ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ύστατο χαίρε στην Έρση Μόντη

Αποχαιρετήσαμε πρόσφατα στο τελευταίο της ταξίδι την Έρση Μόντη, σύζυγο, σύντροφο ζωής και μούσα του μεγάλου Κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Του Μιχάλη Πιερή

Αποχαιρετήσαμε πρόσφατα στο τελευταίο της ταξίδι την Έρση Μόντη, σύζυγο, σύντροφο ζωής και μούσα του μεγάλου Κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη. Ένας ζεστός και τίμιος άνθρωπος παλιάς κοπής, με σπάνιο ήθος, πηγαία ευγένεια και βαθιά αξιοπρέπεια, η κυρία Έρση έφυγε ήσυχα στον ύπνο της, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 98 της χρόνια, για να σταθεί και πάλι δίπλα στον Κωστάκη της με τον οποίο είχε συνδέσει τη ζωή της από το 1942 όταν αρραβωνιάστηκαν.

Μια στιβαρή, πλην διακριτική παρουσία, πάντα πρόσχαρη και ευγενική, η κυρία Έρση υπήρξε πράγματι ο στύλος της οικογένειας Μόντη, η πρώτη αναγνώστρια και κριτής της ποίησης του πολυαγαπημένου της συζύγου, στοργική μάνα για τα τέσσερα παιδιά τους, αλλά και άνθρωπος καλλιεργημένος, με λεπτή παρατηρητικότητα και ανεξάρτητη άποψη στα πνευματικά την οποία ο Μόντης, διόλου τυχαία, πάντα λάμβανε υπόψη.

Η οικογένεια Μόντη το 1955

Την κυρία Έρση τη γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε μια από τις συναντήσεις μου με τον ποιητή με τον οποίο είχα ήδη αναπτύξει μια σχέση σεβασμού και αλληλοεκτίμησης (υπάρχουν στο Αρχείο μου αρκετές σημαντικές επιστολές του). Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν στο Αρχείο Καβάφη δίπλα στον δάσκαλό μου Γ. Π. Σαββίδη και αγαπητό φίλο του Μόντη και ετοίμαζα μια μελέτη για τους Κύπριους επιστολογράφους του Καβάφη, την οποία παρουσίασα στο Β’ Κυπρολογικό Συνέδριο τον Απρίλιο του 1982 και αργότερα την εξέδωσα σε ανεπτυγμένη μορφή υπό τον τίτλο «Ο Καβάφης και η Κύπρος» («Από το μερτικόν της Κύπρου», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα: 1991). Ανάμεσα στους οκτώ επιστολογράφους των οποίων οι επιστολές σώζονταν στο Αρχείο Καβάφη, υπήρχε μία γυναίκα από τη Μόρφου, η Αγγελική Χριστοπούλου, η μοναδική όσο ξέρω γυναίκα που αλληλογράφησε εκείνη την εποχή με τον Καβάφη, για την οποία, περιέργως, δεν έβρισκα κανένα στοιχείο. Η επιστολή της φανέρωνε μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα για τα δεδομένα της Κύπρου της δεκαετίας του 1920, μαρτυρούσε μιαν ουσιαστική και όχι περιστασιακή γνωριμία με τον Καβάφη (τον οποίο γνώρισε και προσωπικά στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια), ενώ την επαφή της με τον Καβάφη επιβεβαιώνουν και οι αυτόγραφοι κατάλογοι διανομής των ποιητικών Συλλογών του Καβάφη όπου η Αγγελική Χριστοπούλου εμφανίζεται ανάμεσα στους παραλήπτες. Παρ’ όλα αυτά, πενήντα χρόνια μετά όταν προσπαθούσα να εντοπίσω στοιχεία που να την αφορούν, κανείς δεν φαινόταν να τη γνώριζε.

Μια μέρα, ωστόσο, που βρισκόμουν στο σπίτι των Μόντηδων και κουβεντιάζαμε για διάφορα ζητήματα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου, ανέφερα το όνομά της με την ελπίδα ότι ίσως ο Μόντης κάτι θα ήξερε. Τότε πετάχτηκε η κυρία Έρση και μου είπε μ’ ενθουσιασμό: «Μα είναι η θεία μου, Μιχάλη! Θα σου πω εγώ ό,τι θέλεις γι’ αυτήν». Και άρχισε να αραδιάζει ένα σωρό, πολύ σημαντικές λεπτομέρειες που αφορούσαν τη ζωή και την πνευματική της δράση, τις οποίες έχω συνοψίσει στη μελέτη που μνημόνευσα πιο πάνω για τους αλληλογράφους του Καβάφη και στην οποία εκφράζω την οφειλή και τις ευχαριστίες μου στην κυρία Έρση. Εκείνη τη μέρα πάντως και όπως ήταν φυσικό, η κουβέντα μας κόλλησε στον Καβάφη και στη σχέση του με την Κύπρο. Ο Μόντης έκανε ορισμένα πολύ σημαντικά σχόλια, όπως για παράδειγμα οι κυπριωτισμοί που υπάρχουν στην ποιητική γλώσσα του Αλεξανδρινού, μια συζήτηση στην οποία η κυρία Έρση συνέβαλε μ’ εύστοχες παρατηρήσεις. Εκεί κατάλαβα ότι η Έρση Μόντη δεν ήταν απλά η αφοσιωμένη σύζυγος ενός μεγάλου ποιητή που τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και τον εκτιμούσε βαθύτατα. Έκανα μάλιστα τη σκέψη ότι ίσως η γνωριμία του Μόντη με την ποίηση του Καβάφη, μια γνωριμία καθοριστική για τη συγκρότηση της ποιητικής του τέχνης, όπως ο ίδιος το έχει σημειώσει, θα είχε κάποια, έστω μακρινή, σχέση με αυτή τη σύνδεση μέλους της οικογένειας προς το πρόσωπο του Καβάφη, αλλά (και καθόλου απίθανο) και μέσα από κάποια γνώση για τις δύο χειροποίητες Συλλογές του Αλεξανδρινού που φύλαγε η θεία της κυρίας Έρσης.

Αργότερα είχα κι άλλες ευκαιρίες να επιβεβαιώσω ότι η κυρία Έρση ήταν πραγματική σύντροφος του ποιητή στη ζωή αλλά και στις πνευματικές αναζητήσεις του. Του πρόσφερε το περιβάλλον για να γράφει την ποίησή του, τον στήριζε στο δημοσιογραφικό και εκδοτικό έργο του, τον συντρόφευε στις ποιητικές βραδιές, ήταν διπλά του στις τελετές βράβευσης όταν η ποίησή του άρχισε να λαμβάνει την αναγνώριση που της αξίζει, μοιραζόταν τις ανησυχίες του, το βάρος της ευθύνης που ένιωθε απέναντι στον τόπο του, τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του. Με το χαμόγελο που δεν έφευγε από τα χείλη της, υποδεχόταν στο πάντα περιποιημένο και συγυρισμένο σπίτι της όλους όσοι επισκέπτονταν τον ποιητή όσο ζούσε και όλους εκείνους που συνέχισαν να τον σέβονται και να εκτιμούν την προσωπικότητα και το έργο του μετά τον θάνατό του πριν 17 χρόνια.

Το ζεύγος Μόντη στη βεράντα του σπιτιού τους

Από το 2004 όταν ο Μόντης έφυγε από τη ζωή, έχω στείλει συστημένους στο σπίτι της στον Άγιο Δομέτιο πολλούς φοιτητές μου, ερευνητές και ξένους μεταφραστές του έργου του Μόντη και η κυρία Έρση ήταν πάντα πρόθυμη να τους υποδεχτεί, να τους κεράσει καφέ και να κουβεντιάσει μαζί τους για τον ποιητή, για τα χρόνια που έζησε μαζί του και για τη ζωή γενικά. Με ορισμένους μάλιστα ανέπτυξε μια πιο μακροχρόνια σχέση.

Προσωπικά, όσο ζούσε ο Μόντης, είχα πολλές φορές την τιμή να καθίσω στο τραπέζι της με το υπέροχο παραδοσιακό ψητό που έφτιαχνε και να εκτιμήσω εκείνη τη λεπτή χημεία που υπήρχε μεταξύ τους, αλλά και την οξυδέρκεια των διακριτικών παρατηρήσεών της σε φιλολογικά θέματα. Στις συναντήσεις εργασίας που είχαμε με τον ποιητή γύρω από το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Η Λέξη» (1996), την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου (1997), την υποψηφιότητά του για το Βραβείο Νόμπελ (1998), την παρουσίαση του έργου του στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα (1999), το ανέβασμα της «Λυσιστράτης» από το Θ.Ε.ΠΑ.Κ. (2000), η κυρία Έρση ήταν πάντα παρούσα, η διακριτική φροντίδα της έφτιαχνε την ατμόσφαιρα χωρίς να διακόπτει ή να παρεμβαίνει.

Η Έρση Μόντη και ο ποιητής στην τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου, το 1997

Καθόταν στην πρώτη σειρά στην τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1997, αλλά και στην πρεμιέρα της «Λυσιστράτης» το 2000 στην Αξιοθέα. Στάθηκε στοργικά στο πλάι του στην τελευταία συνάντησή μας τον Νοέμβριο του 2003, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, όταν —αισθανόμενος ίσως το επικείμενο τέλος— μας κάλεσε με τον Μιχάλη Πασιαρδή για να μας δει.

Όταν το 2005, ένα χρόνο μετά την αποδημία του αγαπημένου συζύγου της, η Φιλοσοφική Σχολή και το Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου διοργάνωσαν ένα μεγάλο Διεθνές Συμπόσιο για να τιμήσουν τον Κώστα Μόντη, η κυρία Έρση ήταν και πάλι παρούσα – σταθερός υποστηρικτής και φύλακας της μνήμης και της πνευματικής του παρακαταθήκης.

Τώρα η σκυτάλη περνά στα παιδιά και στα εγγόνια της. Οδηγός τους ας είναι τα στοχαστικά λόγια της ίδιας της Έρσης Μόντη σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε στον «Πολίτη» πριν από δύο χρόνια:

«Το μυστικό της μακροζωίας είναι να μπορείς να αφήνεις τη συνείδησή σου ήσυχη. Καθαρή. Να πράττεις πάντα σύμφωνα με τη συνείδησή σου, την οποία πρέπει να ελέγξεις. Αν την ανέχεσαι, κάν’ το κι άλλες φορές. Αν δεν την ανέχεσαι, μην το ξανακάνεις. Αν σε αναστατώνει και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς σημαίνει πως κάτι έκανες λάθος. Πρόσεξε. Επιβλήσου στον εαυτό σου και μην το ξανακάνεις. Μόνο έτσι θα ελευθερωθείς. Είναι μια Λερναία Ύδρα η συνείδηση που σε κρατά με σιδερένια χέρια.»

Καλό παράδεισο, “Δροσούλλα”!

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση