ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Συνταγματικός ο νόμος της Βουλής για το Ασυμβίβαστο

Ομόφωνη η απόφαση του Ανωτάτου δικαστηρίου

ΚΥΠΕ

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε σήμερα ομόφωνα ότι ο νόμος της Βουλής για το ασυμβίβαστο των κρατικών αξιωματούχων είναι συνταγματικός, κρίνοντας ότι θα ήταν τουλάχιστον απαράδεκτο, από την άποψη των δημοσίων ηθών και αντιδεοντολογικό, αξιωματούχοι του κράτους που αναφέρονται στο νόμο να ασκούν ταυτόχρονα και τις δραστηριότητες που καθορίζονται στο άρθρο 3 του βασικού νόμου.

Ο νόμος με τίτλο «Ο περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με αναφορά του στο Ανώτατο.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητούσε με την αίτηση του, την οποία καταχώρησε μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, γνωμάτευση από το Ανώτατο κατά πόσον ο νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 35 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.

Η απόφαση του Ανωτάτου ήταν ομόφωνη, ωστόσο δόθηκαν δύο γνωματεύσεις με διαφορετικό σκεπτικό. Με τη γνωμάτευση της πλειοψηφίας συμφώνησαν οι οκτώ δικαστές από το σύνολο των 13 δικαστών του Ανωτάτου και με τη γνωμάτευση της μειοψηφίας οι υπόλοιποι πέντε δικαστές.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, σκοπός του νόμου είναι η ρύθμιση του θέματος του ασυμβίβαστου, δηλαδή της σύγκρουσης συμφερόντων στην περίπτωση που, στο πρόσωπο κάποιου κατονομαζόμενου Αξιωματούχου, συντρέχουν οι ιδιότητες ή διενεργούνται οι δραστηριότητες που καθορίζονται στο άρθρο 3 του βασικού Νόμου. Με το νόμο δεν προστίθεται οτιδήποτε στο βασικό νόμο αλλά διαγράφονται απ΄ αυτόν δύο επιφυλάξεις-εξαιρέσεις.

Στις αιτιολογικές εκθέσεις, όπως αναφέρεται, τονίζεται ότι με το νόμο θα καταστεί εφαρμοστέος, πρακτικά, ο υφιστάμενος νόμος και θα βοηθηθεί η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη δεοντολογία στη δραστηριότητα των πολιτειακών Αξιωματούχων και την υιοθέτηση αυστηρότερων διατάξεων γενικά και ειδικά σε σχέση με την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Το Ανώτατο σημειώνει στην απόφαση του ότι το Άρθρο 25 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία αλλά υπόκειται σε περιορισμούς ή διατυπώσεις που προβλέπονται από νόμο. Συγκεκριμένα, αναφέρει περαιτέρω, τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν, μεταξύ άλλων, όταν αυτό είναι απαραίτητο για το συμφέρον των δημοσίων ηθών ή για το δημόσιο συμφέρον.

Στην προκείμενη περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμα και αν επηρεάζεται το δικαίωμα στην εργασία «και συναφώς παρατηρούμε ότι ο νόμος δεν παρέχει οποιονδήποτε δικαίωμα επιλογής θέσεως, στην περίπτωση των υφιστάμενων συμβάσεων» με την κατάργηση των προαναφερόμενων εξαιρέσεων, η οποία γίνεται με το νόμο, εξυπηρετείται το συμφέρον των δημοσίων ηθών.
Είναι προφανές, προσθέτει, ότι θα ήταν τουλάχιστον απαράδεκτο, από την άποψη των δημοσίων ηθών, και αντιδεοντολογικό, αξιωματούχοι του κράτους, που αναφέρονται στο νόμο, να ασκούν ταυτόχρονα και τις προαναφερόμενες δραστηριότητες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 (2) (β) και 3 (2) (γ) του υφιστάμενου, βασικού νόμου.

«Κατά την κρίση μας η ιδιότητα και η θέση των αναφερομένων, στο νόμο, αξιωματούχων, από μόνη της, αποκλείει και την ταυτόχρονη ιδιότητα του μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή Νομικού Συμβούλου ή και απλού Μετόχου σε δημόσιες εταιρείες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που προάγουν την εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης ή τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες».

Η θέση και η ιδιότητα των αναφερόμενων, στο νόμο, Αξιωματούχων, συνεχίζει η απόφαση, από μόνη της, είναι και ασυμβίβαστη με την παροχή υπηρεσιών σε Συνεργατικές Πιστωτικές Εταιρείες και Δημόσιες Εταιρείες στις οποίες είναι μέτοχοι τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, αν και το ζήτημα αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής, σήμερα, λόγω της τροποποίησης του πλαισίου λειτουργίας των Συνεργατικών Εταιρειών.

Το Ανώτατο επισημαίνει ακόμη ότι η έννοια των δημοσίων ηθών, τουλάχιστον για σκοπούς Διεθνών Συμφωνιών Εμπορίου, ερμηνεύθηκε ότι καλύπτει, μεταξύ άλλων, θέματα όπως μέτρα ρύθμισης τυχερών παιγνιδιών, προστασίας ζώων από κακοποίηση και ναρκωτικών, και πιθανόν θέματα προστασίας ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων. «Θεωρούμε ότι ο όρος, για το συμφέρον των δημοσίων ηθών, στο Άρθρο 25 του Συντάγματος, είναι αρκετά ευρύς για να περιλαμβάνει και απαράδεκτη και αντιδεοντολογική συμπεριφορά, που πηγάζει από πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, από Ανώτατους Αξιωματούχους του Κράτους».

Επομένως, αναφέρει η απόφαση, « οι προαναφερόμενοι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα εργασίας, με την κατάργηση των εξαιρέσεων, είναι απαραίτητοι για το συμφέρον των δημοσίων ηθών και για το δημόσιο συμφέρον, είναι επαρκώς αιτιολογημένοι από τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας».

Όσον αφορά το Άρθρο 26 του Συντάγματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» με την κατάργηση των εξαιρέσεων που επιφέρει ο Νόμος, ακόμα και αν επηρεάζουν το προαναφερόμενο δικαίωμα, εμπίπτουν στις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων δυνάμει των οποίων τέτοιοι περιορισμοί μπορεί να δικαιολογηθούν, υπό προϋποθέσεις. Είναι βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων, προσθέτει, ότι συμβάσεις, οι οποίες καταστρατηγούν Νόμο, είναι παράνομες και κατά συνέπεια άκυρες.

Στην προκείμενη περίπτωση, συνεχίζει, υφιστάμενες συμβάσεις για παροχή υπηρεσιών και εργασίας μεταξύ των Αξιωματούχων του Κράτους, που αναφέρονται στο νόμο, και των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 3 (2) (β) και (γ) του βασικού Νόμου, είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικές και στην περίπτωση που υπάρχει και σύγκρουση συμφερόντων, είναι και παράνομες και κατ΄ επέκταση άκυρες.

Επομένως, σημειώνει το δικαστήριο, οι περιορισμοί που τίθενται με το νόμο, με την κατάργηση δηλαδή των εξαιρέσεων στο άρθρο 3 (2) (β) και (γ) του βασικού νόμου, του οποίου η συνταγματικότητα δεν προσβλήθηκε ποτέ, διασώζονται δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και είναι περιορισμοί ανάλογοι του σκοπού του νόμου και επαρκώς αιτιολογημένοι.

Για τους προαναφερόμενους λόγους, καταλήγει το Ανώτατο, « γνωματεύομε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί τα Άρθρα 25, 26 και 179 του Συντάγματος και δεν είναι αντισυνταγματικός».

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση