ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κατάθεση ψυχής από άτομα που γνώριζαν την Γιαννούλα του «Ματθαίου»

Ήταν η ψυχή και η φωνή του μαγειρείου

Της Ιωάννας Κυριάκου

Φτωχότερη είναι πλέον η παλιά Λευκωσία αφού έφυγε από τη ζωή η Γιαννούλα του «Ματθαίου», μαγείρισσα και σύζυγος του ιδιοκτήτη του ομώνυμου μαγειρείου, το οποίο βρίσκεται δίπλα από την εκκλησία της Φανερωμένης και έχει ιστορία χρόνων, και συγκεκριμένα από το 1975. Πελάτες απ' όλη τη Λευκωσία απολάμβαναν για χρόνια μαγειρευτά φαγητά της κατσαρόλας και παραδοσιακές γεύσεις από τα χέρια της Γιαννούλας, με άτομα που την γνώριζαν να μοιράζονται, από την ώρα που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου της, στιγμές που πέρασαν μαζί και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως ήταν η φωνή του μαγειρείου και πως η πόλη χωρίς αυτήν δεν θα είναι ποτέ η ίδια.

Το μαγειρείο «Ματθαίος». 

Ο Γιώργος Καλογήρου, μουσικός στην Παλιά Λευκωσία, λέει στην «Κ»:

Ο μουσικός, Γιώργος Καλογήρου.

Θυμάμαι την κ. Γιαννούλα χρόνια πριν. Το μαγειρείο του «Ματθαίου» ήταν πάντα το καταφύγιο μου κυρίως την περίοδο που έγραφα τον πρώτο μου δίσκο και περπατούσα πολύ στην παλιά πόλη. Η παλιά πόλη, η Γιαννούλα και ο Ματθαίος, και γενικά το συγκεκριμένο σημείο ήταν ένα σημείο αναφοράς για μένα. Νομίζω αυτό ίσχυε για πάρα πολλούς από εμάς. Τα τελευταία τρία χρόνια που έμενα στην παλιά πόλη, το σπίτι μου βρισκόταν απέναντι, ήταν μια καθημερινή επαφή, ήταν το καλημέρα μου και είχαμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με όλη την οικογένεια. Εκεί δούλευαν και τα παιδιά τους, ο Μιχάλης, μέχρι που έκανε την οικογένεια του και πήγε στην Λάρνακα, και η Αθηνούλα, η μεγάλη η κόρη, η οποία είναι ως της ώρας εκεί. Η Γιαννούλα κατάγεται από την Λεμύθου, ένας λαϊκός και γλυκύτατος άνθρωπος που κουβαλά μέσα του όλη αυτή την παράδοση. Ήταν σαν τη μάνα μας. Μιλούσε μαζί μας, συζητούσαμε τα θέματά μας, λέγαμε τα προσωπικά μας. Ήταν στήριγμα με πολλούς τρόπους. Ήταν ο Ματθαίος ο οποίος δούλευε εκεί από τις τέσσερις το πρωί και ήταν και η Γιαννούλα η οποία ήταν το μέσα - έξω. Ήταν η ψυχή, η έξω φωνή της κουζίνας. Της είχα πολλή αγάπη. Και η ίδια όταν ήμουν στο ΡΙΚ άκουγε την εκπομπή μου και όταν επέστρεφα σπίτι μου πάντα περνούσα για να μου πει αν της άρεσε ή όχι. Με είχε σαν παιδί της, όλους μας είχε. Μου είναι απίστευτο ότι θα περάσω από εκεί και θα λείπει. Το μαγειρείο είναι σημείο αναφοράς για πολλούς από εμάς. Κράτησε τον χαρακτήρα του από τότε. Δεν άλλαξε τίποτα. Πήγαινα πολλές φορές και για πρωινό εκεί, είχαν κόσμο και καθόμασταν και λέγαμε ολόκληρες ιστορίες. Επίσης, μέσα στην πανδημία, όταν δεν είχε τίποτα ανοικτό, μπορούσε να περάσουμε από εκεί και να πιάσουμε ένα πιάτο φαΐ. Με τα προβλήματα υγείας που απέκτησε στη συνέχεια είχαμε έγνοια πολλή. Ήταν η μάνα μας.

Η Άννα Μαραγκού, ιστορικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας, γράφει στα ΜΚΔ:

Η ιστορικός, Άννα Μαραγκού. 

Από εμάς όλους κυρία Γιαννούλα. Γιατί η Λευκωσία δίχα σου δεν θα είναι ποτέ η ίδια, εσένα, του Ματθαίου, της Αθηνάς, των πουλιών και των φκιόρων που άγγιζαν τον Μισιρίκο…εκεί μαζί του καθημερινά, στη σκιά της Φανερωμένης, όλα να μας θυμίζουν ότι μια πόλη είναι οι άνθρωποί της. Όλοι οι άνθρωποι, που άραζαν κοντά σου. Ξέρουμε από τι διάβηκες τελευταία, ξέρουμε για τις εξώσεις και τη γενναία σου αντίσταση, αλλά ξέρουμε και για την οικονομική ανάπτυξη, τα όνειρα των επιχειρηματιών, τις προσόψεις, και τα ταχυφαγεία…Άδικα ψάχνουμε οι αιθεροβάμωνες τα παιδιά που έφυγαν και των οποίων οι φωνές ζωντάνευαν την αυλή της Φανερωμένης. Ξέρουμε Γιαννούλα πώς όλα θα αλλάξουν, ότι οι πόλεις του μέλλοντος -και η δική μας- δε θα είναι οι άνθρωποί της αλλά τα κτίρια και όσα αυτά επιφέρουν στους ολίγους, η τεχνητή νοημοσύνη, τα λούσα και τα φτιασίδια σε μια πόλη που κυριολεκτικά δε τα χρειάζεται. Εμείς όλοι και όλες που μας φρόντισες και μας γνοιάστηκες, κρατούμε το πέρασμα, την κουβέντα και το χαμόγελό σου, τα κουπέπια, τα χταπόδια, τα κοκκινιστά κολοκάσια με το σέλινο, τα λουβκιά με τα λάχανα, τα κουτσιά…τα οφτά…τα πουρέκια και το συροπιαστό καλό πράμα που μας έφερνες στο τέλος κάθε γεύματος παρέα με τα νέα της πόλης... Μυρωδιές και γεύσεις δικές μας. Κρατούμε τον Ματθαίο με την ποδιά του πίσω στην κουζίνα, την Αθηνούλα να τρέχει να μας φέρνει αυτά που εσύ ετοίμασες, τα ορεκτικά με το φρέσκο ψωμί με την ατσίδα, το ρεπανάκι, τα φρέσκα κρεμμυδάκια και ότι είχε φρέσκο το παζάρι. Κρατούμε και νοσταλγούμε την ανθρωπιά της πόλης μας, τα συναπαντήματά μας τον χειμώνα με εκείνον τον κόσμο της Χώρας που ήξερε και εκτιμούσε τη ζεστασιά του εσωτερικού χώρου με τις φωτογραφίες μιας άλλης εποχής, τα καλοκαίρια με τα τραπεζάκια έξω, τα τιτιβίσματα από τα πουλιά, τη σκιά του Μισιρίκου…Κρατούμε και ευγνωμονούμε ότι εσύ και η οικογένειά σου σταθήκατε βράχοι στην πόλη αυτή που πέρασε από δύσκολα…δούλεψες όλη τη ζωή σου, και συχνά θυμάμαι τη Νίκη όταν περνούσε πρωί πρωί και σου έλεγε χαμογελώντας ότι «μόνο οι πελλοί τζαι τα ρολόγια δουλεύκουν έτσι ώρα». Από όλους μας.

Άλλες αναρτήσεις στα ΜΚΔ:

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ιωάννας Κυριάκου

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση