλώνει. Κλονίζεται, όταν η μητέρα ερωτεύεται κάποιον άλλον, διότι έχει ταυτιστεί με τον ρόλο του, να είναι δηλαδή το υποκατάστατο του πατέρα του. Παρόλα αυτά οι διαταραχές του δεν είναι ασθένεια. Είναι μια ένδειξη πως κάτω από τα πολλά στρώματα του «οιδιπόδειου κόσμου» κάτι σπαρταράει, που θέλει μεγάλη δύναμη, όρεξη, θάρρος για να απελευθερωθεί. Αν ο Γκράχαμ δεν είχε διαταραχές, θα ήταν πραγματικά άρρωστος. Έχει συμπτώματα δυσανεξίας κι αυτό είναι μια αντίδραση που βέβαια δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τη ζωή του. Ούτως ή άλλως όμως ο ομφάλιος λώρος δεν κόβεται ποτέ. Δεν θυμάμαι τώρα ποιος μεγάλος συγγραφέας έλεγε (ή έγραψε) ότι ακόμα κι όταν η μητέρα του ήταν στον τάφο ένιωθε, κάθε φορά που επιδίδετο σε «άσεμνες πράξεις», να κουνιέται το «σχοινί» που τον ένωνε με τη μητέρα του... Εν ολίγοις η νεκρή μητέρα ενημερωνόταν για τις δραστηριότητές του σε απευθείας σύνδεση... Ούτως ή άλλως οι γονείς μας είναι οι ήρωές μας και οι δυνάστες μας.

–Η κοινωνία μας μοιάζει με τον Γκράχαμ;

–Φ.Α.: Όχι. Η κοινωνία μας δεν μοιάζει με τον Γκράχαμ. Ο Γκράχαμ είναι υπερ-ευαίσθητος, αλλά δεν έχει βρει τον τρόπο να διαχειριστεί αυτό το προσόν (διότι περί προσόντος πρόκειται). Η μη σωστή διαχείριση αυτού του θείου δώρου, που σε κάνει να μπορείς να ακούς ακόμα και φωνές, τον εγκλωβίζει στον μικρόκοσμό του, επειδή θέλει να αποφύγει την κοινωνία, στην οποία, και στις πλείστες των περιπτώσεων, κυριαρχούν οι αριβίστες, ασχέτως αν ο Γκράχαμ είναι ίσως «καλύτερος» και ίσως πιο «έξυπνος» από αυτούς.

–Είναι περιθωριακοί τύποι οι ήρωες του Μπένετ ή απλώς ευνουχισμένοι;

– Φ.Α.: Είναι ευαίσθητοι. Αντιλέγουν στην κοινωνία, αλλά αναποτελεσματικά. Μονολογούν και τους ακούει μόνο ο εαυτός τους. Με αυτή τη λογική ναι, είναι ευνουχισμένοι, αλλά επ’ ουδενί περιθωριακοί. Κάθε σπίτι έχει κι έναν από δαύτους ή κάτι λίγο απ’ τη σκιά τους…

«Η κυρία των γραμμάτων»

Σκηνοθεσία: Αλεξία Παπαλαζάρου
Ηθοποιός: Πόπη Αβραάμ

ΑΛΕΞΙΑ ΠΑΠΑΛΑΖΑΡΟΥ: «Στη σκηνοθετική παλέτα χωράνε όλα τα χρώματα. Γιατί η ίδια η ζωή κουβαλά όλα τα χρώματα. Και ο σκηνοθέτης καλείται να πει μια ιστορία από τη ζωή με ό,τι αυτή κουβαλά».

–Αλεξία, πώς κοίταξες την Αϊρήν, ως βαθιά μοναχικό άτομο ή ως προβληματική ύπαρξη;

–ΑΛΕΞΙΑ ΠΑΠΑΛΑΖΑΡΟΥ: Ένα άτομο που ζει βαθιά μοναχικά, χωρίς οικογένεια, φίλους, χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή του δεν μπορεί παρά να καταλήγει μια προβληματική ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να είναι μόνος. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από επαφές, σχέσεις, έρωτα, πάθος... από το «μαζί»! Η Αϊρήν είναι ολομόναχη στο σπίτι-φυλακή της. Βλέπει τη ζωή από το παράθυρο. Μεταφράζει τις εικόνες που βλέπει, όπως η ίδια αντιλαμβάνεται τη ζωή και όχι όπως μπορεί να είναι. Γι’ αυτήν δεν νοιάζεται κανείς, πώς θα νιώσει το νοιάξιμο της μάνας που παρακολουθεί από το παράθυρο για το παιδί της; Ίσως τελικά σημασία έχει όχι τι βλέπουμε αλλά πώς το βλέπουμε! Και όταν αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα τότε ίσως γινόμαστε πιο ανθρώπινοι!

–Ελευθερία, πρέπει, νοσηρότητα, ελπίδα, είναι χρώματα που θα βάζατε στη σκηνοθετική σας παλέτα;

–Α.Π.: Στη σκηνοθετική παλέτα χωράνε όλα τα χρώματα. Γιατί η ίδια η ζωή κουβαλά όλα τα χρώματα. Και ο σκηνοθέτης καλείται να πει μια ιστορία από τη ζωή με ό,τι αυτή κουβαλά. Γιατί έτσι η ζωή που κτίζεις πάνω στη σκηνή θα κουβαλά αλήθεια και θα αφορά αυτόν που παρακολουθεί το έργο. Θα έχει ενδιαφέρον και θα μπορέσει ο θεατής να κοινωνήσει με την ιστορία σου. Άρα ναι, σε όλα τα χρώματα. Και ο καθένας ας επιλέξει το χρώμα που του ταιριάζει ή το χρώμα που πρέπει να πετάξει από τη ζωή του!

–Τι μας διδάσκουν ο Γκράχαμ, η Σούζαν και η Αϊρήν;

–Α.Π.: Τίποτα δεν είναι σε θέση να μας διδάξουν. Να μας παρουσιάσουν τη μίζερη ζωή τους μπας και δούμε τη ζωή με άλλο μάτι. Μπας και καταφέρουμε να ξεφύγουμε από τις φυλακές στις οποίες κλεινόμαστε. Μπας και κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει άλλη φορά. «... η μόνη ευκαιρία που είχα μου δόθηκε» λέει η Αϊρήν. Μπας και προλάβουμε να πούμε «είναι η πρώτη φορά που νιώθω ελεύθερη» πολύ πριν από το δικό μας τέλος!

–Πόπη, η Αϊρήν μήπως ζητάει απεγνωσμένα την προσοχή; Είναι άραγε μια μικρογραφία της κοινωνίας μας;

–ΠΟΠΗ ΑΒΡΑΑΜ: Η Αϊρήν είναι ένα πλάσμα έξυπνο, δραστήριο, γεμάτο ενέργεια και ικανότητες αλλά μοναχικό και αποκλεισμένο από την κοινωνία. Γι’ αυτό γίνεται στρυφνή, ρατσίστρια, περίεργη, αυστηρή, έχοντας μέσα στο μυαλό της μια δική της τάξη πραγμάτων. Όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εξαφανίζονται ως διά μαγείας μόλις ενταχθεί σε ένα σύνολο περιθωριακών έως παραβατικών ανθρώπων. Εκεί βρίσκει το χαμόγελό της, τη γλυκύτητα που πιθανόν ποτέ της να μην ήξερε ότι έκρυβε μέσα της, αναπτύσσει ικανότητες, αποδέχεται ανθρώπους που κάτω υπό άλλες συνθήκες θα έβγαζε συμπεράσματα άρνησης κι απόρριψης, κάνει επιτέλους όνειρα και σχέδια και νιώθει πραγματικά ευτυχισμένη και ελεύθερη.

–Είναι περιθωριακοί τύποι οι ήρωες του Μπένετ ή απλώς ευνουχισμένοι;

–Π.Α.: Δεν θεωρώ πως είναι ευνουχισμένοι οι άνθρωποι του Μπένετ. Θέλουν αγάπη και μια θέση μέσα στην κοινωνία που να τους αξίζει. Δεν τυγχάνουν της μέριμνας από καμιά αρμόδια κρατική αρχή, από κανένα κοινωνικά αποδεκτό σύνολο γιατί εν τέλει το κράτος και η εξουσία είναι που είναι στείρα και ευνουχισμένα και παραμερίζουν και περιθωριοποιούν τους πολίτες τους. Άνθρωποι ικανοί που θέλουν κάποιον να σκύψει και να τους δώσει το χέρι. Αυτό θέλουν οι άνθρωποι του Μπένετ.

«Κρεββάτι ανάμεσα στις φακές»

Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Λάρκου
Ηθοποιός: Πέννυ Φοινίρη

Πέννυ Φοινίρη: «Ευνουχισμένοι ως ένα βαθμό βρίσκονται σε κάποια στιγμή όλοι οι άνθρωποι. Το θέμα είναι να βρεις τη δύναμη να τινάζεις από πάνω σου το καλό παιδί και μαζί του, τις προσδοκίες όλου του κόσμου

–Παναγιώτη, τι θέλησες να αποτινάξει πρώτα η Σούζαν, από πάνω της;

–ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΡΚΟΥ: Τίποτα. Η Σούζαν είναι χρήσιμη, γιατί μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα. Η Σούζαν πνίγεται. Η Σούζαν καταστρέφεται από την καταπίεση ενός χαρισματικού εγωκεντρικού συζύγου. Η Σούζαν πνίγεται στο αλκοόλ. Τη σκοτώνει η ντροπή της για την αναγκαστική λατρεία ενός Θεού στου οποίου την ύπαρξη δεν πιστεύει. Η Σούζαν ντρέπεται να ζήσει. Γι’ αυτό την άφησα στην ησυχία της να πει την ιστορία της. Κάποιες φορές είναι καλύτερο να αφήνεις τους ήρωες στη σκηνή να καταρρέουν με πάταγο. Και εύχεσαι ο θόρυβος της πτώσης τους να λειτουργήσει σαν μικρό, ενοχλητικό ξυπνητήρι.

–Ελευθερία, πρέπει, νοσηρότητα, ελπίδα, είναι χρώματα που θα βάζατε στη σκηνοθετική σας παλέτα;

–Π.Λ.: Το βασικό μου χρώμα είναι η αγάπη για τον άνθρωπο που έχω απέναντι και υπό την ευθύνη μου πάνω στη σκηνή. Και ο σεβασμός στη διάνοια του θεατή που κάθεται στην πλατεία. Αν η παλέτα στρωθεί με αυτό, μπορεί να ανεχτεί πολλά χρώματα. Αρκεί και ο θεατής να σεβαστεί και ο ίδιος τη διάνοιά του και να μη χαρίζει την αγάπη του αποκλειστικά στους χαϊδεύοντες τα ώτα. Θα ήθελα να μην εξαντλούμε την ελευθερία μας στα εύκολα. Θα ήθελα τη νοσηρότητα να την κοιτάμε κατάματα. Θα ήθελα να μην πρέπει να ζούμε για τους άλλους.

–Τι μας διδάσκουν ο Γκράχαμ, η Σούζαν και η Αϊρήν;

–Π.Λ.: Πως πολύς κόσμος είναι ζωντανός. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ζει κιόλας. Αυτό το έγραψα στο χαρτί πριν από αρκετά χρόνια. Περιμένω τη μέρα που θα μπορώ να το διαγράψω.

–Πέννυ, τι ήταν αυτό που απεγκλώβισε τη Σούζαν; Είναι εύκολο τελικά να σπάσουμε τα πρέπει;

–ΠΕΝΝΥ ΦΟΙΝΙΡΗ: Η Σούζαν ως πρόσωπο δεν θεωρώ πως απεγκλωβίζεται στο τέλος. Στο κείμενο το ενδεχόμενο παραμείνει ανοιχτό για να επιλέξει ο θεατής. Όμως προσωπικά θεωρώ πως παραμένει δέσμια της θλιβερής πραγματικότητάς της. Σαν χαρακτήρας η Σούζαν όμως απεγκλωβίστηκε και παρουσιάστηκε σε μένα όταν ανακάλυψα και συνειδητοποίησα τι μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους όταν τους κλέβουμε τη φωνή τους. Όταν δεν τους ρωτάμε και θεωρούμε δεδομένες τις πεποιθήσεις και τις ανάγκες τους. Μπορεί να τους πνίξουμε. Όταν της άφησα χώρο να μου μιλήσει, την άκουσα! Κυριολεκτικά και μεταφορικά (γέλια!)!

–Είναι περιθωριακοί τύποι οι ήρωες του Μπένετ ή απλώς ευνουχισμένοι;

–Π.Φ.: Ο δικός μου χαρακτήρας φαινομενικά δεν είναι περιθωριακός, αντίθετα αναγκάζεται να συμμετέχει σε μια πληθώρα κοινωνικών δραστηριοτήτων. Φαινομενικά είναι μέρος ενός συνόλου. Ευνουχισμένοι ως ένα βαθμό βρίσκονται σε κάποια στιγμή όλοι οι άνθρωποι. Το θέμα είναι να βρεις τη δύναμη να τινάζεις από πάνω σου το καλό παιδί και μαζί του, τις προσδοκίες όλου του κόσμου. Της οικογένειας και της κοινωνίας στην οποία υπάρχεις. Να ζήσεις όπως θες εσύ. Δύσκολο πράγμα. Με επιπτώσεις. Οπότε η Σούζαν μπορεί να είναι γειτόνισσά μου, αλλά ποτέ να μη βρήκα το θάρρος να τη γνωρίσω. Και θα ήθελα να το αποκτήσω αυτό το θάρρος.

Πληροφορίες
«Φωνές» του Άλαν Μπένετ, σε μετάφραση Ερρίκο Μπελιέ. Πρεμιέρα: 13 Νοεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ. Παραστάσεις: Θέατρο ΕΘΑΛ: 14 & 28 Νοεμβρίου, ώρα 6:30 μ.μ. 26 & 27 Νοεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ. Θέατρο Δέντρο (Λευκωσία): 16, 17, 18 & 19 Νοεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ. Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου: 20 Νοεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση