ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τέλος το πάρτι του φθηνού χρήματος

Ξεκινάει η αύξηση επιτοκίων από ΕΚΤ, δέσμευση για συγκράτηση των spreads

Kathimerini.gr

Ήταν Μάρτιος του 2015, όταν η ΕΚΤ πραγματοποίησε τις πρώτες αγορές ομολόγων από εμπορικές τράπεζες, κάνοντας πράξη το εμβληματικό «whatever it takes» (για να σωθεί το ευρώ) που είχε πει το 2012 ο τότε πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι. Επτά χρόνια και τρεις μήνες αργότερα, την περασμένη Πέμπτη, η διάδοχος του πρωθυπουργού –πλέον– της Ιταλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, κήρυξε τη λήξη της αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής, η οποία επιστρέφει στις ρίζες της, στη συγκράτηση των τιμών. Τέλος οι νέες αγορές ομολόγων, ζήτω οι αυξήσεις επιτοκίων. Οι μηχανές εκτύπωσης ευρώ θα δουλεύουν στο ρελαντί και οι οικονομίες της Ευρωζώνης, «κακομαθημένες» επί μία επταετία σε άφθονη και φθηνή ρευστότητα, θα πρέπει να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες του λιγότερου και ακριβότερου χρήματος.

Το 2015 η Ελλάδα δεν μπήκε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γιατί φλέρταρε με την ιδέα να βγει από το ευρώ. Χρειάστηκε ένα παγκόσμιο lockdown κι ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ για να συμμετάσχει, σχεδόν λαθραία και μόλις το 2020, στο πάρτι με τα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα. Ωστόσο, θα χρειαστεί και αυτή να προσαρμοστεί, αφού λόγω της άφθονης ρευστότητας στις αγορές και παρά τη χαμηλή πιστοληπτική της αξιολόγηση, μπόρεσε κάποιες στιγμές να δανειστεί ακόμη και με αρνητικά επιτόκια, και να δαπανήσει 46 δισ. ευρώ επιπλέον σε δύο χρόνια, σε μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας. Οι περίπατοι στις αγορές είναι παρελθόν. Η πρόσβαση θα είναι δυσκολότερη και ακριβότερη, το δυσθεώρητο χρέος θα αρχίσει και πάλι να βαραίνει, όπως και η αδυναμία της να φτάσει σε επενδυτική βαθμίδα πριν οι οίκοι αξιολόγησης αρχίσουν να βλέπουν ότι ο πολιτικός κύκλος κλείνει. Μια μικρή γεύση των δυσκολιών ήταν η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων –του 10ετούς πέρασε το 4%– αμέσως μετά τις ανακοινώσεις της κ. Λαγκάρντ την Πέμπτη. Κατά τη Société Générale, το επίπεδο του 4% είναι κρίσιμο για την Ελλάδα καθώς πέραν αυτού το κόστος εξυπηρέτησης αρχίζει να αποσταθεροποιεί τον δείκτη χρέους. Και αν φέτος, λόγω του υψηλού πληθωρισμού αυτό δεν θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό, δεν θα είναι το ίδιο τον επόμενο χρόνο, όταν ο πληθωρισμός θα είναι χαμηλότερος.

Ωστόσο, δεν θα είναι το κράτος που θα ταλαιπωρηθεί πρώτο και περισσότερο από την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, μια και το δημόσιο χρέος είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του στα χέρια επίσημων πιστωτών-θεσμών της Ε.Ε. – πολύ μεγάλης διάρκειας και με πολύ χαμηλό επιτόκιο. Ολα αυτά συγκρατούν το συνολικό κόστος εξυπηρέτησής τους.

Επιπλέον η ΕΚΤ επαναβεβαίωσε την ετοιμότητά της να παρέμβει σε περίπτωση «κατακερματισμού της αγοράς». Πίσω από τη σκόπιμα αόριστη διατύπωση, κρύβεται η ανησυχία να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος δανεισμού για κάποια κράτη-μέλη σε σχέση με τα υπόλοιπα. Και ο κίνδυνος είναι υπαρκτός κυρίως για την Ελλάδα και την Ιταλία. To spread, η διαφορά απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών 10ετών τίτλων, διαμορφώθηκε την Πέμπτη στις 263 μονάδες βάσης, όταν τον Αύγουστο είχε βρεθεί κάτω από τις 100 μ.β. Παραμένει πάντως σημαντικά χαμηλότερο από τον Μάρτιο του 2020 (πριν αρχίσει το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ κατά της πανδημίας) όταν είχε ξεπεράσει τις 400 μ.β. Οι τελευταίες έξοδοι της Ελλάδας στις αγορές ήταν επίσης πολύ ακριβότερες από τις αντίστοιχες του 2020-2021. Την προηγούμενη εβδομάδα, το επιτόκιο στη δημοπρασία των εντόκων 52 εβδομάδων του Ελληνικού Δημοσίου ήταν θετικό (+0,83%) για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2020, όταν στα τέλη του 2021 είχε φτάσει το ιστορικό χαμηλό του -0,4%.

Πάντως, το κόστος δανεισμού όλων των κρατών έχει πάρει την ανιούσα. Η αξία των ομολόγων διεθνώς που έχουν αρνητικές αποδόσεις διαμορφώνεται πλέον αρκετά κάτω από τα 2 τρισ. δολάρια, έναντι 18,5 τρισ. δολ. όταν είχαν κορυφωθεί στα τέλη του 2020, ενώ κανένα 10ετές ομόλογο δεν έχει αρνητική απόδοση. Πλέον, στην Ευρωζώνη, αρνητικά επιτόκια φέρουν τα έντοκα διάρκειας έως 6 μηνών μόλις, και αυτά σε Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία.

Αντίθετα, πιο εκτεθειμένα είναι ο ιδιωτικός τομέας, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Και τα νέα δάνεια για επενδύσεις και κατανάλωση θα είναι ακριβότερα, αλλά και υφιστάμενα δάνεια 150 δισ. ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο θα ανατιμολογούνται αυτόματα κάθε φορά που η ΕΚΤ θα αυξάνει τα επιτόκια. Από τον Ιούλιο φέτος έως το τέλος του 2023 και με την εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 100-150 μονάδες βάσης, οι τράπεζες προσβλέπουν σε επιπλέον κέρδη 1 δισ. ευρώ. Αυτό είναι το επιπλέον καθαρό ποσό που θα πρέπει να καταβάλουν οι δανειολήπτες για την εξυπηρέτηση των δανείων τους. Γιατί θα ωφεληθούν ως καταθέτες, αλλά πολύ λιγότερο και αρκετά αργότερα. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, τα επιτόκια καταθέσεων θα αρχίσουν να αυξάνονται αφού το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ από τα αρνητικά σημερινά επίπεδα, φτάσει το +0,5%. Το επιχείρημα είναι πως οι τράπεζες δεν επέβαλαν αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις τα χρόνια της ποσοτικής χαλάρωσης.

Οι μεγαλύτερες δόσεις, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος εξαιτίας του πληθωρισμού, θα οδηγήσουν σε νέα κόκκινα δάνεια. Πιο επικίνδυνα θεωρούνται αυτά που ρυθμίστηκαν κάποια στιγμή, παρά εκείνα που δόθηκαν μετά την κρίση με αυστηρότερα πιστοδοτικά κριτήρια.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση