ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Γ. Εισαγγελέας: Οφείλει ο ΥΠΟΙΚ να διεξαγάγει πειθαρχική έρευνα για την Σάββια

Η απάντηση του Κώστα Κληρίδη στην επιστολή του Χάρη Γεωργιάδη

ΚΥΠΕ

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή, ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα τότε η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως να διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και αυτό ασφαλώς ισχύει σε σχέση με όλες τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγονται υπάλληλοι οι οποίοι ενδεχομένως παραβίαζαν και /η παραβιάζουν τη νομοθεσία, απαντάει ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης στον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη σε επιστολή του την οποία και δίνει στη δημοσιότητα.

«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 81(1)(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή, ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, όχι από τα περιλαμβανόμενα στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, τότε η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως να διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 83», αναφέρεται στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα.

Αυτό ασφαλώς, προστίθεται, «ισχύει και εφαρμόζεται σε σχέση με όλες τις αρμόδιες αρχές, στις οποίες υπάγονται υπάλληλοι, οι οποίοι ενδεχόμενα να παραβίαζαν και/ή παραβιάζουν τη νομοθεσία».

Ο Κώστας Κληρίδης αναφέρει στον κ. Γεωργιάδη ότι «παρόλον ότι στην επιστολή σας δεν αναφέρεστε σε οποιεσδήποτε συγκεκριμένες διαπιστώσεις σας οι οποίες εξάγονται από την έρευνά σας και/ή από τη γενόμενη καταγγελία, εντούτοις, διαφαίνεται το συμπέρασμα, ότι η συγκεκριμένη λειτουργός μέχρι την τροποποίηση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου κατά το 2015, τελούσε σε παράβαση του Νόμου».

Σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα «ορθά ερμηνευόμενος και εξεταζόμενος» ο νόμος του 2015 δεν μπορεί παρά να οδηγεί στα συμπεράσματα ότι «ο λόγος για τον οποίο αυτός ο νόμος δεν κάνει μνεία και δεν προνοεί για μεταβατικές ή άλλες διατάξεις, για υπαλλήλους που κατείχαν κομματικό αξίωμα κατά την ημερομηνία που αυτός τέθηκε σε ισχύ, δεν μπορεί να είναι άλλος, παρά το γεγονός ότι, αν κάποιοι υπάλληλοι κατείχαν τέτοιο αξίωμα κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, το κατείχαν παράνομα».

Και το κατείχαν παράνομα, προσθέτει, «επειδή με βάση το νόμο όπως ίσχυε μέχρι τότε, κανένας υπάλληλος εδικαιούτο να κατέχει οποιοδήποτε κομματικό αξίωμα με ή χωρίς άδεια αρμόδιας αρχής».

Ο νέος νόμος του 2015, συνεχίζει, «εισήγαγε για πρώτη φορά το δικαίωμα υπαλλήλου όπως κατέχει και κομματικό αξίωμα σε πολιτικό κόμμα».

Δεν θα αναμένετο επομένως, αναφέρει ο κ. Κληρίδης, «να κάνει αναφορά σε όποιους υπαλλήλους ενδεχόμενα να κατείχαν τέτοιο αξίωμα από προηγουμένως, καθ΄ ην στιγμή αν κατείχαν, παράνομα το κατείχαν».

Ο νέος νόμος, συμπληρώνει, «δεν μπορούσε παρά να αναφέρεται σε διαδικασία εξασφάλισης άδειας από υπαλλήλους για να κατέχουν κομματικό αξίωμα, από τη χρονική στιγμή που δια νόμου επιτράπηκε κάτι τέτοιο και εντεύθεν, χωρίς ασφαλώς να προνοεί οτιδήποτε για όσους ενδεχόμενα παρανομούσαν».

«Τυχόν δε ερμηνεία του νέου νόμου του 2015 σύμφωνα με την οποία όσοι κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από τη θέσπισή του, οι οποίοι παραβίαζαν την προϋπάρχουσα νομοθεσία που δεν επέτρεπε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες την κατοχή κομματικού αξιώματος, μετά που αυτό επιτράπηκε μόνο με άδεια της αρμόδιας αρχής, αυτοί οι υπάλληλοι θα δικαιούνται να συνεχίζουν να κατέχουν το αξίωμά τους, και δεν υποχρεούνται ούτε καν να υποβάλουν αίτηση για άδεια, θα οδηγούσε (μια τέτοια τυχόν ερμηνεία) στα πλέον παράλογα αποτελέσματα, σε πλήρη αδυναμία αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και σε επιβράβευση ή νομιμοποίηση της παρανομίας», επισημαίνει.

Υπ΄αυτές τις συνθήκες, αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας στην επιστολή του, «είναι αδύνατο να ερμηνευθεί ο νόμος τούτος ως επιτρέπων μετά την έναρξη της ισχύος του, σε οποιοδήποτε υπάλληλο μισθολογικής κλίμακας Α8 ή ανώτερης, να κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς άδεια».

Είναι επομένως καθαρό το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον ίδιο, «ότι υπάλληλος ο οποίος κατείχε κομματικό αξίωμα οποτεδήποτε στη χρονική περίοδο 1991-2015, παραβίαζε την κείμενη νομοθεσία, και αν ο ίδιος, ευρισκόμενος στη μισθολογική κλίμακα Α8 ή ανώτερη συνεχίζει μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Νόμου του 2015 να κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς να εξασφαλίσει άδεια της αρμόδιας αρχής, θεωρείται ότι συνεχίζει να παραβιάζει το νόμο».

«Αυτές οι παραβιάσεις της νομοθεσίας, χωρίς αμφιβολία συνιστούν λόγους έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 81(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90», προσθέτει.

Παρά ταύτα, αναφέρει σε άλλο σημείο της επιστολής του στον Υπουργό Οικονομικών ο κ. Κληρίδης, «όπως αναφέρετε στην επιστολή σας, καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν λόγοι για διορισμό ερευνώντος λειτουργού για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από τη συγκεκριμένη λειτουργό, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η κατοχή κομματικής θέσης από δημόσιους υπαλλήλους ήταν διαχρονικά γνωστή στις αρχές και γινόταν ανεκτή».

«Λυπούμαι που θα διαφωνήσω πλήρως με αυτή την προσέγγιση, αλλά και τη διαπίστωση», σημειώνει.

Αρκεί μόνο να αναφερθεί, συνεχίζει, «ότι με την εγκύκλιο–επιστολή του ημερ. 16.7.2013, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, είχε απευθυνθεί σε όλους τους Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργείου Οικονομικών και εφιστούσε την προσοχή όλων στην απαγόρευση και στο ασυμβίβαστο της κατοχής κομματικού αξιώματος από δημόσιους υπαλλήλους και επειδή διαπίστωνε από πληροφορίες ότι αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι κατείχαν τέτοια αξιώματα, καλούσε τις αρμόδιες αρχές, και τη δική σας “… όπως μεριμνήσετε για την εξάλειψη του φαινομένου αυτού και, πιο συγκεκριμένα, για την εφαρμογή του άρθρου 71 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.”».

«Εάν επομένως επιδείχθηκε οποιαδήποτε ανοχή, μετά μάλιστα την επίστηση της προσοχής από το Γενικό Εισαγγελέα, αυτή επιδείχθηκε από τις αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένου του Υπουργείου Οικονομικών», προσθέτει.

Δεν νομιμοποιείται επομένως μετέπειτα, αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας, «οποιαδήποτε αρμόδια αρχή να επικαλείται την επίδειξη της όποιας δικής της ανοχής σε παραβίαση νόμου, για να μην προχωρήσει σε έρευνα εναντίον υπαλλήλου της».

«Εάν ο ίδιος ο υπάλληλος, στο πλαίσιο πειθαρχικής δίωξης επιθυμεί να θέσει τέτοιο θέμα, θα μπορεί εκείνος να το εγείρει για να εξετασθεί», προσθέτει, σημειώνοντας παράλληλα ότι «εν πάση δε περιπτώσει, η επίδειξη ανοχής δεν δίδει δικαιώματα στον διοικούμενο» και παραθέτει σχετική νομολογία.

Περαιτέρω, αναφέρει, «οποιοδήποτε τυχόν επιχείρημα εγείρεται, σύμφωνα με το οποίο, η εκτελεστική εξουσία και οι αρμόδιες αρχές – Υπουργεία αποφάσισαν, αντί να εφαρμόσουν τη νομοθεσία, δύο χρόνια μετά να τροποποιήσουν τη νομοθεσία, και να επιτρέψουν την κατοχή κομματικού αξιώματος από δημόσιους υπαλλήλους και πάλιν τούτο δεν είναι λόγος άρνησης άσκησης πειθαρχικής διαδικασίας».

Δίνει δύο λόγους προς αυτό:

«α. Επειδή η τροποποίηση του νόμου κατά το 2015, δεν αίρει και δεν μπορούσε να άρει οποιαδήποτε παραβίαση του ισχύοντος μέχρι τότε νομοθετικού καθεστώτος και,

β. Επειδή, όπως έχω εξηγήσει προηγουμένως, και μετά το 2015 συνεχίζει η παραβίαση της νομοθεσίας από οποιοδήποτε υπάλληλο ο οποίος κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς καμιά άδεια, αν αυτός κατέχει μισθολογική κλίμακα Α8 ή ανώτερη».

Τελικά δε, προσθέτει ο κ. Κληρίδης στην επιστολή του, «το γεγονός ότι ενδεχόμενα και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι να κατείχαν και/ή να κατέχουν κομματικό αξίωμα, είτε ενώ τούτο απαγορεύετο πριν το 2015 ή/και χωρίς την απαιτούμενη άδεια μετά το 2015, σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά λόγο για μη έναρξη πειθαρχικής διερεύνησης εναντίον υπαλλήλου».

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση