ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Οι κοινωνίες δεν θα δεχτούν ποτέ το διαφορετικό»

Η ΕΘΑΛ ανεβάζει το «Γάλα», ένα έργο σκληρό, ρεαλιστικό και γνήσιο, λέει ο Μηνάς Τίγκιλης

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής δραματουργίας ανεβαίνει από την ΕΘΑΛ σε σκηνοθεσία Μηνά Τίγκιλη. Ο σκηνοθέτης μάς μίλησε για το έργο και τη διαχρονική του αξία και λέει ότι οι κοινωνίες ποτέ δεν θα αναγνωρίσουν το διαφορετικό, για τη λιτή και δωρική γλώσσα του κειμένου και πώς ο λόγος του συγγραφέα απασχόλησε τους συντελεστές του έργου, μία γλώσσα της ρωμιοσύνης, της πραγματικής Ελλάδας σήμερα. Όχι της τηλεόρασης, όχι του πρωινάδικου και του λαιφστάιλ, ούτε καν – εννοείται– των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών εντύπων. Ο Μηνάς Τίγκιλης λέει, επίσης, ότι το έργο μπορεί να μιλάει και για «δικούς» μας πρόσφυγες… τους Μικρασιάτες.


–Κύριε Τίγκιλη, το «Γάλα» θεωρείται ένα βίαιο έργο, είναι όντως έτσι;
–Ομολογώ ότι δεν το έχω προσλάβει ως τέτοιο… Το ένιωσα ως σκληρό, ρεαλιστικό, γνήσιο είναι αλήθεια, από την πρώτη στιγμή, όταν «κοινώνησα» μαζί του, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας με τη Μάνια Παπαδημητρίου και τον άτυχο Παπαχρόνη, τον Περλέγκα και τους υπόλοιπους συντελεστές/συνεργάτες στην παράσταση του Μαστοράκη στην Αθήνα… Ένιωθα μέσα στη αίθουσα και μόλις βγήκα έξω στη γειτονιά, πως η Κυψέλη και τα Πατήσια, είχαν εισβάλλει μέσα στην αίθουσα και τη σκηνή. Είχα πολλά χρόνια να ζήσω αυτή την εμπειρία στο θέατρο. Την ήξερα καλά αυτή τη γειτονιά κι αυτές τις ζωές. Έζησα εκεί τη δεκαετία του ’80 και του ’90 πριν κατηφορίσω στον γενέθλιο Πειραιά και μετά στην Κύπρο. Ήξερα τη μυρωδιά από τα υπόγεια των ξένων… των Πολωνών και των Αλβανών, των Πακιστανών αργότερα, ήχους και μουσικές, τραγούδια και καυγάδες, εντάσεις και γλέντια σε τραπεζώματα!

–Ο μετανάστης είναι ένα επίμονο και διαχρονικό θέμα, τι κάνει το «Γάλα» να ξεχωρίζει από αντίστοιχα έργα;
–Το έργο του Κατσικονούρη – και η ευρεία του αποδοχή, η διαρκής επιτυχία του οφείλεται, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πέρα από τις ποιότητες του κειμένου, της γραφίδας του συγγραφέα, τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες του κ.λπ., στο ότι μιλάει για «δικούς» μας πρόσφυγες… Μην ξεχνάμε πως στην Ελλάδα υπάρχει στη μνήμη των ανθρώπων, ακόμα το 1922, εγκιβωτισμένο στη μνήμη… και ο ομιλών, γιος πρόσφυγα από την Ιωνία, είναι, από τα Βουρλά. Και για να επιστρέψουμε στο σήμερα – τότε δεν υπήρχε, την εποχή της γραφής και της πρώτης παρουσίασης του έργου, το προσφυγικό της… θάλασσας, οι πρόσφυγες από τη Συρία και τη Λιβύη– η θάλασσα όμως, το νερό που χωρίζει, απομακρύνει τη γενέθλια γη ενώ ταξιδεύεις προς το άγνωστο, ελπίζοντας για ένα καλύτερο αύριο, ήταν παρούσα διαχρονικά και σε συνδυασμό με την εικόνα του πρόσφυγα. Η εικόνα είναι εξαιρετικά δυνατή, σαν αίσθηση, πάνω στο καράβι, η κλασική φωτογραφία των στοιβαγμένων μεταναστών στο κατάστρωμα. Ο Κατσικονούρης μάς μιλάει με κομμένη την ανάσα, για την περιπέτεια μιας οικογένειας, Ελληνοποντίων – που στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συχνά ελαφρά τη καρδία αποκαλούμε λόγω του διαφορετικής γλωσσικής επικοινωνίας, Ρωσοπόντιους. Θυμάμαι, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια, σαν τώρα τα καράβια που έστειλε «κρυφά» η ελληνική κυβέρνηση στο Σοχούμι και στη Μαριούπολη για να μεταφέρει τους έλληνες της Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη κ.α. λόγω του πολέμου εκεί. Άγνωστες ενδεχομένως σελίδες για τον μέσο θεατή αλλά καθοριστικές, ενδεικτικές στην πορεία προετοιμασίας της παράστασης, όταν εξερευνάς το υπόστρωμα , το υπέδαφος των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών, αυτής της σύγχρονης «Μάνας Κουράγιο» και των δύο της γιων, του Λεφτέρη και του Αντώνη, των «αντιθέτων» ως στάσεις ζωής, ως διαχείριση της πραγματικότητας και του Ονείρου.

–Πώς το προσεγγίσατε σκηνοθετικά, πώς αναδεικνύετε τη στιβαρή και λιτή γλώσσα του κειμένου;
–Για μένα ο λόγος, η γλώσσα του Κατσικονούρη είναι η ρωμιοσύνη, η πραγματική Ελλάδα σήμερα. Όχι της τηλεόρασης, όχι του πρωινάδικου και του λαιφστάιλ, ούτε καν – εννοείται– των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών σελίδων των εντύπων. Εκεί είναι η Στέγη και το Ίδρυμα στην παραλία. Υπογραμμίζω, λόγω του υπαρκτού του θέματος στην εδώ κοινωνία, ιδιαίτερα τα ελληνικά του Κατσικονούρη. Είναι ελληνικά του δρόμου, η σύνταξη, η στίξη, οι παύσεις, οι σιωπές, η ακινησία… Μ’ αρέσει η αναφορά σας στο λιτό της γλώσσας, στο μη περιττό. Στην πρόβα μας απασχολούσε η δωρικότητα. Στις κινήσεις του Αντώνη, της Ρήνας… στη χειρονομία (της σκηνής), το gestus… Το έργο οδηγεί την παράσταση (και της ΕΘΑΛ) σε μια διαδοχή από εικόνες, σαν καρτ ποστάλ, πλάνα ταινίας, που λες και κάθε επόμενη προκύπτει από την ανάμνηση της προηγούμενης και ίσως ενός παρατηρητή ,κάποιου τρίτου. Της Ξένιας άραγε που είναι παρούσα αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ μπροστά μας. Η κοινωνική λειτουργός που παρακολουθεί το «σαλό» Λεφτέρη. Ποιος ξέρει… Διηγούμαστε, οι ηθοποιοί διηγούνται την περιπλάνηση της οικογένειας Σοκολάγεβα (μόνο μία φορά θα ακουστεί το επίθετο της οικογένειας, προς το τέλος). Άραγε με ποιο όνομα, επίθετο μάχονται την καθημερινότητα της Αθήνας, της Λάρισας… ο Λεφτέρης και ο Αντώνης. Σε συνδυασμό με τους ήχους τις μουσικές γέφυρες, τις επαναλαμβανόμενες διαμάχες για τον εξοβελισμό κάθε τι εν δυνάμει επικίνδυνου στοιχείου, ρώσικης προέλευσης. «Είμαστε Έλληνες, ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι μας, στο Τμπιλίσι, ελληνικά φαγητά, τρώγαμε…» Παρόμοια, αντίστοιχα αγωνίες για… αφομοίωση, πρόσληψη, προσαρμογή όπως το ’22 με τους γηγενείς, τους παλαιοελλαδίτες από τη μια μεριά και …τουρκόσπορους τους μικρασιάτες, από την άλλη. Μονίμως παρούσα η Διπλή Ελλάδα του Διχασμού και η αγριάδα του κυνηγημένου.

–Πείτε μας δυο λόγια για το σκηνικό;
–Ο σκηνικός χώρος, ένα υπόγειο που τέμνεται σαν χωροταξία οριζόντια, με ένα περίγραμμα, περίφραξη πέστε τη, σαν τη χαμηλή μάντρα από τσιμεντόλιθους στο τσαρδί της Ευδοκίας του Δαμιανού… χωρίς ήλιο, χωρίς αττικό φως, μόνο στην ταράτσα με την Ακρόπολη απέναντι, υπάρχει αισιοδοξία, αγαλλίαση, βασίστηκε σε μια ιδέα της ΄Ελενας Κοτασβίλι και του Αλέξη Βαγιανού. Όλες σχεδόν οι εικόνες δράσης έχουν μια μουντάδα… θυμίζουν την Ελλάδα του Θόδωρου Αγγελοπούλου, με τον οποίο συμπλέω στην αισθητική της σύγχρονης Ελλάδας. Ποτέ δεν κατάλαβα πέρα από τουριστική αναγκαιότητα πώς είναι δυνατόν να εισπράττει κανείς την Ελλάδα μοναχά ως Ήλιο! Και όχι τη μελαγχολία της. Κι όμως, όπως λέει και το τραγούδι του Μητροπάνου, (αγαπημένου του Κατσικονούρη) η αληθινή Ελλάδα βρίσκεται και εδώ και δεκαετίες στο Αλκαζάρ και την Τούμπα, σε εθνικές οδούς, καφετέριες γεμάτες καπνούς και χυμούς έρωτα… Κι ο Καζαντζίδης τότε κι ο κουμπάρος του Μητροπάνου, ο Τερζής τώρα...


Το έργο μάς τραβάει από το μανίκι με την περιγραφή της πλαϊνής τραγωδίας

–Στο «Γάλα» εκτός από τον αγώνα προσαρμογής μιας οικογένειας φαίνεται και το πρόσωπο της κοινωνίας απέναντι στο διαφορετικό, είναι νομίζετε η πραγματική εικόνα αυτή;
–Βεβαίως υπάρχει η δυνατότητα της ανάγνωσης, της πρόσληψης του έργου κοινωνιολογικά και πολιτισμικά ευρύτερα, η διαφορετικότητα του Άλλου. Όμως θα επιμείνω στο ρεαλιστικό στοιχείο του έργου για να μην αδικήσουμε τις αρετές του ως ενός από τα καλύτερα δημιουργήματα της νεοελληνικής δραματουργία στον 21ο αιώνα. Όπως παλιότερα, «Η Αυλή των Θαυμάτων», «Η Αγγέλα». Μας τραβάει από το μανίκι με την περιγραφή μιας πλαϊνής τραγωδίας, αυτής του οικονομικού, του πολιτιστικού και γλωσσικού μετανάστη. Και στο βάθος ο καπιταλισμός κι ο υπαρκτός σοσιαλισμός… η ουτοπία. Το «Γάλα» είναι ένα έργο απίστευτα πολιτικό, απίστευτα δραματικό (με την έννοια της θεατρικότητας). Γι’ αυτό και παίζεται και θα ξαναπαίζεται, γι αυτό και έγινε ταινία. Οι ρόλοι του, είναι πρόκληση για κάθε ηθοποιό, είτε λέγεται Μάνια Παπαδημητρίου, Άννα Βαγενά, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Σοφία Καλλή και τώρα την Ιωάννα Σιαφκαλή και οι γιοι, και ο ένας και ο άλλος και η αρραβωνιαστικιά από την επαρχία.

–Γιατί πιστεύετε ότι οι κοινωνίες μας δεν αποδέχονται ακόμα το διαφορετικό;
–Μα δεν θα το δεχτούν ποτέ, ολοκληρωτικά το διαφορετικό, οι κοινωνίες. Μπορεί κάποια τμήματά της να αυξηθούν, να ενταθούν ή να μειωθούν οι αντιδράσεις, αντίστοιχα οι αντιστάσεις, οι πολεμικές. Οι κοινωνίες δεν είναι ομοιόμορφες, υπάρχουν πλειοψηφίες και μειοψηφίες και πολλά μη φανερά γκέτο. Κάθε στιγμή έχει το δικό της momentum και κάπου γέρνει η ζυγαριά. Στις μέρες μας υπάρχει η ξενοφοβία. Τα οικονομικά, γεωπολιτικά καινούργια στοιχεία, η πολιτισμικότητα, οι συρράξεις (στη γειτονιά μας)… όχι στο μακρινό Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία αλλά δίπλα μας, σε λίγη ώρα με το αεροπλάνο. Στην Ουκρανία, στη διπλανή πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα αυτά αποκτούν άλλη ένταση, επηρεάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, κάθε κοινωνίας, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Αμερική, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την οδηγούν στο καβούκι της.

–Πόσο υποκριτική κρίνετε τη στάση της Ευρώπης γύρω από το προσφυγικό ζήτημα;
–Μα ποια απ’ όλες τις Ευρώπες; Τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς των Βρυξελλών που μόλις τελειώσει η «θητεία» τους μεταγράφονται στην παγκόσμια τράπεζα ή τους απλούς ανθρώπους, τα κινήματα διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης; Την ιντελλιγκέντσια, τους εργαζόμενους που χάνουν κάθε μέρα όσα κέρδισαν μετά το τελευταίο παγκόσμιο, μεγάλο πόλεμο; Είναι πόλεμος και φοβάμαι πως το ακροατήριό μας, η πλειονότητα, των αναγνωστών των κυριακάτικων εντύπων, δεν το έχει καταλάβει!


Το «Γάλα», του Βασίλη Κατσικονούρη

Μια οικογένεια ελληνοποντίων από το Καύκασο, φθάνει στην Ελλάδα, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Στην πορεία, ο θάνατος του πατέρα, αφήνει τη μάνα, τη Ρήνα μονάχη με τα δυο της παιδιά, τον Αντώνη και το Λευτέρη… Ο πρώτος θα παλέψει και θα προσαρμοστεί στη σκληρή πραγματικότητα, κυνηγώντας το όνειρο μιας καινούργιας ζωής και θα γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του, στο πρόσωπο της μοναχοκόρης του αφεντικού, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, θα επιστρέφει στο παρελθόν, στη μητέρα γη, την Τιφλίδα, αναζητώντας την ταυτότητά του γιατί δεν θέλει να γίνει Γκριέκι.

Παραστάσεις: Τρίτη & Σάββατο στις 8:30 μ.μ. και Κυριακή στις 6.30μμ (μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου) στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ.

Σκηνοθεσία: Μηνάς Τίγκιλης. Πρωταγωνιστούν οι Ιωάννα Σιαφκάλλη, Μάριος Κωνσταντίνου, Στέλιος Ανδρονίκου και Ήβη Νικολαΐδη. Σκηνικός χώρος βασισμένος σε μια ιδέα των Έλενας Κοτασβίλι και Αλέξη Βαγιανού.

 

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση